Γεννημένοι Δολοφόνοι
- Natural Born Killers
- 1994
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Νάβαχο, Ιαπωνικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Ταινία Δρόμου
- 07 Οκτωβρίου 1994
Αυτή είναι η ιστορία ενός ζευγαριού, του Μίκι και της Μάλορι Νοξ, που διατρέχουν τις ΗΠΑ, συχνά σκοτώνοντας αυτούς που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο τους. Παράλληλα και οι προσπάθειες δύο ελαφρά διαταραγμένων χαρακτήρων, ενός αστυνομικού που προσπαθεί να τους συλλάβει και ενός δημοσιογράφου και παρουσιαστή reality-show, που πιστεύει ότι ο Μίκι και η Μάλορι θα γίνουν το καλύτερο θέαμα για την εκπομπή του.
Σκηνοθεσία:
Oliver Stone
Κύριοι Ρόλοι:
Woody Harrelson … Mickey Knox
Juliette Lewis … Mallory Knox
Tom Sizemore … ντετέκτιβ Jack Scagnetti
Robert Downey Jr. … Wayne Gale
Tommy Lee Jones … δεσμοφύλακας Dwight McClusky
Rodney Dangerfield … Ed Wilson
Edie McClurg … Κα Wilson
Sean Stone … Kevin Wilson
Russell Means … ο γέρος ινδιάνος
Evan Handler … David
Balthazar Getty … ο βενιζοπώλης
Richard Lineback … Sonny
Kirk Baltz … Roger
Steven Wright … Δρ Emil Reingold
Pruitt Taylor Vince … υπαστυνόμος Kavanaugh
Joe Grifasi … βοηθός σερίφη Duncan Homolka
Marshall Bell … υπαστυνόμος
Dale Dye … Dale Wrigley
Mark Harmon … ηθοποιός (Mickey Knox)
Ashley Judd … Grace Mulberry (στο Director’s cut)
Rachel Ticotin … Wanda Bisbing (στο Director’s cut)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David Veloz, Richard Rutowski, Oliver Stone
Στόρι: Quentin Tarantino
Παραγωγή: Jane Hamsher, Don Murphy, Clayton Townsend
Μουσική: Brent Lewis
Φωτογραφία: Robert Richardson
Μοντάζ: Brian Berdan, Hank Corwin
Σκηνικά: Victor Kempster
Κοστούμια: Richard Hornung
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Natural Born Killers
- Ελληνικός Τίτλος: Γεννημένοι Δολοφόνοι
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μέγα βραβείο επιτροπής, και ειδική μνεία ερμηνείας (Juliette Lewis).
Παραλειπόμενα
- Ο Quentin Tarantino είχε γράψει ένα σενάριο για ένα ήδη παντρεμένο ζευγάρι που αποφασίζει να αρχίσει τις δολοφονίες, έχοντας όμως ως πρωταγωνιστή τον δημοσιογράφο. Μη φτάνοντας τα χρήματα που τότε είχε για να το κάνει ταινία, το πούλησε στους παραγωγούς Jane Hamsher και Don Murphy για μόλις 10 χιλιάδες δολάρια. Εκείνοι το μεταβίβασαν με τη σειρά τους στη Warner Bros., και μέσω αυτής υπέπεσε στην προσοχή του Oliver Stone. Από το αρχικό σενάριο “επέζησαν” κάποιοι διάλογοι, αλλά ο μεγάλος του όγκος αλλάχτηκε δραστικά. Ο Tarantino παρέμεινε ως αναφορά μόνο στο στόρι, με την αρχική του αντίδραση να μην είναι αρνητική, αλλά αργότερα αποκήρυξε με κακούς χαρακτηρισμούς τη συμμετοχή του. Υπάρχει όμως και μια μεταγενέστερη εκδοχή, που λέει ότι μουσικός Johnny Cash άλλαξε άποψη στον Tarantino σε μια τυχαία τους συνάντηση.
- Οι αναφορές ήθελαν τον Stone να ξεκινάει με την προοπτική να γίνει μια καθαρή ταινία δράσης. Η έντονη πολιτική επικαιρότητα (όπως η δίκη του O.J. Simpson) και η συμμετοχή των ΜΜΕ στα γεγονότα αυτά ήταν που του άλλαξαν το ύφος σε σατιρική φάρσα. Σε συνέντευξη του δήλωσε πως τον επηρέασε άμεσα και η έντονη ζωτικότητα που έβγαζαν οι ινδικές ταινίες.
- Ο Woody Harrelson είχε ένα θετικό προσωπείο ως ηθοποιός κυρίως μέσω του sitcom Cheers, αλλά στο πρόσωπο του ο σκηνοθέτης έβλεπε κάτι που συνδύαζε την αμερικανική επαρχία και τον λευκό ρατσισμό. Για τους ίδιους λόγους κέρδισε και η Juliette Lewis τον δικό της ρόλο.
- Σύμφωνα με τον Stone, η Coca-Cola ενέκρινε τη χρήση της διαφήμισης της επί του φιλμ δίχως να έχουν την παραμικρή ιδέα περί του θέματος της ταινίας. Όταν την είδαν, σύμφωνα πάντα με τον δημιουργό της, έγιναν έξαλλοι.
- Μπορεί τα γυρίσματα να κράτησαν μόνο 56 ημέρες, το στάδιο όμως της επεξεργασίας πήρε 11 μήνες για να ολοκληρωθεί. Χαρακτηριστικά, το μοντάζ έχει περίπου 3 χιλιάδες cuts, με το σύνηθες να είναι 600 με 700.
- Τα κινούμενα σχέδια που παρεμβάλλονται σκηνοθετήθηκαν από τον Mike Smith.
- Η μύτη του Tom Sizemore έσπασε και στην πραγματικότητα από τη Juliette Lewis.
- Είτε αληθινοί είτε ψεύτικοι, 150 κροταλίες χρειάστηκαν για τα γυρίσματα.
- Ο Michael Madsen ήταν η πρώτη επιλογή για τον Μίκι, αλλά η Warner ήθελε κάποιον με πιο “μαλακή” περσόνα.
- Steve Buscemi και Tim Roth αρνήθηκαν τον ρόλο του Γκέιλ.
- Η ακραία οπτική και θεματική προσέγγιση της ταινίας προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις, αλλά και τον χαρακτηρισμό της “άκρως ακατάλληλης” ταινίας από την επιτροπή αξιολόγησης. Στη δε Ιρλανδία απαγορεύτηκε η προβολή της. Το χειρότερο όμως ήταν ότι συνδέθηκε με φρικτά εγκλήματα που επακολούθησαν (copycat), όπως -μεταξύ αρκετών άλλων- την υπόθεση των William Savage και Patsy Byers, ή τη μαζική δολοφονία στο πανεπιστήμιο Κολουμπάιν.
- Το 1995 εμφανίστηκε -αρχικά μόνο στο βίντεο- μια director’s cut εκδοχή (122 λεπτά). Εκεί αποκαλύπτεται ότι είχαν γυριστεί αλλά κοπεί οι συμμετοχές των Ashley Judd και Rachel Ticotin.
- Με κόστος 34 εκατομμύρια δολάρια, η ταινία κατάφερε να εισπράξει 110.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Πρώτη κινηματογραφική δουλειά για τον Trent Reznor, που διετέλεσε παραγωγός του σάουντρακ. Εκείνη την περίοδο ήταν το κεντρικό μέλος των Nine Inch Nails, και όλη τη δουλειά την έκανε καθ’ όδον σε περιοδεία με το γκρουπ. Ειδικά για την ταινία έγραψε και το Burn, που ερμηνεύουν οι Nine Inch Nails.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 19/9/2011
Η μέθοδος του Όλιβερ Στόουν είναι γνωστή. Παίρνει ένα καυτό κοινωνικό θέμα ως μαγιά (το σενάριο, εμπνευσμένο από αληθινή περίπτωση, είναι παρμένο από στόρι του Κουέντιν Ταραντίνο) κι ύστερα αρχίζει και κάνει κόλπα ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, χωρίς να νοιάζεται για το νόημα εις βάθος. Αλλά τις εντυπώσεις τις κερδίζει σχεδόν πάντα. Στην προκείμενη περίπτωση, θέλει υποτίθεται να σατιρίσει τον κίτρινο τύπο που θεοποιεί, για λαϊκή κατανάλωση, δυο παραπεταμένους νέους που σκοτώνουν για να γίνουν διάσημοι -καμία σχέση με τους ποιητικούς Μπόνι και Κλάιντ. Και διαλέγει τον τρόπο της κατάμαυρης σάτιρας, όχι για να προβληματιστούμε αντιστικτικά, αλλά ακριβώς για να σκεπάσει την αδυναμία του να προβληματιστεί ο ίδιος, απολαμβάνοντας τη φρενίτιδα που δημιουργεί. Έτσι πέφτει στην παγίδα να μυθοποιήσει και ο ίδιος τους ήρωες του και τις καταστάσεις, αντί να κριτικάρει. Αλλά ξαναλέμε, κερδίζει τις εντυπώσεις, αφήνει μια ταινία με ιστορικό απόηχο. Πολύ πειστικοί στους ρόλους τους οι Γούντι Χάρλεσον και Τζούλιετ Λιούις.
Βαθμολογία: