Εξόριστος
- Exil
- Exile
- 2020
- Κόσοβο
- Γερμανικά, Αλβανικά
- Δραματικό Θρίλερ, Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Σινεφίλ
- 11 Νοεμβρίου 2021
Ο Τζαφέρ είναι ένας χημικός μηχανικός σε φαρμακευτική εταιρεία. Κατάγεται από το Κόσοβο και ζει στη Γερμανία με τη γερμανίδα σύζυγό του, Νόρα, και τα τρία τους παιδιά. Έχει μια καλή δουλειά και ένα ωραίο σπίτι. Μια μέρα επιστρέφοντας από το γραφείο, ανακαλύπτει ένα νεκρό ποντίκι στην πόρτα του κήπου του. Αυτή είναι η αρχή μιας σειράς από γεγονότα που θα τον οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση της θέσης του στη γερμανική κοινωνία αλλά και στην οικογένειά του.
Σκηνοθεσία:
Visar Morina
Κύριοι Ρόλοι:
Misel Maticevic … Xhafer
Sandra Huller … Nora
Rainer Bock … Urs
Thomas Mraz … Manfred
Flonja Kodheli … Hatiqe
Victoria Trauttmansdorff … η σύζυγος του Urs
Stephan Grossmann … Κος Winkler
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Visar Morina
Παραγωγή: Maren Ade, Jonas Dornbach, Janine Jackowski
Μουσική: Benedikt Schiefer
Φωτογραφία: Matteo Cocco
Μοντάζ: Laura Lauzemis, Visar Morina, Hansjorg Weissbrich
Σκηνικά: Christian M. Goldbeck
Κοστούμια: Gitti Fuchs
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Exil
- Ελληνικός Τίτλος: Εξόριστος
- Διεθνής Τίτλος: Exile
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σεράγεβο.
- Επίσημη πρόταση του Κοσόβου για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Και οι δύο ταινίες του Visar Morina, αυτή και το ντεμπούτο του, Ο Μπαμπάς μου (2015), αποτέλεσαν αμφότερες την εκάστοτε πρόταση του Κοσόβου για το ξενόγλωσσο Όσκαρ (και ενώ η βαλκανική χώρα υποβάλει προτάσεις μόλις από το 2014).
- Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διεθνές τμήμα του φεστιβάλ Sundance, ενώ προβλήθηκε και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης επίσης ως Εξόριστος.
Κριτικός: Δημήτρης Μπαμπούλης
Έκδοση Κειμένου: 10/11/2021
Ο Τζαφέρ είναι ένας χημικός μηχανικός σε μια εταιρεία, μέσα στην οποία νιώθει ότι τον διαχωρίζουν από το σύνολο και του φέρονται επίτηδες επιθετικά λόγω της καταγωγής του. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη στασιμότητα του γάμου του, τον κάνουν να βιώνει μια κρίση ταυτότητας.
Ο «Εξόριστος» είναι εμφανώς κολλημένος στα βαλκανικά πρότυπα κινηματογράφησης. Ο ρυθμός είναι πολύ αργός, ενώ παράλληλα τα ψυχρά χρώματα κυριαρχούν. Σαν σκηνοθετική δουλειά δεν είναι κάτι το αξιοθαύμαστο, αλλά όχι και κάτι το οπτικά άσχημο. Όσα πράγματα επιλέγει να κάνει, τα κάνει σωστά. Το ελάττωμα της είναι το σενάριο. Η εξιστόρηση περιέχει πολλούς παραλληλισμούς, ωστόσο η κεντρική της ροή ανοίγει πολλά μέτωπα, και μέχρι το τέλος δεν καταφέρνει να κλείσει κανένα εμφανώς. Όλα υπονοούνται από τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, χωρίς να ξεκαθαρίζεται κάτι. Εάν η σύζυγος του τον απατάει, εάν η ερωμένη του τον απειλεί, εάν δέχεται μπούλινγκ από συναδέλφους ή είναι όλα ιδέα του, κάτι που του έχει φυτρώσει απλά στο μυαλό, λόγω των ανασφαλειών του. Όμως, είναι υποχρεωτικά αρνητικό κάτι τέτοιο; Στην προκειμένη περίπτωση ναι, καθώς ο ίδιος ο τρόπος αφήγησης σε εμποδίζει να αναπτύξεις συναισθηματική σύνδεση με τα πρόσωπα της υπόθεσης, και να βιώσεις τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους. Οι αποστάσεις που παίρνει ο δημιουργός δημιουργούν συναισθηματικές αποστάσεις στον θεατή.
Γενικά, το στόρι μέχρι την τελευταία πράξη της ταινίας ανοίγει μόνο μέτωπα. Το εργασιακό μπούλινγκ που γίνεται και προσωπικό, η σύζυγός του, η μητέρα της συζύγου του, η ερωμένη του. Όλα αυτά ντυμένα με έναν αργό ρυθμό, όπου ο θεατής ψάχνει έστω τη συναισθηματική σύνδεση για να βγει από το σάστισμα, αλλά τελικά δεν την εκλαμβάνει ποτέ. O σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Βίζαρ Μορίνα επιλέγει μακρόσυρτα cuts σε σημείο που νομίζεις ότι έχει ξεχάσει την κάμερα ανοιχτή να γράφει. Κάποια εμπνευσμένα μονόπλανα και deep-focus πλάνα δεν είναι αρκετά για να κρατήσουν τον θεατή, έστω τεχνικά, ωστόσο δείχνουν έναν άπειρο σκηνοθέτη με προοπτικές.
Το πρόβλημα της ταινίας είναι κυρίως δομικό, καθώς επικρατεί μια σύγχυση μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο πρωταγωνιστής. Όση αναζήτηση κάνει εκείνος, κάνει παράλληλα κι ο θεατής για να βρει κάτι να πιαστεί μέσα στην υπόθεση. Τα θέματα τα οποία προσπαθεί να αναπτύξει ο δημιουργός είναι αρκετά σοβαρά και με ένταση για να περιγράφονται με τόση απάθεια με μια άνευρη παρατήρηση. Οι στιγμές έντασης και μικρού συμβολισμού, π.χ. η σκηνή με το καροτσάκι του μωρού ή τα νεκρά ποντίκια, αν και είναι οπτικά πετυχημένα, ξανά είναι συναισθηματικά κενές.
Συνεπώς, ο «Εξόριστος» είναι μια ταινία αρκετή τίμια οπτικά, αλλά άνευρη σε θεματολογία και αρκετά συγχυσμένη σε δομή. Ίσως αυτό πηγάζει από την απειρία που έχει ακόμη ο Βίζαρ Μορίνα, είτε απλά δεν έχει ακόμη τελειοποιήσει τη δημιουργική του ταυτότητα, πάντως οι προοπτικές του είναι εμφανείς. Η συγκεκριμένη του δημιουργική προσπάθεια έχει αρκετά ψεγάδια που σε αποσπούν από την κύρια πλοκή στο ιδανικό σενάριο ή σε αφήνουν αδιάφορο στο χειρότερο. Το στόρι, όπως προαναφέρθηκε, ανοίγει συνεχώς «πόρτες» και ο θεατής απλά υποθέτει τι συμβαίνει, καθώς η σκοπιά και η αφήγηση παίρνει αρκετές αποστάσεις και δεν καταφέρνει, σχεδόν σε κανένα χρονικό της σημείο, να βάλει τον θεατή στο «εσωτερικό» της. Η βάση της αποτυχίας αυτής της προσέγγισης είναι ότι γενικά η θεματολογία είναι αρκετά ρεαλιστική και υπαρκτή γύρω μας, είναι κάτι που μπορούμε να βιώσουμε, ωστόσο η ταύτιση με τους χαρακτήρες δεν επιτυγχάνεται ποτέ.
Βαθμολογία: