Σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας που βρίθει ερειπίων, για τους «tombaroli» -τους αρχαιοκάπηλους– η Χίμαιρα σημαίνει λύτρωση από τη δουλειά και όνειρα για εύκολο πλούτο. Για τον Άρθουρ η Χίμαιρα μοιάζει με τη γυναίκα που έχασε, την Μπενιαμίνα. Για να τη βρει, προκαλεί το αόρατο, ψάχνει παντού, πηγαίνει μέσα στη γη αναζητώντας την πόρτα στη μετά θάνατον ζωή για την οποία μιλούν οι μύθοι.

Σκηνοθεσία:

Alice Rohrwacher

Κύριοι Ρόλοι:

Josh O’Connor … Arthur

Carol Duarte … Italia

Vincenzo Nemolato … Pirro

Isabella Rossellini … Flora

Alba Rohrwacher … Frida

Lou Roy-Lecollinet … Melodie

Maria Alexandra Lungu … Alexandra

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alice Rohrwacher

Παραγωγή: Carlo Cresto-Dina

Φωτογραφία: Helene Louvart

Μοντάζ: Nelly Quettier

Σκηνικά: Emita Frigato

Κοστούμια: Loredana Buscemi

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: La Chimera
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Χίμαιρα

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
  • Βραβείο σκηνικών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Josh O’Connor).
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Josh O’Connor), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Alba Rohrwacher), παραγωγή, σενάριο, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, ήχο και κομμώσεις στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή για τη Alice Rohrwacher στις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας μετά από 5 χρόνια.  Ενδιάμεσα ήταν υποψήφια για Όσκαρ μικρού μήκους με το Le Pupille.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στην Τοσκάνη, για να μεταφερθούν στην κεντρική Ιταλία και την Ελβετία.
  • Την πρεμιέρα στις Κάνες ακολούθησε 9λεπτο όρθιο χειροκρότημα.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 29/3/2024

Ιδιόρρυθμο το φιλμ της Alice Rohrwacher, αλλά μ’ έναν τρόπο που αναμφίβολα γοητεύει κι εξάπτει την περιέργεια για το τι ακολουθεί στην επόμενη στροφή του παράξενου αυτού ταξιδιού. Είναι ένα σινεμά που είναι και δεν είναι φελινικό, από την άποψη ότι η επιρροή του θρυλικού κινηματογραφιστή είναι εμφανής, από τις ξεχωριστές φιγούρες των ηρώων μέχρι την οργανική χρήση της μουσικής στην πλοκή, αλλά αυτό που προκύπτει έχει μια διακριτή ταυτότητα, δεν αποτελεί ξερή μίμηση σε καμία περίπτωση.

Ο πρωταγωνιστής είναι κάπως αδρά σκιαγραφημένος όσον αφορά την ψυχοσύνθεσή του, ίσως εσκεμμένα, ώστε να υπάρξει μια σχετικά ουδέτερη ματιά στα δρώμενα που να προσφέρεται στον θεατή, να γίνονται αντιληπτά με όσο πιο αγνό τρόπο γίνεται και η όλη διαδρομή να αντιμετωπιστεί περισσότερο σαν εμπειρία και λιγότερο σαν μια τοποθέτηση πάνω σε ζητήματα. Γιατί και μια φεμινιστική σκοπιά υπάρχει και προσεγγίζονται κάποια θέματα με ενδιαφέρον, από τη δομή του όλου συστήματος της αρχαιοκαπηλίας μέχρι τις διαχρονικές παθογένειες του ιταλικού κράτους, όμως η κύρια εστίαση είναι στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης, σχεδόν ονειρικής ατμόσφαιρας, και στο χτίσιμο ενός φιλμικού σύμπαντος στο οποίο το κοινό θα περιπλανηθεί με χάρτη το συναίσθημα. Και ακόμη και αν δεν εντοπίζεται κάποιο ξεκάθαρο τελικό επιμύθιο, η πορεία μέχρι τον προορισμό είναι αρκούντως δελεαστική ώστε η ανάμνηση της θέασης να αποτιμάται θετικά.

Η πολύχρωμη πινακοθήκη των χαρακτήρων, με έντονα γνωρίσματα αλλά επίτηδες χωρίς βάθος, παραπέμπει εσκεμμένα σε ταμπλό βιβάν λόγω και της θεματολογίας της ίδιας της ταινίας, ενώ και η αισθητική των εικόνων κινείται σε κλασικά μονοπάτια, ειδικά όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά παραδείγματα που παρουσιάζονται, κόντρα σε αυτό που επικρατούσε ως ωραίο κατά τη διάρκεια του χρονικού πλαισίου της δράσης (λογικά δεκαετία του 1980, ακόμη και αν δεν αναφέρεται ποτέ ευθέως πέρα από κάποιες λεπτομέρειες). Η όμορφη φωτογραφία της εξαιρετικά δραστήριας και υποτιμημένης Helene Louvart συμβάλλει καθοριστικά ώστε όλη η προσπάθεια να εκπέμψει σ’ ένα δικό της μήκος κύματος.

Κι ενώ σύντομα περάσματα όπως αυτά της Isabella Rossellini και της Alba Rohrwacher είναι απολαυστικά, το καθένα με τον δικό του τρόπο και αμφότερα αποφεύγοντας τον πειρασμό να ξεφύγουν προς μια κατεύθυνση της υπερβολής, η ερμηνευτική παρουσία που μένει περισσότερο στον νου τελικά είναι αυτή της Carol Duarte (οι έλληνες σινεφίλ πιθανόν να τη θυμούνται από την έξοχη «Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο»), η οποία φέρνει μια αύρα στο σύνολο που μεταφράζει την εκκεντρικότητά του σε κάτι πιο προσβάσιμο και τρυφερό, και αναδεικνύεται τελικά ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, έστω και υπογείως.

Μια αυστηρά λογοκρατική ερμηνεία της «Χίμαιρας» ίσως να βρει αρκετούς λόγους για να παραπονεθεί, αλλά γίνεται όλο και πιο φανερό όσο εξελίσσεται το δράμα πως πρόκειται για μια κινηματογραφική πρόταση που δεν σχεδιάστηκε για να φιλτραριστεί με αυτήν τη νοοτροπία. Και στο πεδίο των συμβολισμών πάλι, με αναφορές που πιάνουν ένα φάσμα από τη μυθολογία στην ψυχανάλυση, δεν σερβίρονται όλα έτοιμα στο πιάτο. Γι’ αυτό είναι και στο χέρι του καθενός σινεφίλ να δει αν θα συνδεθεί σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο με το όραμα της Rohrwacher, αν θα γοητευτεί από τα πολλά αξιοθαύμαστα στοιχεία που θα βρει εδώ. Αν γίνει το πολυπόθητο «κλικ», η απόλαυση είναι δεδομένη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *