Ο Γιάνους δεν είναι από αυτούς που σοκάρονται εύκολα. Ως ιατροδικαστής, συνηθίζει να διεξάγει τη δουλειά του στην κάθε της λεπτομέρεια. Παρά τις ακραίες συνθήκες, εργάζεται σκληρά, ίσως πιο σκληρά από ό,τι θα έπρεπε. Όταν συναντά την ανορεξική κόρη του, Όλγα, η οποία ακόμα θρηνεί τον χαμό της μητέρας της, νιώθει αδύναμος. Φοβούμενος ότι μπορεί να αυτοκτονήσει, την τοποθετεί σε κλινική, όπου η ψυχολόγος Άννα ίσως τη βοηθήσει. Πριν από χρόνια, η Άννα έχασε το μωρό της, και στο αμπαρωμένο της διαμέρισμα επικοινωνεί με τον άλλο κόσμο.

Σκηνοθεσία:

Malgorzata Szumowska

Κύριοι Ρόλοι:

Janusz Gajos … Janusz Koprowicz

Maja Ostaszewska … Anna

Justyna Suwala … Olga

Wladyslaw Kowalski … Wladyslaw

Ewa Dalkowska … η φίλη του Janusz

Adam Woronowicz … Δρ Zielinski

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Michal Englert, Malgorzata Szumowska

Παραγωγή: Jacek Drosio, Michal Englert, Mateusz Kosciukiewicz, Malgorzata Szumowska

Φωτογραφία: Michal Englert

Μοντάζ: Jacek Drosio

Σκηνικά: Elwira Pluta

Κοστούμια: Julia Jarza-Brataniec, Katarzyna Lewinska

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Φεστιβάλ.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Body/Cialo

Ελληνικός Τίτλος: Σώμα

Διεθνής Τίτλος: Body

Εναλλακτικός Τίτλος: Cialo

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο σκηνοθεσίας.
  • Βραβείο μοντάζ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για σκηνοθεσία.
  • Καλύτερη ταινία και ακόμα 3 βραβεία στα εθνικά βραβεία της Πολωνίας. Υποψήφιο για ακόμα 5 κατηγορίες.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 23/11/2015

Η αδυναμία καταχώρησης του κινηματογραφικού στυλ της Μαλγκορζάτα Σκουμόφσκα υπό την ταμπέλα ενός συγκεκριμένου είδους ήταν προ πολλού εγνωσμένη χάριν στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα « Elles» και «Εις το όνομα του Αδάμ». Με τη νέα της δουλειά, η Πολωνή σκηνοθέτης, μόλις στα 42 της, παραμένει ιδιαίτερη, με διευρυμένους τους κωμικούς της ορίζοντες και ελάχιστα πιο ανάλαφρη, ενώ κατάφερε και να αποσπάσει το βραβείο σκηνοθεσίας στην τελευταία Berlinale.

Στο προκείμενο, η Σκουμόφσκα μας συστήνει τρεις χαρακτήρες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται πολύ διαφορετικά την τραγωδία της απώλειας. Ένας κυνικός ορθολογιστής Εισαγγελέας που χήρευσε πρόσφατα, η κόρη του που έχει διοχετεύσει όλη της την οργή για την αδικία της ζωής προς τον πατέρα της και πάσχει από νευρική ανορεξία και η ευαίσθητη, φέρουσα της δικές της πληγές, ψυχοθεραπεύτριά της. Όλοι υπό τη βαριά σκιά της απώλειας μάχονται με το υπερβατικό, σ` έναν αγώνα a priori άγονο, προσπαθώντας να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι στο θρήνο. Ο Εισαγγελέας καταντάει αλκοολικός, όχι γιατί τον σοκάρει η ιδέα του θανάτου, με την οποία άλλωστε είναι εξοικειωμένος λόγω επαγγέλματος, αλλά γιατί αδυνατεί με άλλον τρόπο να επιβιώσει μετά από τη βίαια ανατροπή της ζωής του. Η κόρη του, που ένιωσε την εφηβεία της να βιάζεται από την απώλεια της μητέρας, μισεί τον πατέρα της θεωρώντας τον υπεύθυνο για το δράμα της, ενώ κατ` ουσίαν καταφέρνει τη μία πληγή μετά την άλλη στο ίδιο της το σώμα, αδυνατώντας να αποκοιμίσει τις αδικαιολόγητες με ορθολογικά κριτήρια μύχιες τύψεις της. Τέλος, η ψυχοθεραπεύτριά της, που έχει βιώσει την απώλεια του τέκνου της σε βρεφική ηλικία, προτάσσει ντετερμινιστικά τη δύναμη της ψυχής έναντι του σώματος, διαχωρίζοντας τα δύο, και αφήνεται έρμαιο παραλογισμών και μεταφυσικών πρακτικών, ως ελάχιστα αντίδοτα οικειότητας στην έρημη καθημερινότητα.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η Σκουμόφσκα παρουσιάζει την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων με μια ματιά που κινείται ανάμεσα στην καλοπροαίρετη ειρωνεία και την κατανόηση, ενώ το σκηνοθετικό της ύφος είναι πότε κωμικό, σε σημεία σουρεαλιστικό, και πότε γνώριμα και προσεγμένα σινεφιλικό. Τα τρία πρόσωπα συμπλέουν σε μια άβυσσο, με κοινό προορισμό αλλά διαφορετικό χάρτη και η σκηνοθέτης, μέσα από τις αμβλυμμένες συγκρούσεις τους, φανερώνει τη δική της τρυφερή οπτική πάνω στην απώλεια. Οι άνθρωποι θα πάψουν να αλληλοκατηγορούνται όταν σταματήσουν να αναζητούν το συναισθηματικό τους άλλοθι στα λάθη, είτε τα δικά τους είτε των άλλων, και αντιληφθούν ότι η ζωή τελικά δεν καθορίζεται καθ` ολοκληρία από τους ίδιους, παρά αυτοί υποχρεούνται μέσα σε δεδομένες συνθήκες να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο, ο οποίος μπορεί πάλι να ανατραπεί. Η ματαιότητα στα μάτια της Σκουμόφσκα μπορεί να αποτελέσει δηλητήριο της δράσης αλλά και λόγο ύπαρξης του ανθρώπου, ο οποίος, απελευθερωμένος από το πλαίσιο της θνητότητάς του, δύναται για πρώτη φορά να αδράξει της ζωή του.

Η ταινία είναι πιθανόν να ξενίσει κάποιους θεατές, λόγω του επιτηδευμένα αμήχανου σκηνοθετικού στυλ και των παράξενων λεπτομερειών που παρέχονται ενδελεχώς. Παρόλα αυτά, μαγνητίζει από την αρχή τα βλέμματα, ενώ το μαύρο χιούμορ σε τόνους Γιώργου Λάνθιμου και Roy Andersson, που συνδυάζεται με την καλά κρυμμένη τρυφερότητα, πάντα διευκολύνει τη θέαση. Σημείο κλειδί είναι το happy end, το οποίο κλείνει το μάτι σε κάθε ψευδοκαθαρτικό φινάλε του κινηματογραφικού σύμπαντος. Σίγουρα προτείνεται σε μάτια εξοικειωμένα με το φεστιβαλικό σινεμά, αλλά όχι αποκλειστικά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *