
Το Μαύρο Κουτί
- Boîte Noire
- Black Box
- 2021
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Θρίλερ, Μυστηρίου, Πολιτικό Θρίλερ
- 12 Μαΐου 2022
Ο νεαρός Ματιέ είναι ένας ταλαντούχος αναλυτής μαύρων κουτιών αεροπλάνων, και νέα του αποστολή είναι να βρει τα αίτια πίσω από τη φονική πτώση ενός ολοκαίνουργιου σκάφους. Όταν οι αρχές αποφασίζουν να κλείσουν την υπόθεση, ο Ματιέ δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι κάτι δεν του φαίνεται ορθό με τα στοιχεία που έχει στην κατοχή του. Ακούγοντας συνεχώς όσα έχουν καταγραφεί στο μαύρο κουτί, αρχίζει να ανακαλύπτει κάποιες ύποπτες λεπτομέρειες. Υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει παραποιήσει το υλικό; Ενάντια πλέον στις οδηγίες των αφεντικών του, ο Ματιέ ξεκινά την προσωπική του έρευνα, που αποδεικνύεται τόσο εμμονική όσο κι επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του.
Σκηνοθεσία:
Yann Gozlan
Κύριοι Ρόλοι:
Pierre Niney … Mathieu Vasseur
Lou de Laage … Noemie Vasseur
Andre Dussollier … Philippe Renier
Sebastien Pouderoux … Xavier Renaud
Aurelien Recoing … Claude Varins
Olivier Rabourdin … Victor Pollock
Andre Marcon … Dorval
Gregori Derangere … Alain Roussin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nicolas Bouvet, Yann Gozlan, Jeremie Guez, Simon Moutairou
Παραγωγή: Wassim Beji, Thibault Gast, Matthias Weber
Μουσική: Philippe Rombi
Φωτογραφία: Pierre Cottereau
Μοντάζ: Valentin Feron
Σκηνικά: Michel Barthelemy
Κοστούμια: Olivier Ligen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Boite Noire
- Ελληνικός Τίτλος: Το Μαύρο Κουτί
- Διεθνής Τίτλος: Black Box
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Pierre Niney), σενάριο, μουσική, μοντάζ και ήχο στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Έκανε πρεμιέρα σε αυστραλέζικο φεστιβάλ τον Μάρτη του 2021, αλλά για την έξοδο του στις αίθουσες χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν μισό χρόνο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 25/4/2022
«Αμερικανίζει» επικίνδυνα το νέο φιλμ του Yann Gozlan, αλλά ευτυχώς, μιμείται με επιτυχία και τα καλά στοιχεία των συνωμοσιολογικών θρίλερ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού εκτός από τα κλισέ και παράλληλα δεν προδίδει ποτέ την έντονη γαλλικότητά του. Μάλιστα, αν έπρεπε να εντοπιστεί μια κύρια επιρροή στο σύνολο σχετικά με το ύφος, αυτή δεν θα ήταν τόσο ένας Pakula για παράδειγμα, αλλά μάλλον ένας Polanski, έστω με μετριασμένη την ειρωνεία συγκριτικά. Πάντως, από την αρχή μέχρι το τέλος, ο Gozlan καθιστά ξεκάθαρο, παρά το σκοτάδι κάποιων παραμέτρων που σχετίζονται κυρίως με την εμμονική φύση της αναζήτησης του πρωταγωνιστή του (προσμετράται στα θετικά το ότι δεν απεικονίζεται με ένα εντελώς θετικό πρόσημο), πως κάνει σινεμά για το ευρύ κοινό. Κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση σίγουρα δεν είναι κακό, μιας και οι χειρισμοί που γίνονται σε επίπεδο ρυθμών, σασπένς και δομής καθιστούν το τελικό αποτέλεσμα ψυχαγωγικό χωρίς να κάνει δραματικές εκπτώσεις σε κινηματογραφικές αρετές.
Πίσω από τον ιστό της πλοκής της τριάδας που έχει επιμεληθεί το σενάριο υπάρχουν και διάφοροι προβληματισμοί, άλλοι πιο επίκαιροι λόγω συγκυριών (οι επιπτώσεις του αυτοματισμού και της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης εν γένει στο εργατικό δυναμικό) και άλλοι περισσότερο διαχρονικού χαρακτήρα (ο αβάσταχτος κυνισμός των μεγάλων εταιρειών στο κυνήγι για το κέρδος). Από την άλλη, εξυφαίνεται και το πορτρέτο ενός χαρακτήρα που έχει κάτι από την απόγνωση του Harry Caul στη «Συνομιλία» του Coppola, έστω και αν συνοδεύεται και από κάποια χολιγουντιανής κοπής στερεότυπα γύρω από το τυπικό μοντέλο του εσωστρεφούς αντιήρωα. Και όσο περιπλέκεται το μυστήριο που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, παρά τις αναληθοφάνειες και τις ευκολίες που εντοπίζονται σε κάποια επιμέρους σημεία, τόσο πιο πολύ γίνεται ευδιάκριτη μια γραφή που ξέρει πόσα στοιχεία να δώσει και σε ποια στιγμή για να αυξήσει σταδιακά το ενδιαφέρον και που μπορεί να συνδυάσει την καλώς εννοούμενη διασκέδαση με τη σκέψη. Είναι ένα φιλμ που ακόμη και αν χάσει μέρος του κοινού του στην πορεία, ξέρει τι χρειάζεται για να το ξανακερδίσει.
Σε τεχνικό επίπεδο, το «Μαύρο Κουτί» σχεδόν αριστεύει, με τον Gozlan να σκηνοθετεί με αυτοπεποίθηση κι επαγγελματισμό, φροντίζοντας να εξισορροπήσει τα στοιχεία του θρίλερ με τις ψυχολογικές πινελιές και προσέχοντας πάρα πολύ το ηχητικό design, το οποίο είναι όσο λεπτομερές πρέπει με δεδομένη τη θεματολογία του σεναρίου. Η κινηματογράφηση «βυθίζει» τον θεατή στη συναισθηματική κατάσταση του πρωταγωνιστή, μεταδίδοντάς του στο έπακρο την οριακή θέση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος, δεν τον βλέπει αποστασιοποιημένα να ψάχνει για την αλήθεια πίσω από τα στοιχεία. Και για όσους μπορεί να έχουν δικαιολογημένα τις ενστάσεις τους με τα αρκετά δάνεια που εντοπίζονται από άλλες ταινίες που μιλούν προειδοποιητικά για το πώς συγκεκριμένοι παράγοντες μπορεί να εκμεταλλευτούν με άσχημο τρόπο το άλμα της κοινωνίας προς την ψηφιοποίηση, υπάρχουν ευτυχώς και κάποιες εκπλήξεις που διαφοροποιούν τον «μαθητή» από τους «δασκάλους».
Η συνταγή «δένει» και λόγω του Pierre Niney, που εδώ ειδικά δικαιώνει όσους είχαν εντοπίσει από την αρχή κάτι το ξεχωριστό στην ερμηνευτική του ιδιοσυγκρασία. Στο χαρτί αναλαμβάνει να σκιαγραφήσει έναν ήρωα που φλερτάρει επικίνδυνα με τις γνωστές κινηματογραφικές κοινοτοπίες περί εμμονοληπτικών χαρακτήρων. Όμως η μεταχείριση που του επιφυλάσσει πραγματικά δίνει πολυδιάστατη υπόσταση στο εν λόγω πρόσωπο, υιοθετώντας λεπτούς μανιερισμούς, ανεβάζοντας τους τόνους εκεί που πρέπει, πάντοτε όμως φροντίζοντας να αποδώσει με ρεαλισμό τις διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που αναμετράται άνισα με ένα σύστημα που τον υπερβαίνει. Παρότι του παρέχεται καλή ενίσχυση από κάποιους περιφερειακούς ρόλους, ουσιαστικά είναι το δικό του πορτρέτο που στηρίζει κυρίως το φιλμ στον τομέα των ερμηνειών.
Υπάρχουν αστοχίες; Ναι, αλλά σε γενικές γραμμές, το «Μαύρο Κουτί» και διαθέτει την απαιτούμενη φινέτσα που πρέπει να συνοδεύει ένα θρίλερ συνωμοσίας για να μη φανεί απλά ως ένα δημιουργικό παραλήρημα του εμπνευστή του, και παράγει την απαιτούμενη αγωνία που καθιστά τη θέασή του μια εμπειρία αρκούντως χορταστική. Και, για να λέγονται όλα, ίσως να βάλει και σε σκέψεις κάποια μυαλά στις ΗΠΑ για το ενδεχόμενο ενός ριμέικ…
Βαθμολογία: