Ο Σεϊντού και ο Μούσα είναι δύο νεαροί Σενεγαλέζοι, οι οποίοι, πλάι σε άλλους φτωχοδιάβολους, θα βρεθούν ανάμεσα σε «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φτάσουν από το Ντακάρ στην Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή.

Σκηνοθεσία:

Matteo Garrone

Κύριοι Ρόλοι:

Seydou Sarr … Seydou

Moustapha Fall … Moussa

Issaka Sawadogo … Martin

Hichem Yacoubi … Ahmed

Oumar Diaw … Sisko

Bamar Kane … Bouba

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Matteo Garrone, Massimo Gaudioso, Massimo Ceccherini, Andrea Tagliaferri

Παραγωγή: Paolo Del Brocco, Matteo Garrone

Μουσική: Andrea Farri

Φωτογραφία: Paolo Carnera

Μοντάζ: Marco Spoletini

Σκηνικά: Dimitri Capuani

Κοστούμια: Stefano Ciammitti

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Io Capitano
  • Ελληνικός Τίτλος: Εγώ, Καπετάνιος
  • Διεθνής Τίτλος: Me Captain

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ιταλία).
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο σκηνοθεσίας και βραβείο νέου ηθοποιού (Seydou Sarr).
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, παραγωγής, φωτογραφίας, μοντάζ, ήχου και ειδικών εφέ στα David di Donatello. Υποψήφιο για σενάριο, μουσική, τραγούδι (Baby), σκηνικά, κοστούμια, ήχο, μακιγιάζ, κομμώσεις και βραβείο νεότητας.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για τους δύο νέους πρωταγωνιστές.
  • Θέλοντας να ταξιδέψει στη Βενετία ώστε να παραστεί στην πρεμιέρα, ο υπεύθυνος κάστινγκ Henri-Didier Njikam δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει βίζα από το Ραμπάτ του Μαρόκου, μια και η ιταλική πρεσβεία έκρινε ότι ήταν ύποπτος προς παράνομη μετανάστευση. Ο Njikam ονόμασε την πράξη αυτή ρατσιστική, αλλά και τη χλεύασε λέγοντας ότι είναι αναγνωρισμένος επαγγελματίας, και εάν ήθελε να εργαστεί στην Ευρώπη θα το είχε ήδη πετύχει με ευκολία.
  • Ειδική προβολή έλαβε χώρα εντός του Βατικανό, με τον Garrone και το κεντρικό καστ του να γίνονται δεκτοί από τον ίδιο τον πάπα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Andrea Farri συνέθεσε για την ταινία το Baby, που ερμηνεύει ο Seydou Sarr με τον Moustapha Fall.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 14/3/2024

Στο “Io Capitano” ο Μούσα και ο Σεϊντού είναι δύο κολλητοί έφηβοι που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Ντακάρ για να αναζητήσουν την τύχη τους στην Ιταλία. Καθώς διασχίζουν την αφρικανική ήπειρο, η μία δοκιμασία διαδέχεται την άλλη. Ο θάνατος παραμονεύει σε κάθε τους βήμα, από την έρημο ως την απέραντη θάλασσα που τους χωρίζει από την αφιλόξενη «γη της επαγγελίας» στην οποία επιδιώκουν να βρεθούν. Προτάσσοντας μια αφελή πλην ακαταμάχητη και πεισματική αισιοδοξία, τα δύο παιδιά διαβαίνουν προς την οριστική απώλεια της αθωότητας, μαχόμενα διαρκώς την ανθρώπινη ασυδοσία και την εξάντληση των φυσικών τους δυνάμεων.

Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό κατά τη θέαση της ταινίας του Γκαρόνε είναι η «Οδύσσεια» και τι ειρωνεία άραγε συνιστά αυτό, μιας και η πλέον αρχετυπική ιστορία παλινόστησης συνδέεται με την περιπέτεια των δύο αγοριών που αναχωρούν από την πατρίδα τους με προορισμό μια καλύτερη ζωή. Η Ευρώπη κάθε άλλο παρά παράδεισος είναι, οι προειδοποιήσεις επ’ αυτού φτάνουν διαρκώς στα αυτιά τους, ωστόσο ο Μούσα και ο Σεϊντού θέλουν να υπηρετήσουν τη διαφυγή τους ακόμα και αν χρειαστεί να φέρουν τον κόσμο ανάποδα. Είναι ντυμένοι με ποδοσφαιρικές φανέλες ευρωπαϊκών υπερομάδων, με αυτό το σκονισμένο “unicef” στην μπλαουγκράνα εμφάνιση του Σεϊντού ως συμβολική επιβεβαίωση του θριαμβεύοντος κυνισμού. Διασχίζουν σύνορα, υπομένουν βασανιστήρια σε μαφιόζικες φυλακές, αντικρίζουν τη σκληρότητα σε μια μορφή της που ξεπερνάει την ευρωπαϊκή αντιληπτική ικανότητα και παραμένουν πάντοτε αλύγιστοι, χωρίς να προσμένουν παιάνες για το κατόρθωμά τους. Απλώς διψούν για ζωή.

Αυτό που οφείλουμε να πιστώσουμε στον Ιταλό δημιουργό είναι η επισταμένη άρνηση του να δώσει στην ταινία την όψη ενός σχοινοτενούς καταλόγου βιβλικών κακουχιών που τα παιδιά υπομένουν στωικά. Η προσωπική σφραγίδα του Γκαρόνε είναι ευδιάκριτη εδώ, έστω και αλλοιωμένη επί το λυρικότερο. Οι φαντασιακές παρεκβάσεις και οι ονειρώδεις ενέσεις που διασπούν τον στυγνό ρεαλισμό, η ζωηρή χρωματική του παλέτα (εντός και εκτός Σενεγάλης) που αντιστέκεται σθεναρά στο βάρος που επιβάλλει το θέμα, το απαλό, περίτεχνο μοντάζ του που δίνει την αύρα (σε έναν βαθμό) της ταινίας ερημικού δρόμου διαμορφώνουν με λιγότερο αιχμηρούς τόνους το αφηγηματικό ύφος. Ωστόσο, κατά την επεισοδιακή καταγραφή της πορείας των μεταναστών εγείρεται αναπόδραστα ένα ερώτημα: αυτή η καλλιέπεια αρμόζει στην πραγματική συνθήκη που γεννά την ταινία;

Ευτυχώς, δεν υπάρχει αστυνομία τέχνης να μας υποδείξει τα όρια και τους ενδεδειγμένους τρόπους εξιστόρησης. Όμως, δεν μπορεί να μην γεννηθεί ο προβληματισμός περί της οσκαρικής κοπής της ταινίας ή της λυρικής ομορφιάς των πλάνων της και κατά πόσο αισθητικοποιεί την τραγική πραγματικότητα των αμέτρητων θανάτων αφρικανών προσφύγων. Στον εσωτερικό διάλογο εμφιλοχωρεί και το ζήτημα της θεσιακότητας, επιτέλους τεταμένο στην εποχή μας˙ Το πολυμελές σεναριακό επιτελείο εμπνέεται από τις αληθινές ιστορίες επιζώντων από την «κόλαση» της διαδρομής προς την Ευρώπη, αλλά και πάλι ο λευκός Ματέο Γκαρόνε αφηγείται μια ιστορία που δεν μπορεί να του ανήκει. Αγγίζει όμως και την πιο σαρωτική τραγωδία του σύγχρονου κόσμου και ως καλλιτέχνης ευλόγως συγκινείται από αυτήν, παραμένοντας εντός των αφηγηματικών ορίων της ιστορίας σκληρής ενηλικίωσης που έχει ξαναδοκιμάσει.

Ο συναισθηματισμός της ταινίας μπορεί να λειτουργήσει σαν αποθαρρυντικός παράγοντας για όσους επιζητούν σινεμά χωρίς αμβλείες γωνίες, ευθύβολο και αποφασιστικό. Δύσκολα όμως παραγνωρίζονται και οι αφηγηματικές αρετές της, πρόκειται για ένα φιλμ υποδειγματικής ροής, προικισμένο με ορισμένες σεκάνς ανθολογίας. Χωρίς να κάμπτει τις αντιρρήσεις, ο Γκαρόνε επιχειρεί να δώσει κινηματογραφικό πρόσωπο στα θύματα μιας απρόσωπης και ανώνυμης  φρίκης. Και τι πρόσωπο! Ο νεαρός Σεϊντού Σαρ παραδίδει μια μαγνητική εμπειρία, δικαιώνοντας όλα τα κοντινά που εκβιάζει ο σκηνοθέτης στο πρόσωπό του. Ακόμα και μόνο για αυτόν, το «Io Capitano» αξίζει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *