Συντάκτης: Ορέστης Μαλτέζος

Παρουσίαση και σχολιασμός των καυτών νέων ταινιών στους κινηματογράφους από τον Ορέστη Μαλτέζο, όπως ακριβώς ακούγεται μέσα από το εβδομαδιαίο βίντεο του στο youtube, για όσους φυσικά προτιμούν την ανάγνωση. 

Ο Δίσκος του Πεπρωμένου, το θρυλικό αντικείμενο που αναζητά σε αυτή την ταινία ο Ιντιάνα Τζόουνς, δεν είναι άλλος από τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων του Αρχιμήδη. Η ιστορία ξεκινά το 1944 σε μια εκτενή πρώτη πράξη όπου πάνω σε ένα γερμανικό τρένο γεμάτο από κλεμμένα λάφυρα, ο Ιντιάνα αντιμετωπίζει ένα τσούρμο από ναζί στην προσπάθειά του να γλιτώσει μαζί με τον δίσκο και έρχεται αντιμέτωπος με τον Γιούργκεν Βόλερ, έναν ιδιοφυή ναζί μαθηματικό που υποδύεται ο Μαντς Μίκελσεν. Αυτή η πρώτη πράξη πρέπει να κρατάει γύρω στα 20 λεπτά και περιλαμβάνει μέσα όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόλοιπη ταινία. Ο Ιντιάνα Τζόουνς δεν είναι ένα franchise που λειτουργεί με τους σύγχρονους κανόνες του όρου. Αποτελείται από πέντε ταινίες αυτόνομες σε διάστημα 42 χρόνων, και λόγω της εποχής τους ταιριάζει καλύτερα ο όρος saga. Τα franchise συνήθως διαρκούν πολύ λιγότερο και είναι αρκετά πιο ευέλικτα στο περιεχόμενό τους. Οπότε στον Δίσκο του Πεπρωμένου μιλάμε για μια ταινία η οποία πρέπει ταυτόχρονα να μείνει πιστή στην τεχνοτροπία και την ατμόσφαιρα που όρισαν οι “Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού” και το αποτέλεσμα να λειτουργεί σκηνοθετικά με σύγχρονους όρους. Στο μπλοκμπάστερ αυτό είναι κάτι που και λόγω της μαζικής του απεύθυνσης επιτάσσεται αυτόματα, και επειδή από το 81 μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πάρα πολλές υφολογικές αλλαγές και φυσικά ταινίες περιπέτειας. Εδώ κατευθείαν είναι σαφές ότι η δράση έχει αυξηθεί κατακόρυφα, έχοντας αντικαταστήσει ουσιαστικά το στοιχείο της περιπέτειας. Ταινία περιπέτειας και ταινία δράσης είναι δύο διαφορετικά είδη. Το οποίο δεν το λέω με αρνητική χροιά γιατί ο James Mangold που αναλαμβάνει εδώ τη σκηνοθεσία είναι πάρα πολύ ικανός σκηνοθέτης, έχει κάνει το Τελευταίο Τρένο για τη Γιούμα, το Λόγκαν και το Ford versus Ferrari μεταξύ άλλων. Τώρα, είναι μια πράξη που αντί για 20 λεπτά θα μπορούσε να κρατάει 10; Σίγουρα. Η ταινία έχει την τάση όχι να φλυαρεί ακριβώς αλλά να παίρνει τον χρόνο της στην παρουσίαση των όσων γίνονται, αυτή είναι άλλη μια διαφορά που έχει με τους “Κυνηγούς” όπου όλα γίνονταν πιο άμεσα και με ουσιαστικότερο τρόπο. Το θέαμα που προσφέρουν όλες οι καταδιώξεις είναι ικανοποιητικό για να μην θεωρείται πρόβλημα. Μέχρι να περάσουν τα πρώτα λεπτά και να καταλάβω λίγο τι συμβαίνει, αν μου λέγανε ότι βλέπω ένα reimagining των “Κυνηγών” θα το πίστευα. Παρότι η ταινία καταφέρνει να είναι δικό της πράγμα, με τον Mangold να τη σκηνοθετεί με το δικό του στιλ χωρίς να τον περιορίζει η κληρονομιά του Σπίλμπεργκ, πάρα πολλά θρυλικά στοιχεία από τις προηγούμενες ταινίες βρίσκουν τον δρόμο τους εδώ αλλά με όμορφο τρόπο, σαν να συνοδεύουν την οπτική του Mangold παρά να ρίχνονται σε άσχετες φάσεις μέσα για λόγους nostalgia ή γιατί απλώς δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Οταν πρωτοβλέπουμε τον Mads Mikkelsen, η εμφάνισή του θυμίζει υπερβολικά πολύ τον Αρνολντ Τοτ από τους “Κυνηγούς”, ο χαρακτήρας της Phoebe Waller-Bridge είναι φτιαγμένος σαν μια σύγχρονη επέκταση της Μάριον Ρέιβενγουντ πάνω στην ίδια ιδιοσυγκρασία, το μίσος του Ιντιάνα Τζόουνς για ξέρετε-τι βρίσκει αφορμή να ξαναεκφραστεί και φυσικά δεν λείπουν οι καταβάσεις σε σπηλιές με σιχαμερή πανίδα. Οπότε ακολουθείται μεν η κλασική δομή που περιμένει κανείς από μια ταινία Ιντιάνα Τζόουνς και παράλληλα ο Mangold την κάνει δική του. Είναι πολύ πιο σοβαρή σε ύφος, το χιούμορ που υπάρχει, περισσότερο προκύπτει περιστασιακά παρά αποτελεί εγγενές στοιχείο της ταινίας όπως συνέβαινε παλιά, και κυρίως προέρχεται από αυτές τις σκηνές που ενεργοποιούν τη θύμηση. Και αυτός είναι ο λόγος που, παρότι διασκέδασα, δεν υπάρχει κάποια σκηνή που να έχει τα φόντα να γίνει iconic, γιατί τα περισσότερα πράγματα τα έχεις ξαναδεί, έχουν γίνει αυτά iconic. Το σοβαρό ύφος όμως που χρησιμοποιεί ο Mangold, είναι ο λόγος που, για μένα τουλάχιστον, η τρίτη πράξη λειτούργησε και μάλιστα ήταν το σημείο που παρακολούθησα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί δεν το είχα ξαναδεί. Είναι ένα εξωφρενικό στοιχείο φαντασίας, οι εξωγήινοι του Κρυστάλλινου Κρανίου δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό, και είναι πολύ όμορφος ο τρόπος που χρησιμοποιείται για να ολοκληρωθεί το ταξίδι της ζωής του Ιντιάνα Τζόουνς. Δεν πεθαίνει, αυτό το ξέραμε, μιλάω για το closure το εσωτερικό, το ψυχικό. Ο Χάρισον Φορντ είναι όπως πάντα ο στυλοβάτης της ταινίας, εδώ στην ηλικιωμένη του εκδοχή έχει εντοπίσει όλες τις φθορές και τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο χρόνος στο αυτάρεσκο πείσμα του ήρωα. Δεν θέλω να προσπεράσω τα τεχνικά κομμάτια της ταινίας γιατί η κινηματογράφησή της είναι τέτοια που συχνά ξεχνάς ότι αυτό που παρακολουθείς εκτυλίσσεται το 1969 και ταυτόχρονα όλα είναι πιστευτά ότι ισχύουν για το 1969, δεν είναι μικρό επίτευγμα αυτό. Θα μπορούσα να μιλάω για πάρα πολύ ώρα για τον Δίσκο του Πεπρωμένου, ένα σημαντικό κομμάτι του εκτυλίσσεται και στην Ελλάδα, πάνω σε ένα πλοίο όπου τόσο ο Αντόνιο Μπαντέρας όσο και το πλήρωμα είναι generic latino φάτσες που μεταξύ τους πετάνε λέξεις ισπανικές, η Phoebe Waller-Bridge μιλάει εξαιρετικά ελληνικά πάντως. Σεναριακά είναι λίγο εκνευριστικό που γίνεται συνέχεια λόγος για την ηλικία του Ιντιάνα Τζόουνς, περισσότερο από όσο χρειάζεται για να πιάσουμε το νόημα, αλλά εξίσου πολλές είναι και διάφορες εκφάνσεις του “καλός ναζί νεκρός ναζί” που ποτέ δεν είναι αρκετό, τουλάχιστον σε αυτό υπάρχει μια ικανοποίηση. Μίλησα πάρα πολύ για τον Δίσκο του Πεπρωμένου, είναι μια ταινία για μένα αποτελεσματική σε αυτό που όφειλε να είναι και ταυτόχρονα εντείνει την αίσθηση λόγω της σοβαρής προσέγγισης πάνω στην πορεία του ήρωα ότι εδώ έφτασε η στιγμή να μπει ένα οριστικό τέλος στον Ιντιάνα Τζόουνς.

Το Reality, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, είναι μια αληθινή ιστορία, είναι και το όνομα της πρωταγωνίστριας, της υπαρκτής Reality Winner, η οποία το 2017, έχοντας πρόσβαση σε απόρρητα έγγραφα της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας της Αμερικής, λίκαρε στον τύπο αποδείξεις για την ανάμειξη της Ρωσιας στις εκλογές του 2016. Σε τρίτο επίπεδο, το Reality αναφέρεται και στον τρόπο κινηματογράφησης της ταινίας αυτής, μια πιστή αναπαράσταση των περιστατικών που βλέπουμε στο πανί. Οι διάλογοι της ταινίας, όπως αναφέρεται στους τίτλους αρχής, προέρχονται εξ ολοκλήρου από την απομαγνητοφώνηση της ανάκρισης της Reality Winner από το FBI. Ολόκληρη η ταινία είναι αυτή η ανάκριση, μάλιστα όταν ξεκινά η ταινία για λίγο ακούμε την ηχογράφηση ενώ παρακολουθούμε τους ηθοποιούς και συχνά βλέπουμε τα χαρτιά της απομαγνητοφώνησης, η ταινία σου θυμίζει συνεχώς τι ακριβώς σου παρουσιάζει. Η σκηνοθεσία είναι της Τίνα Σάτερ, μια κατά βάση θεατρική συγγραφέας, την ιστορία αυτή την είχε ανεβάσει στο θέατρο προτού γυρίσει αυτή την ταινία. Ολα λοιπόν είναι σκηνοθετημένα με βάση την ηχογράφηση αυτή με σκοπό να υπάρχει ρεαλισμός και αυτή η διαδικασία να πω την αλήθεια με άφησε κάπως μουδιασμένο γιατί, οκ καταλαβαίνω για ποιο λόγο να θέλει κάποιος να αφηγηθεί αυτή την ιστορία και είναι πολύ σημαντική, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τον καλλιτεχνικό σκοπό αυτής της ταινίας. Φανταζόμουν τι θα μπορούσε να δημιουργήσει με το δικό του στιλ ο Μίκαελ Χάνεκε που θα την έκανε σαν ταινία να έχει προσωπική υπόσταση χωρίς την ανάγκη να ταυτίζεται με την πραγματικότητα αλλά αυτό είναι μια προσωπική μου σκέψη, η ταινία είναι πολύ ξεκάθαρη στο τι επιχειρεί να κάνει, οπότε το αναφέρω απλώς επειδή μπορώ από δω. Οι ερμηνείες είναι έξοχες, το βάρος πέφτει ξεκάθαρα στη Sydney Sweeney, η μεγαλύτερη εμφάνιση της είναι στη σειρά White Lotus παρότι έχει εμφανιστεί και στο Handmaid’s Tale και στο Κάποτε στο Χόλιγουντ του Ταραντίνο. Σαν ταινία είναι πάρα πολύ μινιμαλιστική, το μεγαλύτερο μέρος της εκτυλίσσεται σε ένα άδειο δωμάτιο στο σπίτι της Reality Winner και μάλιστα υπάρχουν κάποια σκηνοθετικά τρικ. Υπάρχουν σημεία που αποκρύπτονται από την απομαγνητοφώνηση οπότε όταν στον διάλογο υπάρχουν κρυμμένες λέξεις, η εικόνα μοιάζει σαν να χάνεται το σήμα και ο ηθοποιός εξαφανίζεται και μένει μόνο το background. Στην ουσία όμως πρόκειται για μια μεμονωμένη τεχνική συνολικά που την αξιοποιεί εδώ η Σάτερ για αφηγηθεί κάτι πολύ συγκεκριμένο. Σε συνδυασμό με το ότι δεν προσθέτει κάτι στις γνώσεις σου, περισσότερο σου υπενθυμίζει μια κοινωνικοπολιτική κατάσταση και πραγματικότητα, μου παραμένει αδιόρατος ο σκοπός με τον οποίο γυρίστηκε.

Είναι γαλλική, είναι και κωμωδία, αλλά κατάμαυρη και με σουρεαλιστικές τάσεις. Υπάρχει μια οικογένεια στο επίκεντρο με τη ρουτίνα της σχέσης και τη φθορά του έρωτα αλλά το βάρος πέφτει στις ανατροπές των ρόλων και την αντρική ανασφάλεια που έξω από τα καθιερωμένα της οδηγεί τον πρωταγωνιστή και σκιτσογράφο Χοσέ στο δημιουργικό μπλοκάρισμα και τσακίζει την αρρενωπότητά του, το γνωστό άλλωστε ως αρρενοτίποτα. Γι’ αυτό ο Χοσέ ανακαλύπτει έναν ευφάνταστο τρόπο να ξεδίνει: δολοφονώντας κάθε Πέμπτη απόγευμα τον πλούσιο μαλάκα γείτονά του, μια πράξη που οδηγεί σε μια τρομερή αναπτέρωση του ηθικού και της συζυγικής ζωής του, με τον γείτονα κάθε φορά να επανεμφανίζεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Αυτό το σουρεαλιστικό εύρημα είναι το δυνατό χαρτί της ταινίας, χαρίζει κάθε φορά τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνές της. Ο Σεμπαστιάν Μιτρέ που κάνει τη σκηνοθεσία το χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει έναν στοχασμό πάνω στο άπιαστο της ευτυχίας και της ουσιαστικής επικοινωνίας. Δεν το μοναδικό στοιχείο που χρησιμοποιεί, εμφανίζονται και άλλες υποπλοκές που αφορούν την Λουσί, την έτερη πρωταγωνίστρια, και ο ρυθμός δεν είναι πάντα ικανοποιητικά σταθερός και δεν επιτυγχάνει πάντα σαν σύνολο τους σκοπούς της αλλά έχει το καλό να είναι μια ταινία έξυπνη που παρακινεί συνεχώς το ενδιαφέρον, έχει την ιδιότητα λόγω του ευρήματος να μπορεί το τέλος να είναι οτιδήποτε και έχει μια τόλμη σε όσα ο Μίτρε επιχειρεί να κάνει με την κινηματογραφική γλώσσα. Α, και έχει και πλάκα, έτσι;

Τα βίντεο αυτά είναι σαφές ότι έχουν ενήλικο χαρακτήρα. Ο λόγος που συμπεριλαμβάνω αυτή την ταινία είναι γιατί την είδα. Επειδή είναι μια ταινία της Dreamworks, ένα στούντιο όπως η Disney και η Pixar, οι “παιδικές” τους ταινίες μόνο παιδικές δεν είναι από καλλιτεχνική αξία και περιεχόμενο, οπότε θεώρησα ότι θα έβλεπα κάτι ανάλογο. Οχι. Αν πιάσουμε την ιστορία, υπάρχει η Ρούμπι, μια έφηβη 16 χρονών. Επειδή η εφηβεία τονίζεται αρκετά, είναι κομμάτι του τίτλου της ταινίας, θέλω να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα εφηβικό που να παρουσιάζεται εδώ, σε σημείο που το ότι η πρωταγωνίστρια είναι 16 χρονών και όχι 8, είναι περίεργο. Κατ’ επέκταση, δεν θεωρώ ότι υπάρχει έστω και ένας 16χρονός ή έφηβος γενικά που να ενδιαφερθεί για αυτή την ταινία, ο νηπιακός της χαρακτήρας είναι πάρα πολύ έντονος, και δεν θα υπήρχε κάτι κακό σε αυτό αν δεν ήταν μια πολύ τεμπέλικη ταινία. Το animation, σε ξεγελάει είναι η αλήθεια γιατί φαίνεται προσεγμένο αλλά αν το παρατηρήσεις λίγο, είναι υπερβολικά λίγο, το background στις σκηνές του βυθού για παράδειγμα είναι ένα γαλάζιο με γραμμούλες τύπου Μπομπ Σφουγγαράκης, γενικά υπάρχουν ελάχιστα πράγματα σε αυτό το κομμάτι. Και όσον αφορά την ελληνική μεταγλώττιση, το να βάζεις τους χαρακτήρες να μιλάνε με πολύ κουλ λέξεις όπως “σούπερ”, “τα σπάει”, “φρικάρω” και “ψεματούρες”, δεν ξέρω σε ποια παιδιά απευθύνεται, γιατί τα παιδιά που μιλούσαν έτσι σήμερα έχουνε παιδιά.

Και για τους λάτρεις των βίντεο…

# κάντε εγγραφή στο you-tube channel του Ορέστη Μαλτέζου και δείτε όλα τα βίντεο

Καλές κινηματογραφικές βραδιές!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ...

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *