Η Νάταλι είναι φοιτήτρια και επισκέπτεται την παιδική της φίλη Μπρουκ και τη συγκάτοικο της, Τέιλορ. Αν ήταν μια οποιαδήποτε άλλη εποχή του χρόνου, τα κορίτσια θα περνούσαν τον χρόνο τους ανάμεσα σε συναυλίες και μπαρ. Είναι όμως Χάλογουιν, που σημαίνει ότι όλοι θα πάνε στο «Πάρκο του Τρόμου», ένα περιοδεύον λούνα-παρκ με τρενάκια του τρόμου κι ένα σωρό άλλες τρομακτικές δραστηριότητες. Κάθε χρόνο χιλιάδες κόσμος επισκέπτεται το πάρκο για να ζήσει καλά σκηνοθετημένες τρομακτικές εμπειρίες που ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη. Όμως, ανάμεσα στο ενθουσιώδες κοινό υπάρχει ένας επισκέπτης που έχει δεν έρθει στο πάρκο για να διασκεδάσει, αλλά για να κυνηγήσει. Ενώ ο κόσμος τον αντιμετωπίζει σαν μία ακόμα ατραξιόν του πάρκου, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι στην πραγματικότητα έχουν μπροστά τους έναν εφιάλτη.

Σκηνοθεσία:

Gregory Plotkin

Κύριοι Ρόλοι:

Amy Forsyth … Natalie

Reign Edwards … Brooke

Bex Taylor-Klaus … Taylor

Christian James … Quinn

Matt Mercurio … Asher

Roby Attal … Gavin

Tony Todd … ο κράχτης

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Seth M. Sherwood, Blair Butler, Akela Cooper

Στόρι: William Penick, Christopher Sey

Παραγωγή: Gale Anne Hurd, Tucker Tooley

Μουσική: Bear McCreary

Φωτογραφία: Jose David Montero

Μοντάζ: David Egan, Gregory Plotkin

Σκηνικά: Michael Perry

Κοστούμια: Eulyn Colette Hufkie

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Hell Fest
  • Ελληνικός Τίτλος: Hell Fest: Το Πάρκο του Τρόμου

Παραλειπόμενα

  • Πολλοί από τους τύπους που περιφέρονται στο “πάρκο του τρόμου” είναι εργαζόμενοι του Netherworld Haunted House στην Τζόρτζια. Το συγκεκριμένο πάρκο είναι από τα πλέον δημοφιλή του είδους στις ΗΠΑ.
  • Για την προώθηση της ταινίας, η παραγωγή σχεδίασε μια ατραξιόν με στοιχειωμένο σπίτι, που τοποθετήθηκε στα θεματικά πάρκα Six Flags, στο Σικάγο, το Λος Άντζελες και το Σεντ Λούις.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 13/12/2018

Ακόμη ένα slasher για την κιμαδομηχανή της παραγωγής σινεμά τρόμου εντός Χόλιγουντ, το «Hell Fest: Το Πάρκο του Τρόμου» αποδεικνύει περίτρανα πως όσο κι αν το είδος στο οποίο ανήκει βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία μετεξέλιξης που έχει κορυφωθεί τα τελευταία χρόνια, κάποιες συνταγές, εν προκειμένω το «βάλτε εφήβους να σφαγιάζονται από έναν απρόσωπο δολοφόνο», έχουν πολύ ψωμί ακόμη για να εγκαταλειφθούν ως μια εύκολη λύση με εμπορικές βλέψεις. Εδώ ίσως το μόνο στοιχείο που δεν είναι του σωρού είναι η φωτογραφία που σε οπτικό επίπεδο προσφέρει κάτι διαφορετικό από ένα φιλμ που κατατάσσεται στη συγκεκριμένη κατηγορία. Κατά τα άλλα, ανία και των γονέων. Μάλλον η μόνη έκπληξη που επιφυλάσσεται είναι η σειρά με την οποία δολοφονούνται τα άτυχα από τα μέλη της παρέας των νεαρών. Όλα τα υπόλοιπα, από το κλείσιμο του ματιού προς την αυτοπαρωδία σε στυλ «Κραυγή Αγωνίας» και τα τζούφια jump scares (όλο και πιο δημοφιλής μόδα όσο περνάει ο καιρός) που υπάρχουν εδώ κι εκεί για παραπλάνηση μέχρι το βιντεοκλιπίστικο μοντάζ και μια και καλά φεμινιστική προσέγγιση έχουν ξανασερβιριστεί, πολλές φορές μάλιστα επίσης σε ένα ενιαίο πακέτο και σίγουρα με καλύτερο τρόπο από ότι εδώ. Ενδεικτικό είναι ότι όσο αναλώσιμοι και να είναι γενικότερα οι χαρακτήρες των ταινιών αυτής της συνομοταξίας, εδώ με κάποιον τρόπο επιτυγχάνεται οι περισσότεροι εξ αυτών να είναι κι επιπρόσθετα εκνευριστικοί κατά τη διάρκεια της θέασης πέρα από άκρως λησμονήσιμοι.

Γίνονται καίρια λάθη που εμποδίζουν την όλη προσπάθεια να λειτουργήσει ακόμη και ως μια ένοχη μεταμεσονύχτιου τύπου απόλαυση: από την πρώτη σκηνή κιόλας το φιλμ πυροβολεί τα πόδια του, «τεμαχίζοντας» μια εισαγωγή που θα έπρεπε να βάζει τον θεατή στο κλίμα που θα ακολουθήσει με την απόφαση να χωρέσει σε αυτήν και τους τίτλους αρχής, σκοτώνοντας το όποιο σασπένς θα μπορούσε να προκύψει. Ακόμη και η σήμανση του «ακατάλληλο για ανηλίκους» δεν χρησιμοποιείται στο έπακρο. Δύο φόνοι το πολύ είναι που περιέχουν λίγο παραπάνω αίμα από το συνηθισμένο, με την κάμερα να μην εμμένει μάλιστα πολύ στην κατάληξή τους, σαν η ταινία να βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ της συγκεκριμένης καταλληλότητας και του «κατάλληλο άνω των δεκατριών» και να προσπαθούσε να σώσει τα προσχήματα. Από ένα σημείο κι έπειτα δε δεν υπάρχει ουσιαστική εξέλιξη, αλλάζουν μονάχα τα περιβάλλοντα στα οποία κινούνται όσοι έχουν επιβιώσει και από ατραξιόν σε ατραξιόν και πίστα σε πίστα (γιατί σε όλο αυτό ελλοχεύει η λογική του βιντεοπαιχνιδιού) απλά υπάρχουν διαφορετικά εμπόδια. Ακόμη και η ιδέα της τελικής εικόνας του φινάλε φαντάζει σαν ένα εύρημα της τελευταίας στιγμής προς άγρα εντυπωσιασμού, ενώ με μια διαφορετική αξιοποίηση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα εύστοχο κοινωνικό σχόλιο.

Σε επίπεδο αισθητικής, αν εξαιρεθεί η μανία στην εναλλαγή των πλάνων, με την κάμερα να εμμένει σε μια λήψη σπάνια για πάνω από δέκα δευτερόλεπτα, τα πράγματα είναι καλύτερα από ότι σε μια μέση παραγωγή που δεν προορίζεται για τη μεγάλη οθόνη, οπότε αν υπάρχει κάτι που ανυψώνει το σύνολο από αυτό το επίπεδο είναι το συγκεκριμένο στοιχείο. Ακόμη και οι ηθοποιοί, ανεξαρτήτως του τι τους ζητείται να κάνουν που είναι αυτό που καθιστά τους ήρωές τους αντιπαθείς, δεν είναι από τους χειρότερους που έχουν εμφανιστεί ποτέ σε νεανικό θρίλερ. Το πρόβλημα βρίσκεται ξεκάθαρα στην έλλειψη δημιουργικού οράματος και άποψης γύρω από το όλο εγχείρημα που αναπόφευκτα το κατατάσσει σε έναν σωρό παρόμοιων προσπαθειών καταδικασμένων να ξεχαστούν από όλους, ακόμη και από τη μεγαλύτερη μερίδα του κοινού που καταναλώνει σχεδόν μόνο από το είδος στο οποίο ανήκει το φιλμ. Σίγουρα την παρούσα περίοδο αν βρεθούν ιδέες μπορεί να ανανεωθεί μέχρι και το slasher από τον κορεσμό στον οποίο έχει ξεπέσει εδώ και πάρα πολύ καιρό, δείγματα όμως σαν το εξεταζόμενο μόνο προς αυτήν την κατεύθυνση δεν κοιτάζουν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *