YouTube… για Αναγνώστες #16: οι πρεμιέρες της εβδομάδας
Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος
Παρουσίαση και σχολιασμός των καυτών νέων ταινιών στους κινηματογράφους από τον Ορέστη Μαλτέζο, όπως ακριβώς ακούγεται μέσα από το εβδομαδιαίο βίντεο του στο youtube, για όσους φυσικά προτιμούν την ανάγνωση.
Από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκαν τα πρώτα στοιχεία γύρω από την ταινία, ο ντόρος που δημιουργήθηκε ήταν πρωτοφανής και τα εύσημα για αυτό οφείλονται κατά κύριο στην Γκρέτα Γκέργουιγκ και τον Νόα Μπόμπακ, δύο από τους πιο σοβαρούς κινηματογραφιστές που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην Αμερική. Και ενώ γενικά φαντάζει περίεργη η συμμετοχή τέτοιων ονομάτων σε τέτοιες ταινίες, εδώ αντίθετα δεν φάνηκε ύποπτο αλλά γαργαλιστικό. Και το αποτέλεσμα όπως απέδειξαν τελικά είναι ότι περισσότερο από την ιστορία που αφηγείται κανείς, σημασία έχει ο σκοπός που το κάνει και αν αυτός που το κάνει είναι και ικανός, παίζει ρόλο και ο τρόπος που μεταφέρει τις ιδέες πίσω από την ιστορία στη μεγάλη οθόνη. Η ιστορία από μόνη της και τα στοιχεία που περιέχει δεν διαφέρουν μια τυπική οικογενειακή ταινία χωρίς πολλές απαιτήσεις όπου ο σκηνοθέτης δεν χρειάζεται να βάλει μπροστά κάποια μεγάλη γνώση γύρω από την τέχνη του. Εδώ από την άλλη, έχουμε μια εισαγωγή που πατά κατευθείαν πάνω στην αντίστοιχη εισαγωγή του “2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος” και σε επίπεδο σημασίας δεν υπολείπεται καθόλου γιατί στο πλαίσιο που δημιουργεί εδώ η Γκέργουιγκ, η Μπάρμπι διαθέτει ανάλογο βάρος με τον μονόλιθο και αυτή την αίσθηση έχει το ταλέντο να τη μεταφέρει στον θεατή χωρίς να αντιμετωπίζει αυτή τη σκηνή σαν απλά μια χαριτωμένη αφέλεια. Ειδικά επειδή το βάρος αυτό στην πορεία το ξεγυμνώνει ως ψευδές.
Έτσι όπως έχω πιάσει τη Μπάρμπι μέχρι στιγμής, ελπίζω να είναι σαφές ότι η ταινία είναι μια μεγάλη επιτυχία και σίγουρα αμέσως δημιουργείται το ερώτημα πώς μπορεί να είναι επιτυχία μια ταινία για μια Μπάρμπι σε υπαρξιακή κρίση, και θα το ξαναπώ, είναι χάρη στους δημιουργούς της. Η ιστορία που σκαρφίζονται εδώ χρησιμοποιεί σαν κεντρικό στοιχείο την πορεία της κούκλας μέσα στις δεκαετίες και τη σημασία που είχε για τα παιδιά ή δεν είχε ανάλογα με το ποια γενιά ρωτάς, και καλύπτει μια σειρά από ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές προεκτάσεις γύρω από την ύπαρξη και την ψευδαίσθηση της τελειότητας, μεταξύ άλλων. Ο τρόπος που τις διατυπώνει είναι απόλυτα ταιριαστός για μια σύγχρονη εμπορική ταινία που θέλει να προσελκύσει το κοινό της μέσω της ευθύτητάς της και όχι να το αποξενώσει μέσω της τεχνοτροπίας της. Είναι μια ταινία που λαμβάνει σοβαρά υπόψη την Gen-Z όπως οφείλει να κάνει, βρισκόμαστε στο 2023 και οι μιλένιαλς όσον αφορά το σινεμά έχουμε πέσει στη λούπα της παρελθοντολαγνείας επιζητώντας το nostalgia στοιχείο. Κοινώς, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε πλέον ότι στην προσπάθεια μιας προσωπικής ανάπτυξης, η πρόσβαση για ένα ξεκίνημα φιλοσοφικής αναζήτησης είναι πολύ πιο πιθανό να ξεκινήσει από το reddit και όχι από τον Κούντερα, στην προσπάθεια μια ανάγκη για φιλοσοφία με άμεση πρακτική λειτουργία. Και το ζήτημα δεν είναι η αυθεντία των απαντήσεων που μπορεί να βρεις αλλά η διατύπωση μιας σειράς εσωτερικών προβληματισμών που ακόμα και αν οι λέξεις μας διαφεύγουν, από τη στιγμή που εμφανιστούν στη συνείδηση, δεν φεύγουν χωρίς ενδοσκόπηση και τεράστιο προσωπικό κόπο. Όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ στον χαρακτήρα της Μπάρμπι.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην ιστορία παίζει και ο Κεν, ένας κούκλος χωρίς προσωπικότητα που έχει κατασκευαστεί ώστε να αποκτά σημασία μόνο στο πλάι της Μπάρμπι, και με αυτόν σαν αφορμή ξεκινά μια υποπλοκή γύρω από την αρρενωπότητα και την πατριαρχία, την οποία η Γκέργουιγκ και ο Μπόμπακ αναλύουν χωρίς καμία πατροναριστική διάθεση και αυτό είναι που της δίνει ουσία και την δικαιώνει την ταινία ως τέχνη. Παράλληλα θέτει σε λειτουργία το meta στοιχείο με ποιοτικό τρόπο σε αντίθεση με όλες τις άτσαλες απόπειρες που το έχουν οδηγήσει σε κορεσμό. Και όλα αυτά παρουσιάζονται με εντυπωσιακές επιρροές από ένα ονειρικό σινεμά βγαλμένο από τις μεγάλες περιόδους του σινεμά χαρίζοντας γερές δόσεις μαγείας, και οπτικής και τεχνικής, ιδανικό αντίδοτο στον κυνικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει το σινεμά των ημερών μας. Όλα αυτά πάντα με γνώμονα την ψυχαγωγία. Η καλλιτεχνική επιμέλεια είναι άψογη. Η δημιουργία του ροζ πλαστικού κόσμου της Μπάρμπι είναι ένα θαυμαστό επίτευγμα. Και τίποτα από όλα αυτά δεν θα έβρισκε το ίδιο αντίκτυπο αν δεν βρισκόντουσαν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Μάργκο Ρόμπι και ο Ράιαν Γκόσλινγκ. Δίνουν δύο ερμηνείες κορυφαίου επιπέδου, επιτυγχάνουν να εξωτερικεύσουν άλλοτε μια ουσία προσδιδόμενη στις κούκλες και άλλοτε την απόλυτη έλλειψη αυτής, ενώ έχουν και σημαντικές κινησιολογικές απαιτήσεις τις οποίες εκτελούν με τεράστια επιτυχία.
Η Μπάρμπι είναι αδιαμφισβήτητα ένα τρομερό επίτευγμα, είναι εμπορικό σινεμά κατασκευασμένο με τον τρόπο που πάντα θα έπρεπε να είναι, υπερβαίνει τη θέση της διασκέδασης, σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοχη απόλαυση, είναι μια σημαντική απόλαυση που ελπίζω ο ντόρος να μην διαψευσθεί και να βρει τον δρόμο της σε κάθε θεατή.
Μια γυναίκα, η Στεφάν, επικοινωνεί για πρώτη φορά στη ζωή της με τον πατέρα της, έναν ζάμπλουτο επιχειρηματία, και έρχεται αντιμέτωπη με την εχθρική οικογένειά του. Αυτή η έναρξη της ιστορίας θα ανατραπεί παραπάνω από μία φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας, θα εμφανιστούν πολλά νέα στοιχεία που θα οδηγήσουν τον θεατή σε έναν διασκεδαστικό λαβύρινθο αποκαλύψεων και θα αναγκάσουν την οπτική του, τη συμπάθεια και το μίσος για τους χαρακτήρες να αλλάξουν δρόμο αρκετές φορές. Η ταινία που σκηνοθέτησε και έγραψε ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ διατηρεί ένα σταθερό ύφος καθόλη τη διάρκεια αλλά αψηφά τις συμβάσεις των ειδών, υπάρχουν στοιχεία θρίλερ αλλά και κωμωδίας τα οποία αντιμετωπίζει με μεγάλη μαεστρία και έξυπνη πλανοθεσία, δημιουργώντας ένα πολύ ενδιαφέρον και θελκτικό αποτέλεσμα. Οτιδήποτε θα μπορούσα να πω πάνω στην πλοκή μπορεί να θεωρηθεί σπόιλερ και είναι πράγματα που αξίζει ο θεατής να ανακαλύψει μόνος του. Ολα υπάρχουν σε σωστές δοσολογίες, έχουμε ένα μικρό καστ χαρακτήρων πολύ ξεχωριστών και μετρημένα περίπλοκων, με την Λορέ Καλαμί στην καλύτερη ερμηνεία που την έχω δει και είναι μια ηθοποιός που οι ταινίες της βρίσκουν συνέχεια τον δρόμο στις ελληνικές αίθουσες, αυτή είναι η τρίτη που βλέπουμε αυτή τη σεζόν. Τα στοιχεία που μας δίνει ο Μαρνιέ από την αρχή της ταινίας είναι ελάχιστα και μας επιτρέπει να τα ανακαλύψουμε εμείς όσο η ιστορία εξελίσσεται και αυτό λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά στο να εντείνει το μυστήριο που διέπει όλη την ταινία. Υπάρχει μια ανησυχία στην ατμόσφαιρα που χρησιμοποιεί υπέρ του και όλα όσα γίνονται είναι πολύ δυνατά, κυρίως επειδή δεν ξεφεύγουν ποτέ από τα όρια του πιστευτού, όλα πατάνε πάνω σε μια ρεαλιστική πραγματικότητα. Δεν το κάνει με τον άχαρο τρόπο της εξαπάτησης του θεατή και είναι ένας σημαντικός λόγος που η ταινία πετυχαίνει να είναι συνεπής και πολύ διασκεδαστική.
Η Ζαν Ντι Μπαρί είναι μια ιστορική φιγούρα, μια γαλλίδα κοκότα, που το 1768 εγκαταστάθηκε στις Βερσαλλίες ως η ερωμένη, μία από τις ερωμένες βασικά αλλά σίγουρα η αγαπημένη του, του Λουδοβίκου του 15ου. Η ιστορία της έχει μεταφερθεί πολλές στον κινηματογράφο, ακόμα και στις ταινίες που δεν είναι καθαρά πάνω της αλλά για την Μαρία Αντουανέτα εμφανίζεται σαν χαρακτήρας γιατί συνέπεσαν χρονικά. Οπότε αμέσως έχουμε μια ταινία εποχής που ακόμα και αν η ιστορία που αφηγείται είναι γνωστή σε κάποιους ή έχουν δει κάποια από τις προγενέστερες, εξίσου ενδιαφέρον έχει πώς την προσεγγίζει κάθε φορά ο εκάστοτε δημιουργός, σε τι εστιάζει και γενικά υπό το πρίσμα ποιας θεματικής παρουσιάζει τα γεγονότα αυτά.
Η Μάιγουεν, η γνωστή γαλλίδα σκηνοθέτης και ηθοποιός, βρίσκεται πίσω από την ταινία αυτή στη σκηνοθεσία αλλά και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ζαν Ντι Μπαρί. Εκ πρώτης όψης είναι μια ιδανική επιλογή, χάρη στην εξωτερική της εμφάνιση και ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά του προσώπου της που αμέσως δηλώνουν μια σαφή διαφορά με την αριστοκρατία που κατοικεί στις Βερσαλλίες. Η Ζαν Ντι Μπαρί παρουσιάζεται εδώ σαν ένα άκρατο ελεύθερο πνεύμα που δεν προτίθεται να κάνει τον παραμικρό συμβιβασμό για να γίνει αποδεκτή από την οικτρή καταπίεση της αριστοκρατικής τυπολατρείας, πόσο μάλλον να ομογενοποιηθεί με όλους αυτούς. Η Μάιγουεν πάρα πολύ συχνά αφιερώνει σκηνές για να δείξει, αφενός πόσο γελοία φαντάζει στα μάτια της Ντι Μπαρί η καθημερινότητα αυτών των ευγενών και αφετέρου πόσο μισογυνιστική ήταν η εποχή αυτή με έναν ταξικό τρόπο. Οι κόρες του βασιλιά πρωτίστως είναι οι μεγαλύτερες πολέμιες της Ντι Μπαρί, αρνούνται ακόμα και να την αναγνωρίσουν ως άνθρωπο, αναφέρονται σε αυτήν ως το πλάσμα, και μάλιστα όταν εμφανίζεται η Μαρία Αντουανέτα στο παλάτι ως η σύζυγος του διαδόχου, ξεκινούν οι παρασκηνιακές πολιτικές επειδή αυτή έχει την δύναμη λόγω της θέσης της να επηρεάσει και να πετάξουν έξω την Ντι Μπαρί.
Η Μάιγουεν προσεγγίζει την Ζαν Ντι Μπαρί ως μια γυναίκα που αρνείται να ακολουθήσει οποιονδήποτε κανόνα που έρχεται σε αντίθεση με την προσωπικότητά της. Επειδή η ταινία ξεκινάει από την γέννησή της και υπάρχει μια μακροσκελής πρώτη πράξη όπου μας δείχνει όλη την πορεία της μέχρι να γνωρίσει τον Λουδοβίκο, η Μάιγουεν οριστικοποιεί στο σενάριο όλες τις παραμέτρους σε σχέση με τη βιογραφία της, παρότι για πολλά πράγματα από ό,τι διάβασα υπάρχουν μόνο εικασίες. Αυτό βοηθάει μυθοπλαστικά την ταινία με το να δημιουργήσει μια Ντι Μπαρί ολοκληρωμένη, μια προσωπικότητα που υποβοηθάει το νόημα της αυτοδιάθεσης, βλέπουμε πώς οτιδήποτε συμβαίνει στην ηρωίδα είναι αποτέλεσμα δικής της επιλογής. Είναι μια οπτική ταιριαστά επίκαιρη, η Μάιγουεν δεν διστάζει να ντύσει την ταινία της με ένα voice-over όπου κάποιες ατάκες μπορεί και να μην ταιριάζουν με την εποχή, αλλά αφορμή για τη δημιουργία ταινιών που εκτυλίσσονται στο παρελθόν αποτελεί ως ένα βαθμό και ο τρόπος που σχετίζονται με ανησυχίες σύγχρονες και η Μάιγουεν κρατάει μια ισορροπία. Δεν είναι ιδιαίτερα πετυχημένος ο τρόπος που την παρουσιάζει στη μεγάλη οθόνη και από τις δύο θέσεις που κρατάει η ίδια. Αν το σενάριο δεν ήταν τόσο σαφές και εύκολο να το παρακολουθήσεις και αν δεν έχτισε στοχευμένα την κάθε σκηνή, ενδεχομένως να μιλούσαμε για αποτυχία. Η ταινία καθόλη τη διάρκειά της διατηρεί μια ψύχραιμη και επίπεδη στάση χωρίς εκπλήξεις, παρότι το βροντερό soundtrack προσπαθεί να εκμαιεύσει κάποιο εντονότερο ενδιαφέρον. Η Μάιγουεν σπάνια κατορθώνει να καταγράψει κάποια αλήθεια που να προκύπτει από την ηρωίδα της, το βάρος της φαίνεται να πέφτει στο αντιδραστικό του χαρακτήρα της όπως αυτό μεταφράζεται εξωτερικά σε γκριμάτσες και αλλοπρόσαλλη κινησιολογία. Η καρδιά της ταινίας είναι η ερωτική της σχέση με τον Λουδοβίκο και εκεί επίσης έχει ενδιαφέρον πώς προσεγγίζει εκείνον σαν χαρακτήρα. Τον υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ, στην πραγματικότητα δεν κατέχει ιδιαίτερα μεγάλη θέση στις σκηνές της ταινίας, εμφανίζεται όχι λίγο αλλά σίγουρα πιο στοχευμένα. Σεναριακά τον παρουσιάζει σαν έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει τη θέση του και τα τελετουργικά γύρω από την καθημερινότητά του με μια παθητική αδιαφορία χωρίς να εκφράζει ποτέ κάποιο συναίσθημα. Ο Τζόνι Ντεπ καλείται συχνά να ερμηνεύσει χωρίς ατάκες με όλη τη δουλειά του να γράφεται πάνω στο πρόσωπό του και αυτό μόνο θα ήταν αρκετό να μιλήσουμε για μια ιδανική επιλογή, το πρόσωπο του Ντεπ είναι πολύ ξεχωριστό εργαλείο και κατορθώνει να δείξει τα στοιχεία που απαρτίζουν τον χαρακτήρα του με ελάχιστο υλικό στη διάθεσή του, όπως άλλωστε ήταν εμφανώς η πρόθεση της ταινίας.
Η προσέγγιση της ταινίας ως προς τα στοιχεία της προσωπικότητας της Ντι Μπαρί είναι αυτό που ουσιαστικά έχει να προτείνει. Σκηνοθετικά δεν υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει ή να μπορεί να σταθεί δίπλα σε άλλες ταινίες εποχής που επανασυστήνουν γυναικείες ιστορικές φιγούρες της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, όπως ο “Κορσές” της Μαρί Κρέουτζερ για την πριγκίπισσα Σίσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην εικαστική της προσέγγιση έχει κάποιο πρόβλημα, τα σκηνικά και τα κοστούμια της είναι εντυπωσιακά και πολύ προσεγμένα και γενικά υπάρχει η αίσθηση ότι ο σχεδιασμός έγινε με την προοπτική να υπάρξει ένα σοβαρό αποτέλεσμα.
Αξίζει να αναφέρω ότι η ταινία άνοιξε το φετινό φεστιβάλ Καννών και νομίζω ήταν λίγο-πολύ ό,τι θα περίμενε κανείς. Συχνά οι Κάννες κρατάνε για αυτό το slot στο πρόγραμμά τους μια ταινία που δεν θα θεωρούσε κανείς άξια να προβάλλεται εκεί. Οι Κάννες έχουν τα λεγόμενα ‘αγαπημένα παιδιά’ και η Μάιγουεν είναι από αυτά λόγω του “Polisse” του 2011 όπου πήρε το Βραβείο Επιτροπής.
Όλα αυτά φυσικά δεν σημαίνουν ότι η “Ζαν Ντι Μπαρί” δεν έχει την ψυχαγωγική της αξία, δεν έχει πάει καθόλου καλά στα ταμεία της Γαλλίας, προσωπικά δεν το βρίσκω και τόσο δίκαιο αυτό, ειδικά αν έχει παίξει κάποιο ρόλο η συμμετοχή του Τζόνι Ντεπ. Αν την έβλεπα σε ένα όμορφο θερινό μια από αυτές τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες δεν θα έφευγα καθόλου απογοητευμένος.
Καταρχάς θέλω να αναφερθώ στο ελληνικό promotion της ταινίας. Ο πρωτότυπος τίτλος της είναι “Cobweb”, στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως “Ακου Τη Μαμά” ενώ ένα από τα taglines που της βάζουν είναι “Καλό θα ήταν να ακούς αυτά που σου λέει”. Όχι, στην κυριολεξία είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις. Αν το παιδάκι άκουγε τη μαμά, δεν θα είχαμε ταινία γιατί θα τελείωνε στο πρώτο τέταρτο.
Τώρα, στα πρακτικά, η ταινία είναι προφανώς horror, πρωταγωνιστής είναι ο οκτάχρονος Πίτερ που τον υποδύεται ο Γούντι Νόρμαν, που είδαμε πρόπερσι στο πλευρό του Χοακίν Φίνιξ στην ταινία “C’mon C’mon”. Είναι γρήγορα σαφές ότι μπορεί να παίξει και η ερμηνεία του είναι η καλύτερη της ταινίας για έναν πολύ απλό λόγο. Ο χαρακτήρας του Πίτερ είναι αυτός ο οποίος πατάει βαθιά στην πραγματικότητα, είναι ο πρωταγωνιστής που προέρχεται από τον υπαρκτό κόσμο, που αγνοεί την ύπαρξη του μεταφυσικού στοιχείου, και είναι επίσης και το θύμα στην ιστορία, τη στιγμή που οι υπόλοιποι χαρακτήρες λειτουργούν υπό τους στερεοτυπικούς κανόνες των ταινιών τρόμου που θέλοντας να εντείνουν την ατμόσφαιρα αυτή παραμορφώνουν τα πάντα με έναν υπερβολικό γκροτέσκο τρόπο. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει απαραίτητα κάτι μεταφυσικό, αυτό παρεισφρύει γιατί το αποτέλεσμα απλώς δεν βγάζει νόημα χωρίς αυτό. Στους ρόλους των γονιών βρίσκουμε τη Lizzy Caplan του “Masters of Sex” και τον Antony Starr του “The Boys”, δύο ηθοποιούς με αδιαμφισβήτητη ικανότητα να σταθούν μπροστά στην κάμερα, που όμως η φύση της ταινίας τούς επιτάσσει να δώσουν μια μεγάλη υπερβολή στις ερμηνείες τους, η Caplan πολύ περισσότερο δυστυχώς. Στο καστ υπάρχει και η Cleopatra Coleman του “The Last Man on Earth” σε έναν άχαρο ρόλο που βρίσκεται μόνο για να προχωράει την πλοκή παρακάτω βάζοντας την να κάνει πράγματα αψυχολόγητα, είναι ένας χαρακτήρας μπαλαντέρ που εξυπηρετεί απλώς το σενάριο. Η ιδέα βέβαια που κρύβεται από πίσω δεν είναι καθόλου κακή, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για μια ταινία, δεν θέλω να πω σοβαρή, αλλά που θα μπορούσε να δώσει το κάτι παραπάνω. Το σενάριο είναι του Chris Thomas Devlin, που είχε γράψει το περσινό Texas Chainsaw Massacre, που επίσης είχε μια έξυπνη πρόταση να δώσει. Τώρα, τα λέω όλα αυτά γιατί το “Ακου τη Μαμά” ήταν μια ταινία που με έκανε να υποφέρω; Σίγουρα όχι, και μάλιστα τη βρήκα πιο διασκεδαστική από πολλά horror του σωρού. Έχει σίγουρα αν μη τι άλλο κάποιες ιδέες που λειτουργούν υπέρ της. Απλώς ο Samuel Bodin, ο σκηνοθέτης του “Marianne” που εδώ κάνει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, ενώ διαθέτει μια ικανότητα στην πλανοθεσία και στη δημιουργία κάποιου σασπένς, αναλώνεται σε όλα τα κλισέ που διαθέτει μια ταινία που θέλει να σου φωνάξει ότι είναι τρομακτική σαν αυτό να δικαιολογεί τις επιλογές που γίνονται σε κάθε καλλιτεχνικό της κομμάτι και σαν να αρκεί για να πετύχει. Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για μια υποκατηγορία του είδους που όσο και αν απογοητεύει τον θεατή αυτός δεν την εγκαταλείπει ποτέ, και μπροστά σε άλλες ταινίες που έχουν εμφανιστεί αυτή θεωρείται ίσως και επιτυχία.
Και για τους λάτρεις των βίντεο…
# κάντε εγγραφή στο you-tube channel του Ορέστη Μαλτέζου και δείτε όλα τα βίντεο
Καλές κινηματογραφικές βραδιές!