Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία
- Trois Couleurs: Rouge
- Three Colors: Red
- 1994
- Γαλλία, Ελβετία
- Γαλλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Μυστηρίου, Σινεφίλ
- 30 Δεκεμβρίου 1994
Η Βαλεντίν είναι μοντέλο κι εργάζεται στη Γενεύη. Ένα πρωί, ο σκύλος της το σκάει, κι αυτή ακολουθώντας τον βρίσκεται στο σπίτι ενός δικαστή που έχει βγει στη σύνταξη. Ενώ φαίνεται ένας τίμιος και ήρεμος άνθρωπος, κατασκοπεύει με επιμονή τα τηλεφωνήματα των γειτόνων του.
Σκηνοθεσία:
Krzysztof Kieslowski
Κύριοι Ρόλοι:
Irene Jacob … Valentine Dussaut
Jean-Louis Trintignant … Joseph Kern
Jean-Pierre Lorit … Auguste Bruner
Frederique Feder … Karin
Samuel Le Bihan … ο φωτογράφος
Juliette Binoche … Julie de Courcy-Vignon
Benoit Regent … Olivier Benoit
Zbigniew Zamachowski … Karol Karol
Julie Delpy … Dominique Vidal
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Krzysztof Kieslowski, Krzysztof Piesiewicz
Παραγωγή: Marin Karmitz
Μουσική: Zbigniew Preisner
Φωτογραφία: Piotr Sobocinski
Μοντάζ: Jacques Witta
Σκηνικά: Claude Lenoir
Κοστούμια: Corinne Jorry
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Trois Couleurs: Rouge
- Ελληνικός Τίτλος: Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία
- Διεθνής Τίτλος: Three Colors: Red
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Three Colors: Red [Μεγ. Βρετανία]
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Red [ΗΠΑ]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία (1993)
- Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία (1994)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας, αυθεντικού σεναρίου και φωτογραφίας.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Irene Jacob) και σεναρίου. Υποψήφιο για σκηνοθεσία.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο μουσικής στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Jean-Louis Trintignant), πρώτο γυναικείο ρόλο (Irene Jacob), σενάριο και ήχο.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Βανκούβερ.
Παραλειπόμενα
- Εδώ κλείνει η Τριλογία των Χρωμάτων, με τον δημιουργό να δηλώνει πως θα ήταν και η τελευταία στη φιλμογραφία του. Αυτό αποδείχτηκε μακάβρια αληθινό, μια και ο Krzysztof Kieslowski έφυγε από τη ζωή το 1996.
- Το όνομα Βαλεντίν προέκυψε μετά από ερώτηση του δημιουργού στην πρωταγωνίστρια, αν μικρή επιθυμούσε να είχε κάποιο άλλο όνομα.
- Τέσσερις από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές των δύο άλλων κεφαλαίων της τριλογίας έχουν κι εδώ περάσματα.
- Η Ελβετία κατάθεσε το φιλμ ως επίσημη πρόταση της για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, αλλά η ακαδημία το απέρριψε επειδή δεν θεώρησε ότι ήταν πρωτίστως ελβετικό. Η Ελβετία όμως με τη σειρά της αρνήθηκε να προτείνει κάποια άλλη ταινία, όταν η ακαδημία της το επέτρεψε.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το βασικό μουσικό θέμα του φιλμ, το Bolero, γράφτηκε πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 14/4/2019
Η Βαλεντίν είναι μία νεαρή φοιτήτρια και μοντέλο μερικής απασχόλησης που ζει στη Γενεύη. Διατηρεί σχέση με έναν επιφυλακτικό καχύποπτο άνδρα, κάτοικο Λονδίνου, και διάγει έναν βίο δίχως υψηλές εντάσεις. Μία μέρα, καθώς οδηγεί απρόσεκτα, χτυπά με το αυτοκίνητό της ένα σκυλί. Μη θέλοντας να το εγκαταλείψει αιμόφυρτο, βρίσκει το αφεντικό του, τον συνταξιούχο δικαστή Τζόζεφ Κερν, ο οποίος όμως δείχνει να μην συγκινείται από το ατύχημα του κατοικίδιου ζώου του.
Η γνωριμία των δύο ανθρώπων θα αποτελέσει σημαντική στιγμή στην καθημερινότητα αμφοτέρων. Η πρώτη τους συνάντηση στο σπίτι του δικαστή φέρει στο έργο την πρώτη του οξεία συγκρουσιακή συνθήκη. Η Βαλεντίν, γεμάτη αγνότητα και καλοσύνη, τίθεται απέναντι από τον πικρόχολο Τζόζεφ, που ζώντας ως ερημίτης υποκλέπτει τις τηλεφωνικές συνομιλίες των γειτόνων του, επεμβαίνοντας προδήλως στην ιδιωτικότητά τους. Το δίπολο των δύο χαρακτήρων αναπτύσσεται δεξιοτεχνικά, σε μία συνταρακτικής ενάργειας σεκάνς: ο εκπεσών δικαστής, στην σπουδαιότερη βιβλική αναφορά του έργου, στέκει σαν Θεός της παλαιάς διαθήκης απέναντι σε μία φιγούρα σχεδόν χριστιανική. Είναι αδιάκριτος, αυστηρός, τραχύς, και ως πανταχού παρών γνωρίζει τις αμαρτίες του κόσμου, επιβλέπει και ενίοτε επιβάλει τις αρμόζουσες τιμωρίες, εκδικείται.
Ο κατηφής Τζόζεφ αμφισβητεί το καλό στον άνθρωπο, θεωρώντας το επιταγή του φόβου, των ερινυών, της δειλίας, σε κάθε περίπτωση απώτερο εγωιστικό στόχο, υιοθετώντας μία νιτσεϊκή σκέψη. Η καλοπροαίρετη και αιθεροβάμων Βαλεντίν βρίσκεται αντιμέτωπη με μία σκληρή επίθεση στυγνού μισανθρωπισμού που απειλεί να την προσγειώσει ανώμαλα. Αναγκαστικά αμφισβητεί, διχάζεται, σπαράζει, δίχως όμως ουδέποτε να οπισθοχωρεί. Γιατί η αγάπη, της οποίας διαθέτει μεγάλα αποθέματα, ουδέποτε εκπίπτει.
Είναι άλλωστε η έλλειψη αγάπης που έχει σφυρηλατήσει τον δικαστή, όπως υπενθυμίζουν οι ελεγειακές νότες του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ στη σκηνή που ακολουθεί τη συνάντηση, προτού το αποκαλύψει και ο ίδιος. Μπορεί η Βαλεντίν να εμφανίζει πιο καθαρά τα σημάδια της ταραχής από τη μεταξύ τους συνάντηση, ο Τζόζεφ όμως είναι αυτός που βιώνει μία αληθινή κοσμογονία. Οδεύοντας προς το τέλος της ζωής του, με συσσωρευμένα, πεπιεσμένα και εν πολλοίς ανομολόγητα τα βάσανά του, ο συνταξιούχος δικαστής βλέπει στο άσπιλο, αγγελικό πρόσωπο της νεαρής μία τελευταία ελπίδα διαφυγής από μία σαρωτικά κενή καθημερινότητα.
Ο Κισλόφσκι στέκει στοργικά απέναντι στον δικαστή, παρέχοντας του μία δεύτερη ευκαιρία, ένα alter ego, στο πρόσωπο του Ογκίστ, γείτονα της Βαλεντίν και νέου νομικού που ετοιμάζεται να ενταχθεί στον δικαστικό κλάδο. Ο Ογκίστ διάγει έναν βίο παράλληλο με αυτόν τον Τζόζεφ, με μία χρονική απόσταση σαράντα ετών. Παρεμφερή βιώματα και όμοιες εμπειρίες ενώνουν τους δύο άνδρες, αλλά ο ένας βρίσκεται στην αρχή του δρόμου, ενώ ο άλλος στο τέλος, ο πρώτος έχει τη δυνατότητα να χαράξει την πορεία του, ενώ ο δεύτερος δρέπει τους καρπούς των όποιων κόπων και δυστυχιών του.
Οι ζωές των χαρακτήρων διασταυρώνονται μέσω μιας πρόνοιας που ομοιάζει με θεϊκή, αλλά είναι απόλυτα διαφοροποιημένη από τον συνήθη θρησκευτικό φαταλισμό. Τίποτα δε συμβαίνει επειδή το θέλησε κάποια ανώτερη δύναμη: Σε όλη τη φιλμογραφία του Πολωνού δημιουργού, αληθινός Θεός είναι η αγάπη και η αγάπη δεν επιβάλλει, ούτε επιβάλλεται. Είναι εκείνο το περίσσευμα ανθρωπιάς που κουβαλά κανείς μέσα του και περιμένει στωικά να φανερωθεί. Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μοιρολατρική οπτική σε ένα φιλμ που εμπεριέχει την πιο αντι-φαταλιστική εφεύρεση όλων, την γενναιόδωρη παροχή της πολυπόθητης δεύτερης ευκαιρίας, έστω σε ένα άλλο σώμα, σε έναν δεύτερο χρόνο; Η πορεία των ανθρώπινων συνδέσεων δεν προκαθορίζεται από μία θεϊκή ειμαρμένη, αλλά από μία εσωτερική, έστω αιτιοκρατική, συνάφεια ανθρώπινων ψυχισμών που τέμνονται άθελά τους, αποδεικνύοντας πως η αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει το πεπρωμένο του δε σημαίνει και την άνευ όρων παράδοση του σε μία προδιαγεγραμμένη πορεία την οποία αυτός δεν επηρεάζει στο ελάχιστο.
Φορμαλιστικά, το φιλμ του Κισλόφσκι συνιστά έναν απόλυτο θρίαμβο. Το κόκκινο, όπως στα προηγούμενα μέρη της τριλογίας το μπλε και το άσπρο αντίστοιχα, υπάρχει παντού, και περισσότερο από την αδελφότητα, τη φιλία ή την αγάπη, σηματοδοτεί τη ζωή. Για την Βαλεντίν, οι κόκκινες αποχρώσεις είναι μονίμως παρούσες, στα χείλη ή στα ρούχα της, στο περιβάλλον, σ’ ένα ποτήρι κρασί, διαμορφώνοντας το αισθητικό–στην πραγματικότητα ιδεοτυπικό– της πλαίσιο. Αντίθετα, για τον Τζόζεφ, η παρουσία του χρώματος είναι ασθενής, τείνει να εξαντληθεί ή να εξοριστεί δια παντός από τη ζωή του, μέχρι να το επαναφέρει με χάρη το συναπάντημά του με τη Βαλεντίν.
Με την εγκατάσταση του στη δυτική πτέρυγα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Πολωνός καλλιτέχνης ανανέωσε την πνευματικότητα ολόκληρης της δυτικοευρωπαϊκής κινηματογραφίας. Αναζήτησε την πρακτική εφαρμογή υψηλών ιδεών και εννοιών, τη διάσταση τους στη σύγχρονη ρουτίνα. Όπως οι εντολές στον «Δεκάλογο», έτσι και το τρίπτυχο «Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφοσύνη» στην «Τριλογία των Χρωμάτων» καθίσταται, από επαναστατική απαίτηση και σύνθημα, ζητούμενο της πεζής καθημερινότητας, απώτερο νόημα που ψάχνει να βρει τις κατάλληλες συγκυρίες ώστε να ξεδιπλωθεί στις ζωές των χαρακτήρων.
Ο βαθιά ουμανιστής δημιουργός λειτουργεί και σαν ένθεος αναθεωρητής του Καθολικού δόγματος, στου οποίου τις παραστάσεις και κατηχήσεις έχει βαπτιστεί το έργο του. Από το τελικό ναυάγιο, την σκληρή τιμωρία της θεϊκής οργής, διασώζονται μόνον όσοι διατήρησαν στη ζωή τους το συναίσθημα, αρνούμενοι σιωπηρά να συνταχθούν με το κυρίαρχο πρόταγμα μίας ανηδονικής, ψυχρής εποχής. Ακόμα και αν φαντάζει σε κάποιους υμνητής του μεταφυσικού, ο Κισλόφσκι καταφέρνει να χωρέσει στο έργο του όλη την καθημερινή μοναξιά του αστικού κόσμου, εξετάζοντας την στις τρεις τελευταίες ταινίες του υπό τρία διαφορετικά πρίσματα (πένθιμη τραγωδία στην Μπλε, σαρκαστική ανάγνωση στη Λευκή, ιδεαλιστική λύση στην Κόκκινη ταινία). Ξεκινώντας από τη λεκτική υπαγόρευση του τρικολόρ τρίπτυχου, εξερευνά τον πυρήνα των εννοιών στη στείρα αυτή εποχή.
Σε αυτό που έμελλε να είναι το κύκνειο ποίημά του, ο Κριστόφ Κισλόφσκι επιμένει να καταδύεται στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Αναζητά τη χαραμάδα φωτός κάτω από το σκότος της, την πηγαία και φυσική αθωότητα που ενώνει τις παράλληλες πορείες πίσω από τον εξοντωτικό και επίκτητο εγωισμό που φυλακίζει άπαντες στους μικρόκοσμους τους. Η ολοκόκκινη αδελφοσύνη την οποία διακηρύσσει δεν είναι τίποτα άλλο από την αλληλοκατανόηση, μια πνευματική έκκληση για συνύπαρξη. Και αυτό αποτελεί τη μοναδική επί της γης θέωση, από την οποία πηγάζει όλη η αγάπη του κόσμου.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 19/8/2021
Η Valentine (Irène Jacob), ένα ελκυστικό νεαρό μοντέλο που ζει στη Γενεύη, τραυματίζει κατά λάθος τον σκύλο του απογοητευμένου συνταξιούχου δικαστή Joseph Kern (Jean-Louis Trintignant). Ο Joseph μένει κλεισμένος στο διαμέρισμα του και έχει το διεστραμμένο χόμπι να κατασκοπεύει τις τηλεφωνικές συνομιλίες των γειτόνων του. Αν και αρχικά σοκαρισμένη από την κυνική στάση του, η Valentine αρχίζει σταδιακά να νοιώθει ένα αίσθημα στοργής και μια παράξενη έλξη για τον ηλικιωμένο άντρα. Έτσι δημιουργείται μια βαθιά σχέση συνενοχής μεταξύ τους και ξεκινά μια φιλία που θα τους οδηγήσει σε εξομολογήσεις για τη ζωή τους. Σε μια παράλληλη ιστορία, ο νεαρός φοιτητής νομικής, Auguste (Jean-Pierre Lorit), και η φίλη του, Karin (Frederique Feder), φαίνονται αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο, αλλά η μοίρα έχει διαφορετικά σχέδια γι’ αυτούς. Κατά παράδοξο τρόπο, αν και γείτονες, η Valentine και ο Auguste δεν έχουν συναντηθεί ποτέ. Θα γνωριστούν άραγε;
Ο πολωνός Krzysztof Kieslowski είναι ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς ηθικών μύθων που αφορούν οικουμενικά θέματα όπως η αγάπη, ο πόνος, η απογοήτευση, η τυχαιότητα, η συναισθηματική δυστοπία, τα όρια της ιδιωτικής ζωής. Το «Κόκκινο» είναι το τελευταίο και αναμφισβήτητα το καλύτερο μέρος της «Τριλογίας των Χρωμάτων», ένα πολλαπλά συμβολικό, πολυεδρικό και συναρπαστικό έργο. Λίγο μετά την ολοκλήρωση αυτού του κορυφαίου επιτεύγματος του, ο τότε 53χρονος Kieslowski ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει τη σκηνοθεσία και μετά από δυο χρόνια απεβίωσε.
Το φιλμ ξεκινά με εκπληκτικές εικόνες που ανιχνεύουν μια τηλεφωνική συνομιλία μέσω ενός πολυδαίδαλου τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Είναι ένας σαφής συμβολισμός για τη δυσκολία της ανθρώπινης επικοινωνίας, όπου οι ξεχωριστές ζωές ενώνονται όχι μέσω διαλόγου, αλλά από τα καπρίτσια της τύχης. Το φιλμ είναι επιπλέον, και ίσως πάνω απ’ όλα, ένας διαλογισμός για το πεπρωμένο: η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά συμπτώσεων, όπου τα πιο άσχετα γεγονότα μπορούν να έχουν μόνιμες και καθοριστικές συνέπειες.
Η «Κόκκινη» ταινία, μέσα από μια σύνθετη αφηγηματική ύφανση, ενοποιεί όλα όσα προσπαθεί να μεταφέρει η «Τριλογία» για τη ζωή και το πεπρωμένο. Και ενώ στερείται το συναισθηματικό βάθος του «Μπλε» και το σκοτεινό χιούμορ του «Λευκού», τα αντισταθμίζει με την αριστοτεχνική πλοκή και τον στιλιστικό της πλούτο. Ο συμβολισμός του κόκκινου χρώματος εκφράζει την έννοια της αδελφοσύνης, τις θεμελιώδεις αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, τη φιλοσοφία του δικαίου και την αξία του πλατωνικού έρωτα, διαχωρισμένη εντελώς από κάθε σεξουαλική υπόνοια.
Παράλληλα το φιλμ φαίνεται επίσης να έχει τον χαρακτήρα μιας ανατριχιαστικής ιστορίας φαντασμάτων. Οι απόηχοι του παρελθόντος αφθονούν, οι προηγούμενες ζωές ξαναζωντανεύουν. Το λαμπρό σενάριο των Kieslowski και Krzysztof Piesiewicz δομεί έναν λαβύρινθο διπλών ζωών και τυχαίων γεγονότων, όπου αχνοφέγγει μια συνδετική γραμμή μεταξύ του Joseph και του August, του οποίου η ατυχής ρομαντική ζωή αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα το παρελθόν του Joseph και προβάλλει το πιθανό μέλλον της Valentine .
Η φωτογραφία του πολωνού κινηματογραφιστή Piotr Sobocinski είναι κορεσμένη σε κόκκινους και καφέ τόνους, και συχνά δημιουργεί μια σχεδόν γοτθική αίσθηση τρόμου, με τους ήρωες να φαίνεται να βρίσκονται στη σκιά μιας επικείμενης απειλής (η οποία πράγματι υλοποιείται στο φινάλε). Όσο για την παρτιτούρα του Zbigniew Preisner είναι ξανά σε πλήρη ισχύ, αφού μετατοπίστηκε στο παρασκήνιο στο «Λευκό».
Εκτός από τη δημιουργική ιδιοφυΐα του Kieslowski, η ταινία απογειώνεται από την καθηλωτική αλληλεπίδραση των Trintignant και Jacob, με τέλεια αντίθεση ανάμεσα στην κυνική ψυχρότητα του πρώτου με το μείγμα αθωότητας, διαίσθησης και προσδοκίας της δεύτερης.
Μια ακόμη βασική πτυχή της ομορφιάς του «Κόκκινου» είναι η γενναιοδωρία του πνεύματος και η προφανής αυτοκριτική της ιδιοσυγκρασίας και των υπαρξιακών ανησυχιών του Kieslowski. Η σύγκρουση των κοσμοθεωριών των δύο χαρακτήρων απεικονίζεται μέσα από μια σειρά ευαίσθητων συζητήσεων που ξεκινούν συγκρουσιακά και τελειώνουν με αμοιβαία συμπόνια. Με τον τρόπο αυτό ο Kieslowski απεικονίζει μια εσωτερική διαλεκτική: ανάμεσα στον κυνισμό και τον ιδεαλισμό, την ορθολογική αποδόμηση των πρώτων ταινιών του και της πνευματικής ανάτασης του όψιμου ευαίσθητου ουμανισμού του.
H «Κόκκινη» δεν είναι μόνο μια αριστουργηματική αυτόνομη ταινία, αλλά και η ιδανική ολοκλήρωση της τριλογίας. Το κεντρικό θέμα της αδελφοσύνης αποκρυσταλλώνεται με μια τολμηρή μετουσίωση που δεν ενώνει μόνο τα διάφορα σκέλη της ταινίας, αλλά και όλους τους κύριους χαρακτήρες και τις ιδέες που διαπερνούν το σύνολο της τριλογίας. Αν και κάπως επινοημένο και μεταφυσικό αυτό το “grand finale’’, είναι γνήσια συγκινητικό καθώς ουσιαστικά αποτελεί τον τελικό αποχαιρετισμό του μεγάλου πολωνού auteur στο κοινό του, αλλά και στην ίδια την 7η Τέχνη.
Βαθμολογία: