Η ζωή ως ζευγάρι, ο έρωτας και η οικογένεια είναι η όμορφη καθημερινότητα του Χοσέ και της Λούσι, μέχρι τη μέρα που αρχίζουν να πλήττουν. Η Λούσι συμβουλεύεται έναν ψυχίατρο για να σώσει τη σχέση τους, ενώ ο Χοσέ απευθύνεται στον γείτονα Ζαν Κλοντ. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι τον σκοτώνει, αλλά ότι την επόμενη ημέρα ο Ζαν Κλοντ είναι ακόμα ζωντανός… 

Σκηνοθεσία:

Santiago Mitre

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Hendler … Jose

Vimala Pons … Lucie

Melvil Poupaud … Jean-Claude

Sergi Lopez … Bruno Rodriguez

Francoise Lebrun … Agnes

Eric Caravaca … ο εκδότης

Fabrice Adde … Hans

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Santiago Mitre, Mariano Llinas

Παραγωγή: Didar Domehri, Agustina Llambi-Campbell

Μουσική: Gabriel Chwojnik

Φωτογραφία: Javier Julia

Μοντάζ: Andres Pepe Estrada, Alejo Moguillansky

Σκηνικά: Pierre-Francois Limbosch

Κοστούμια: Oriol Nogues

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Petite Fleur
  • Ελληνικός Τίτλος: Μικρό Λουλούδι
  • Διεθνής Τίτλος: 15 Ways to Kill Your Neighbour
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Pequena Flor [αργεντινής]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Μικρό Λουλούδι (ή 15 Τρόποι να Σκοτώσεις τον Γείτονα σου)

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Jamais ne Meurt του Iosi Havilio.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη ταινία του Santiago Mitre που δεν είναι εν πρώτοις αργεντίνικης παραγωγής. Για την ακρίβεια είναι κατά 60% γαλλική.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 28/6/2023

Ο Χοσέ και η Λούσι, αμφότεροι από την Αργεντινή, ζουν ευτυχισμένοι στο Κλερμόν Φεράν και είναι έτοιμοι να υποδεχτούν το πρώτο τους παιδί. Όταν όμως εκείνος θα βρεθεί ξαφνικά άνεργος, οι ισορροπίες στη ζωή τους θα διαταραχθούν, αφού η Λούσι θα αναλάβει πρωτοβουλίες επί του οικονομικών τους προκειμένου να τους εξασφαλίσει τα απαραίτητα, ενώ ο Χοσέ εύλογα θα επωμιστεί το μεγαλύτερο φορτίο των οικογενειακών και σπιτικών υποχρεώσεων.

Η καινοφανής και εύθραυστη πραγματικότητά τους γνωρίζει ακόμα βαθύτερες επιπλοκές όταν ο Χοσέ αποκτά ένα αξιοσημείωτο συνήθειο: κάθε Πέμπτη, υπό τους ήχους του jazz standard “Petite Fleur” του Σίντνεϊ Μπεσέ, δολοφονεί βιαίως και ποικιλοτρόπως τον ανυπόφορο γείτονα τους, ο οποίος επανεμφανίζεται την επόμενη μέρα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Κάπως έτσι, το φιλμ του Σαντίαγο Μίτρε αρχίζει να διαβαίνει μια απολαυστικά ολόμαυρη πορεία, η οποία το σημαδεύει μέχρι το τέλος και αποτελεί το διακριτικό του γνώρισμα. Η όλη περιδίνησή του γύρω από τις σχέσεις, τη ρουτίνα, την ανδρική ανασφάλεια που ερμηνεύει κάθε ενέργεια ως μια απόπειρα ευνουχισμού και καταπίεσης της δημιουργικότητας, αποκτά μια ιδιάζουσα σουρεαλιστική έκφραση.

Δίχως αμφιβολία, το βασικό εύρημα της ταινίας, όπως πηγάζει από τις σελίδες της ομότιτλης ιστορίας της Iosi Havilio, είναι ενδιαφέρον. Παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια το πιο δυναμικό στοιχείο της πλοκής, εν μέρει χάρη και στην απολαυστική παρουσία του Μελβίν Πουπό στο ρόλο του γείτονα, και είναι αυτό που της επιτρέπει να ξεγλιστρήσει ανάμεσα σε κοινοτοπίες και απλουστεύσεις. Μπορεί να μη γίνεται ξεκαρδιστική σε κανένα σημείο, δεν είναι άλλωστε και τέτοιος ο στόχος της, αλλά η μαύρη κωμωδία του αργεντινού δημιουργού χαρακτηρίζεται από μια πικρή και απογοητευμένη πρωτοτυπία στη φόρμα της. Χωρίς ποτέ να καταχράται τη βασική του ιδέα, ο Μίτρε στοχάζεται πάνω στην ανικανότητα των δύο βασικών του χαρακτήρων του να ευτυχήσουν, την ανάγκη τους να ξεστρατίζουν και την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν, διασπώντας τον δραματικό τόνο της αφήγησής του με απολαυστικές φονικές καταστάσεις στις οποίες βρίσκει διέξοδο η δημιουργικότητα του Χοσέ.

Δυστυχώς, οι υπόλοιπες ιδέες του, κυρίως αυτή του ψυχολόγου στον οποίο αποφασίζει να αποταθεί η Λούσι, καταναλώνουν χρόνο και ενέργεια από την ταινία δίχως να προσφέρουν την αναγκαία εμβάθυνση στις θεματικές της. Σπαρταριστές καταστάσεις θα βρεθούν εδώ και εκεί, όμως το «Μικρό Λουλούδι» ουδέποτε ανθίζει πραγματικά, παρά τον υποσχόμενο σπόρο της ιδέας του. Ο Μίτρε δεν ελέγχει το ρυθμό του έργου με τρόπο που να το οδηγεί σε κορυφώσεις ή δυναμικές εντάσεις, ενώ και η περιδιάβασή του ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη γίνεται χωρίς ιδιαίτερη ισορροπία.

Είναι πάντως αναζωογονητικό το θάρρος του και είναι αυτό που διακρίνει την ταινία από τη συνήθη γαλλική κομεντί που καταφθάνει σχεδόν κάθε καλοκαιρινή εβδομάδα στις ελληνικές αίθουσες. Μπορεί να μην πετυχαίνει σε όλα, αλλά προσπαθεί φιλόδοξα να καταθέσει μια διαφορετική πρόταση με πιο ελεύθερη αφήγηση. Σημειωτέον ότι η άλλη ταινία που ολοκλήρωσε μέσα στην ίδια χρονιά ο συγκεκριμένος δημιουργός, το οσκαρικής κοπής Argentina, 1985 που δεν προβλήθηκε στους κινηματογράφους της χώρας μας, αποτελεί μια αξιόλογη συμβατική κινηματογραφική πρόταση. Τα δείγματα γραφής του οπωσδήποτε γεννούν προσδοκίες, καθώς φαίνεται ότι δοκιμάζει τα ιδιώματα της κινηματογραφικής γλώσσας με τόλμη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *