
Μπάτσοι με Κοστούμια
- War on Everyone
- 2016
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Αστυνομική, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία
- 09 Ιουλίου 2025
Δύο διεφθαρμένοι αστυνομικοί στο Νέο Μεξικό βάζουν στόχο να εκβιάσουν κάθε εγκληματία που θα είναι τόσο άτυχος, ώστε να διασταυρωθεί με το μονοπάτι τους. Αλλά τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή, όταν προσπαθούν να παγιδεύσουν κάποιον που αποδεικνύεται πιο επικίνδυνος κι από αυτούς. Ή μήπως δεν είναι;
Σκηνοθεσία:
John Michael McDonagh
Κύριοι Ρόλοι:
Alexander Skarsgard … ντετέκτιβ Terry Monroe
Michael Pena … ντετέκτιβ Bob Bolano
Theo James … λόρδος James Mangan
Malcolm Barrett … Reggie X
Tessa Thompson … Jackie Hollis
Caleb Landry Jones … Russell Birdwell
Paul Reiser … αστυνόμος Gerry Stanton
Stephanie Sigman … Delores Bolano
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Michael McDonagh
Παραγωγή: Chris Clark, Flora Fernandez-Marengo, Phil Hunt, Compton Ross
Μουσική: Lorne Balfe
Φωτογραφία: Bobby Bukowski
Μοντάζ: Chris Gill
Σκηνικά: Wynn Thomas
Κοστούμια: Terry Anderson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: War on Everyone
- Ελληνικός Τίτλος: Μπάτσοι με Κοστούμια
Παραλειπόμενα
- Ο John Michael McDonagh ανέτρεξε στη δεκαετία του 1970 για να βρει έμπνευση για εδώ.
- Η τρίτη ταινία του McDonagh είναι η πρώτη του δίχως τον Brendan Gleeson στο καστ και η πρώτη μακριά από την Ιρλανδία.
- Παρότι καθόλα βρετανική παραγωγή, τοποθετείται αλλά και γυρίστηκε στην Αλμπουκέρκη του Νέο Μέξικο.
- Αρχικός Μονρό ήταν ο Garrett Hedlund, αλλά εγκατέλειψε μόλις 3 βδομάδες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Ο σκηνοθέτης τότε βρέθηκε με μια λίστα έξι ηθοποιών, από τους οποίους τους τρεις τούς απέρριψε άμεσα. Επέλεξε εντέλει τον Alexander Skarsgard λόγω ενός βίντεο στο YouTube που τον είδε μεθυσμένο σε ποδοσφαιρικό αγώνα, να φωνάζει στην κερκίδα να ξεσηκωθεί.
- Παρότι το σενάριο ήθελε από τον Skarsgard να ερμηνεύει έναν απλό αστυνομικό, βλέπουμε αυτόν να είναι γυμνασμένος στα πρότυπα ενός action-hero. Αυτό όμως δεν έγινε εσκεμμένα, απλά ο ηθοποιός έρχονταν κατευθείαν από τα γυρίσματα του Ο Θρύλος του Ταρζάν και δεν είχε χρόνο να ρίξει λίγο το σώμα του σε φυσιολογικά επίπεδα.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 27/2/2017
Τρίτη ταινία του John Michael McDonagh μετά τα «Εκτός Νόμου & Χρόνου» και «Γολγοθάς», με σαφή χαρακτηριστικά στοιχεία του δημιουργού, μα και με κάτι να χάνεται στη μετάφραση κατά το πέρασμα από τη Βρετανία στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το κινηματογραφικό είδος του «War on Everyone» παραμένει η βίαιη μαύρη κωμωδία εσωτερικού, χαμηλόφωνου χιούμορ και ενός ύφους που οι αγγλόφωνοι θα χαρακτήριζαν «off» -αυτού μιας διακριτικής αποστασιοποίησης από τον ρεαλισμό (και τον θεατή), μιας αδιευκρίνιστης γενικής ιδιοτροπίας και της αίσθησης ότι το φιλμ δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του πολύ σοβαρά. Αυτό το στυλ συνυπάρχει αρμονικά με μια παλιομοδίτικη κινηματογραφική αισθητική, που μοιάζει να αποτίνει φόρο στα buddy-cop-films παλιότερων δεκαετιών.
Το deja-vu δεν είναι πάντα τόσο ηθελημένο όμως. Το φιλμ φαντάζει πιο γνώριμο απ` όσο θα ήθελε και, δυστυχώς, η αίσθηση της έλλειψης πρωτοτυπίας ξεπερνά εκείνη της νοσταλγίας. Παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες, τον ΜcDon-ικό χαρακτήρα και ορισμένες στιγμές εμπνευσμένου χιούμορ, το φιλμ δεν ξεφεύγει από τη συνήθη περίπτωση της ταινίας που βλέπεται ευχάριστα κι εν συνεχεία λησμονείται επί τόπου. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κανένα αληθινό ενδιαφέρον στην ιστορία. Η αστυνομική πλοκή ξετυλίγεται διεκπεραιωτικά και, για χάρη της ελαφρότητας, χωρίς ένταση, το δράμα παραμένει πάντα περιγραφικό και δίχως συναισθηματική εμβάθυνση, ενώ ο βασικός κακός είναι παντελώς αδιάφορος και ανεπαρκέστατα ερμηνευμένος. Ο ΜcDonagh μάς υπενθυμίζει πως ξέρει να γράφει απολαυστικούς, καυστικούς διαλόγους που δεν φοβούνται να θίξουν το πολιτικά ορθό και να αγγίξουν πολιτικές ή φιλοσοφικές προεκτάσεις, μα αυτοί δεν καταφέρνουν ποτέ να διεισδύσουν στην κινηματογραφική ουσία με αποτέλεσμα να παραμένουν μάλλον διακοσμητικοί -αν όχι επιτηδευμένοι.
Δεν υπάρχει λόγος για το «War on Everyone» να μη βρει υποστηρικτές, καθώς αποτελεί αν μη τι άλλο μια διασκεδαστική ταινία. Από την άλλη, όμως, μπορεί εύκολα να αποξενώσει τελείως τον θεατή, ιδίως αυτόν που θα δει την πιο «αμερικάνικη» προσέγγιση στις ερμηνείες ως υπερβολικά κωμική για να ταιριάξει στο κομψό σκηνοθετικό ύφος. Κι ο Colin Farrell στο αγαπημένο «Αποστολή στην Μπριζ» του έτερου McDonagh, Martin, φλέρταρε με το κωμικό overacting, μα εκεί ένας αξέχαστος συναισθηματικός πυρήνας επανέφερε την ισορροπία. Εδώ, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που θα μας έκανε να νοιαστούμε ειλικρινά για αυτούς τους προβλέψιμα ανήθικους μπάτσους.
Βαθμολογία: