
Η Ζαν Βοβερνιέ, μια γυναίκα της εργατικής τάξης, αποφασισμένη να ανέβει κοινωνικά χρησιμοποιεί τη γοητεία της για να ξεφύγει από τη φτωχή της κατάσταση. Ο αγαπημένος της, ο κόμης Ντι Μπαρί, που έγινε πλούσιος χάρη στις ερωτικές ίντριγκες της Ζαν, επιθυμεί να την παρουσιάσει στον βασιλιά και ενορχηστρώνει μια συνάντηση μέσω του σημαίνοντος δούκα του Ρισελιέ. Η συνάντηση ξεπερνά κατά πολύ τις προσδοκίες του: για τον Λουδοβίκο XV και τη Ζαν, είναι έρωτας με την πρώτη ματιά. Ακολουθεί σκάνδαλο…
Σκηνοθεσία:
Maiwenn
Κύριοι Ρόλοι:
Maiwenn … Jeanne Gomard de Vaubernier/Jeanne du Barry
Johnny Depp … βασιλιάς Louis XV
Benjamin Lavernhe … βαρόνος Jean-Benjamin de La Borde
Melvil Poupaud … κόμης Jean-Baptiste Dubarry
Pierre Richard … δούκας de Richelieu
Pascal Greggory … δούκας Emmanuel-Armand de Vignerot du Plessis
India Hair … πριγκίπισσα Adelaide
Suzanne De Baecque … μαντάμ Victoire
Capucine Valmary … μαντάμ Louise
Pauline Pollmann … Marie-Antoinette
Micha Lescot … κόμης Florimond de Mercy-Argenteau
Noemie Lvovsky … κοντέσα Anne Claude Louise d’Arpajon
Marianne Basler … Anne
Robin Renucci … Κος Dumousseaux
Patrick d’Assumcao … δούκας Etienne-Francois de Choiseul
Erika Sainte … Anne (νεαρή)
Gregoire Oestermann … αβάς Maudou
Nathalie Richard … μαντάμ de la Roche Fontenille
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Maiwenn, Teddy Lussi-Modeste, Nicolas Livecchi
Παραγωγή: Pascal Caucheteux, Johnny Depp, Konstantin Elkin, Thomas Langmann, Maiwenn, Gregoire Sorlat, Jacques Veyrat
Μουσική: Stephen Warbeck
Φωτογραφία: Laurent Dailland
Μοντάζ: Laure Gardette
Σκηνικά: Angelo Zamparutti
Κοστούμια: Jurgen Doering
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Jeanne du Barry
- Ελληνικός Τίτλος: Ζαν Ντι Μπαρί: Η Ερωμένη του Βασιλιά
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Madame Du Barry (1917)
- Μαντάμ Ντυμπαρύ (1919)
- Μαντάμ Ντυμπαρύ (1930)
- Βασίλισσα Χωρίς Στέμμα (1934)
- Μαρία Αντουανέτα, η Τραγική Βασίλισσα (1938)
- Μαντάμ Ντι Μπαρί (1954)
- Μαρία Αντουανέτα (2006)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για σκηνικά και κοστούμια στα Cesar.
Παραλειπόμενα
- Μία από τις μόλις 3 γαλλικές ταινίες που γυρίστηκαν μέσα στο 2022 και είχαν μπάτζετ άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ. Το συνολικό κόστος σε δολάρια υπολογίστηκε στα 22,4 εκατομμύρια. Οι άμεσες όμως εισπράξεις στη Γαλλία ήταν απογοητευτικές, με μόλις 656 χιλιάδες εισιτήρια.
- Η Maiwenn είχε δηλώσει πως ήθελε να κάνει αυτή την ταινία από το 2006, όταν και παρακολούθησε το Μαρία Αντουανέτα της Sofia Coppola. Είχε όμως ενδοιασμούς περί του αν ήταν ικανή για μια τέτοια ταινία, και εντέλει το αποφάσισε μόνο μετά το διάβασμα πολλών βιογραφιών της ντι Μπαρί και παρακολουθώντας κλασικές ταινίες εποχής, όπως το Μπάρι Λίντον (από εδώ εμπνεύστηκε και τη χρήση φιλμ 35 mm) και το Ο Θάνατος του Λουδοβίκου ΙΔ’ (του Albert Serra).
- Για τον ρόλο του Λουδοβίκου, η δημιουργός έγραφε το σενάριο (επί τρία έτη) έχοντας κάποιον συγκεκριμένο γάλλο ερμηνευτή κατά νου. Όταν όμως του το πρότεινε, εκείνος απέρριψε αμέσως την πρόταση, λέγοντας ότι το “σινεμά είναι νεκρό” και ότι “μόνο το Netflix απέμεινε”. Το όνομα του δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Αλλά και στον επόμενο γάλλο ηθοποιό που έκανε κρούση, έμαθε ότι είχε προβλήματα υγείας. Απογοητευμένη, άρχισε να αναζητά κάποιον ανεξαρτήτου εθνικότητας, με τον πρώτο, έναν -επίσης άγνωστο- Αμερικανό, να αρνείται, και τον δεύτερο να είναι ο Johnny Depp. Κι ενώ η Maiwenn άρχισε να χάνει την πίστη της για το όλο σχέδιο, ο Depp είπε το ναι στην πρώτη τους συνάντηση, δίχως να έχει διαβάσει καν το σενάριο. Αλλά και μετά τη χαμένη δίκη του ηθοποιού με την εφημερίδα The Sun, η δημιουργός επικοινώνησε ξανά μαζί του φοβούμενος μήπως αποχωρήσει, αλλά τελικά ήταν ο Depp που φοβόταν μήπως απολύονταν…
- Ο Louis Garrel είχε ανακοινωθεί στο αρχικό καστ, για άγνωστο ρόλο.
- Ο Johnny Depp ερμηνεύει μιλώντας εξολοκλήρου γαλλικά για πρώτη φορά στην καριέρα του. Αυτή ήταν και η επιστροφή του στα κινηματογραφικά πλατό μετά από 3 έτη.
- Η Maiwenn δήλωσε ότι ήταν τόσο δύσκολο να διευθύνει τον εαυτό της ως Ντι Μπαρί, που ποτέ ξανά δεν θα στεφθεί πρωταγωνίστρια σε δικιά της ταινία.
- Το φιλμ άνοιξε το 76ο φεστιβάλ των Κανών, προβαλλόμενο εκτός συναγωνισμού. Την πρεμιέρα ακολούθησε 7λεπτο όρθιο χειροκρότημα, αν και ο ενθουσιασμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε στις κριτικές.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 11/7/2023
Η Ζαν Ντι Μπαρί είναι μια ιστορική φιγούρα, μια γαλλίδα κοκότα που το 1768 εγκαταστάθηκε στις Βερσαλλίες ως η ερωμένη, μία από τις ερωμένες βασικά αλλά σίγουρα η αγαπημένη του, του Λουδοβίκου του 15ου. Η ιστορία της έχει μεταφερθεί πολλές στον κινηματογράφο, ακόμα και στις ταινίες που δεν είναι καθαρά πάνω της τα φώτα, συχνότερα για τη Μαρία Αντουανέτα εμφανίζεται σαν χαρακτήρας γιατί συνέπεσαν χρονικά. Οπότε αμέσως έχουμε μια ταινία εποχής που ακόμα κι αν η ιστορία που αφηγείται είναι γνωστή σε κάποιους ή έχουν δει κάποια από τις προγενέστερες, εξίσου ενδιαφέρον έχει πώς την προσεγγίζει κάθε φορά ο εκάστοτε δημιουργός, σε τι εστιάζει και γενικά υπό το πρίσμα ποιας θεματικής παρουσιάζει τα γεγονότα αυτά.
Η Μαϊγουέν, η γνωστή γαλλίδα σκηνοθέτης και ηθοποιός, βρίσκεται πίσω από την ταινία αυτή στη σκηνοθεσία αλλά και στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ζαν Ντι Μπαρί. Εκ πρώτης όψης είναι μια ιδανική επιλογή, χάρη στην εξωτερική της εμφάνιση και ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά του προσώπου της που αμέσως δηλώνουν μια σαφή διαφορά με την αριστοκρατία που κατοικεί στις Βερσαλλίες. Η Ζαν Ντι Μπαρί παρουσιάζεται εδώ σαν ένα άκρατο ελεύθερο πνεύμα που δεν προτίθεται να κάνει τον παραμικρό συμβιβασμό για να γίνει αποδεκτή από την οικτρή καταπίεση της αριστοκρατικής τυπολατρίας, πόσο μάλλον να ομογενοποιηθεί με όλους αυτούς. Η Μαϊγουέν πάρα πολύ συχνά αφιερώνει σκηνές για να δείξει αφενός πόσο γελοία φαντάζει στα μάτια τής Ντι Μπαρί η καθημερινότητα αυτών των ευγενών, και αφετέρου πόσο μισογυνιστική ήταν η εποχή αυτή με έναν ταξικό τρόπο. Οι κόρες του βασιλιά πρωτίστως είναι οι μεγαλύτερες πολέμιες της Ντι Μπαρί, αρνούνται ακόμα και να την αναγνωρίσουν ως άνθρωπο, αναφέρονται σε αυτήν ως το πλάσμα, και μάλιστα όταν εμφανίζεται η Μαρία Αντουανέτα στο παλάτι ως η σύζυγος του διαδόχου, ξεκινούν οι παρασκηνιακές πολιτικές επειδή αυτή έχει τη δύναμη λόγω της θέσης της να επηρεάσει ώστε να πετάξουν έξω την Ντι Μπαρί.
Η Μαϊγουέν προσεγγίζει τη Ζαν Ντι Μπαρί ως μια γυναίκα που αρνείται να ακολουθήσει οποιονδήποτε κανόνα που έρχεται σε αντίθεση με την προσωπικότητά της. Επειδή η ταινία ξεκινάει από τη γέννησή της και υπάρχει μια μακροσκελής πρώτη πράξη όπου μας δείχνει όλη την πορεία της μέχρι να γνωρίσει τον Λουδοβίκο, η Μαϊγουέν οριστικοποιεί στο σενάριο όλες τις παραμέτρους σε σχέση με τη βιογραφία της, παρότι για πολλά πράγματα από ό,τι γνωρίζουμε υπάρχουν μόνο εικασίες. Αυτό βοηθάει μυθοπλαστικά την ταινία με το να δημιουργήσει μια Ντι Μπαρί ολοκληρωμένη, μια προσωπικότητα που υποβοηθάει το νόημα της αυτοδιάθεσης: βλέπουμε πώς οτιδήποτε συμβαίνει στην ηρωίδα είναι αποτέλεσμα δικής της επιλογής. Είναι μια οπτική ταιριαστά επίκαιρη, η Μαϊγουέν δεν διστάζει να ντύσει την ταινία της με ένα voice-over όπου κάποιες ατάκες μπορεί και να μην ταιριάζουν με την εποχή, αλλά αφορμή για τη δημιουργία ταινιών που εκτυλίσσονται στο παρελθόν αποτελεί ως έναν βαθμό και ο τρόπος που σχετίζονται με σύγχρονες ανησυχίες και η Μαϊγουέν κρατάει μια ισορροπία.
Δεν είναι όμως ιδιαίτερα πετυχημένος ο τρόπος που η δημιουργός παρουσιάζει την κεντρική της ηρωίδα στη μεγάλη οθόνη και από τις δύο θέσεις που κρατάει η ίδια. Αν το σενάριο δεν ήταν τόσο σαφές και εύκολο να το παρακολουθήσεις και αν δεν έχτισε στοχευμένα την κάθε σκηνή, ενδεχομένως να μιλούσαμε για αποτυχία. Η ταινία καθόλη τη διάρκειά της διατηρεί μια ψύχραιμη και επίπεδη στάση χωρίς εκπλήξεις, παρότι το βροντερό soundtrack προσπαθεί να εκμαιεύσει κάποιο εντονότερο ενδιαφέρον. Η Μαϊγουέν σπάνια κατορθώνει να καταγράψει κάποια αλήθεια που να προκύπτει από την ηρωίδα της, το βάρος της φαίνεται να πέφτει στο αντιδραστικό τού χαρακτήρα της όπως αυτό μεταφράζεται εξωτερικά σε γκριμάτσες και αλλοπρόσαλλη κινησιολογία. Η καρδιά της ταινίας είναι η ερωτική της σχέση με τον Λουδοβίκο και εκεί επίσης έχει ενδιαφέρον πώς προσεγγίζει εκείνον σαν χαρακτήρα. Τον υποδύεται ο Τζόνι Ντεπ, που στην πραγματικότητα δεν κατέχει ιδιαίτερα μεγάλη θέση στις σκηνές της ταινίας, δεν εμφανίζεται λίγο αλλά σίγουρα πιο στοχευμένα. Σεναριακά τον παρουσιάζει σαν έναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει τη θέση του και τα τελετουργικά γύρω από την καθημερινότητά του με μια παθητική αδιαφορία χωρίς να εκφράζει ποτέ κάποιο συναίσθημα. Ο Τζόνι Ντεπ καλείται συχνά να ερμηνεύσει χωρίς ατάκες με όλη τη δουλειά του να γράφεται πάνω στο πρόσωπό του, και αυτό από μόνο θα ήταν αρκετό για να μιλήσουμε για μια ιδανική επιλογή: το πρόσωπο του Ντεπ είναι πολύ ξεχωριστό εργαλείο και κατορθώνει να δείξει τα στοιχεία που απαρτίζουν τον χαρακτήρα του με ελάχιστο υλικό στη διάθεσή του, όπως άλλωστε ήταν εμφανώς η πρόθεση της ταινίας.
Η προσέγγιση της ταινίας ως προς τα στοιχεία της προσωπικότητας της Ντι Μπαρί είναι αυτό που ουσιαστικά έχει να προτείνει. Σκηνοθετικά δεν υπάρχει κάτι που να την κάνει να ξεχωρίζει ή να μπορεί να σταθεί δίπλα σε άλλες ταινίες εποχής που επανασυστήνουν γυναικείες ιστορικές φιγούρες της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, όπως ο “Κορσές” της Μαρί Κρέουτζερ για την πριγκίπισσα Σίσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι στην εικαστική της προσέγγιση έχει κάποιο πρόβλημα, τα σκηνικά και τα κοστούμια της είναι εντυπωσιακά και πολύ προσεγμένα, και γενικά υπάρχει η αίσθηση ότι ο σχεδιασμός έγινε με την προοπτική να υπάρξει ένα σοβαρό αποτέλεσμα, με όλα τα παραπάνω να μη σημαίνουν φυσικά ότι η “Ζαν Ντι Μπαρί” δεν έχει την ψυχαγωγική της αξία.
Βαθμολογία: