Η Ζιλί χάνει τον σύζυγό της, Πατρίς, μεγάλο μουσικοσυνθέτη, και τη μικρή τους κόρη, Άννα, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Προσπαθεί να αρχίσει μια καινούρια ζωή, ανώνυμη, ανεξάρτητη, απομονώνεται από τους φίλους της, την αγάπη και τη μουσική. Κάποια μουσικοκριτικός υποπτεύεται ότι η Ζιλί συνέθετε τα έργα του άντρα της. Εκείνη το αρνείται, ίσως πολύ απότομα. Βήμα, βήμα ακολουθούμε τη ζωή της Ζιλί καθώς αποφεύγει τις παγίδες που απειλούν την καινούρια της ελευθερία. Η μουσική και το χάρισμα της δημιουργίας είναι η παγίδα, στην οποία τελικά πέφτει…

Σκηνοθεσία:

Krzysztof Kieslowski

Κύριοι Ρόλοι:

Juliette Binoche … Julie de Courcy

Benoit Regent … Olivier Benoit

Florence Pernel … Sandrine

Charlotte Very … Lucille

Helene Vincent … η δημοσιογράφος

Philippe Volter … ο μεσίτης

Hugues Quester … Patrice de Courcy

Emmanuelle Riva … Κα Vignon

Yann Tregouet … Antoine

Isabelle Sadoyan … η υπηρεσία

Julie Delpy … Dominique Vidal

Zbigniew Zamachowski … Karol Karol

Julie Gayet … δικηγόρος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Krzysztof Kieslowski, Krzysztof Piesiewicz

Παραγωγή: Marin Karmitz

Μουσική: Zbigniew Preisner

Φωτογραφία: Slawomir Idziak

Μοντάζ: Jacques Witta

Σκηνικά: Claude Lenoir

Κοστούμια: Virginie Viard

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Trois Couleurs: Bleu
  • Ελληνικός Τίτλος: Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία
  • Διεθνής Τίτλος: Three Colors: Blue
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Three Colours: Blue [Μεγ. Βρετανία]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Juliette Binoche) σε δράμα, και μουσικής.
  • Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Juliette Binoche), μοντάζ και ήχου στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, υποσχόμενη ηθοποιό (Florence Pernel), σενάριο, μουσική και φωτογραφία.
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας στα Goya.
  • Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας. Επίσης, βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Juliette Binoche) και φωτογραφίας.

Παραλειπόμενα

  • Εδώ ανοίγει η Τριλογία των Χρωμάτων, με την οποία έκλεισε τη φιλμογραφία του ο Krzysztof Kieslowski. Τα τρία χρώματα αντιστοιχούν σε αυτά της γαλλικής σημαίας, με το μπλε να συμβολίζει την ελευθερία. Σύμφωνα με τον δημιουργό, η αναφορά περί ελευθερίας παραπέμπει στη συναισθηματική, παρά σε κάποια κοινωνική ή πολιτική σημασία της.
  • Το 2018, ο διευθυντής φωτογραφίας Slawomir Idziak υποστήριξε ότι το αρχικό σενάριο είχε ως πρωταγωνίστρια την Helene Vincent, ως τη δημοσιογράφο που προσπαθούσε να μάθει για την πατρότητα της μουσικής. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιον, ο Kieslowski άλλαξε τελείως τη δομή κατά τη διαδικασία του μοντάζ, επικεντρώνοντας το φιλμ πάνω στη Juliette Binoche.

Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 29/3/2010

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία από τις λίγες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου που μπορούν να δώσουν στον καθένα από μας να καταλάβει τι είναι ο κινηματογράφος, και να κάνει και τον πιο δύσπιστο να καταλάβει γιατί υπάρχει κόσμος που ζει και αναπνέει για χάρη του. Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι οι φαν των απανταχού χαζοκωμωδιών και των «παθιάρικων» ταινιών δράσης θα τη λατρέψετε, μπορώ όμως να σας εγγυηθώ ότι θα καταλάβετε γιατί ο κινηματογράφος είναι εκείνη η μορφή τέχνης που όταν θέλει μπορεί να θέσει όλες σχεδόν τις προηγούμενες στην υπηρεσία της, και με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό να μας κάνει να ανυπομονούμε για την επόμενη σκηνή της. Τόσο απλά κι αυτονόητα, λοιπόν, όσο 1+1=2, με τον ίδιο τρόπο οι έξι τέχνες μαζί είναι που μας δίνουν την έβδομη, και δύσκολα θα βρείτε καταλληλότερη ταινία για να σας το αποδείξει.

Η πρόθεση του Κριστόφ Κισλόφσκι ήταν να δημιουργήσει μια ταινία για την ελευθερία, όχι για την εθνική ελευθερία, ούτε για την ελευθερία απ’ όσα βλέπουμε γύρω μας, αλλά απ’ όσα κουβαλάμε μέσα μας, από τους φόβους και τους προσωπικούς μας δαίμονες. Όλοι κάτι κουβαλάμε μέσα μας, όλοι σε κάποια δεσμά είμαστε μπλεγμένοι, κι όλα αυτά θα βγάλει στο φως ο σκηνοθέτης με τον δικό του τρόπο, έναν τρόπο που στον καθένα θα λειτουργήσει με διαφορετική μορφή. Είτε όμως εκληφθεί ως μια κατάσταση μακρινή που δεν έχετε βιώσει, είτε ως έναν καθρέφτη της πραγματικότητας σας, ένα είναι το σίγουρο, ότι θα καταφέρει να σας επηρεάσει όχι επιφανειακά αλλά να σας στοιχειώσει κάπου πολύ βαθιά, κάπου που μονάχα η τέχνη ξέρει να φτάσει.

Ο Κισλόφσκι με τη σκηνοθεσία του μας κάνει να θυμηθούμε ότι τον καλό σκηνοθέτη δεν τον κάνουν τα μεγαλοπρεπή κοστούμια και τα άπειρα ειδικά εφέ, αλλά η δύναμη των εικόνων που μας δίνει. Κι αυτή η δύναμη δεν βρίσκεται κρυμμένη σε κανένα στούντιο και σε καμία οθόνη υπολογιστή, αλλά στην πραγματική μας ζωή. Χρησιμοποιεί ως σκηνοθετικό καμβά της ταινίας του αντικείμενα που όλοι γνωρίζουμε κι έχουμε ξαναδεί, και μ’ αυτό τον τόσο λιτό τρόπο καταφέρνει να έχει τα μάτια μας κολλημένα στην οθόνη επί 90 λεπτά.

Παράγινα ίσως λυρική και ενθουσιώδης, ε; Αυτή δεν είναι και η δύναμη της τέχνης, όμως, να μας κάνει να ενθουσιαζόμαστε, να παθιαζόμαστε, να την αγαπάμε κι εντέλει να την κάνουμε κομμάτι της ζωής μας; Κι ένα τέτοιο αριστούργημα αξίζει και συγχωρεί εν μέρει, νομίζω, τον όποιο υπέρμετρο ενθουσιασμό μου…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 8/8/2021

Μετά τον θάνατο του συζύγου της, διάσημου συνθέτη, και της κόρης της σε τροχαίο δυστύχημα, μια νεαρή γυναίκα, η Julie (Juliette Binoche), αποφασίζει να ξεκινήσει μια νέα ζωή για τον εαυτό της. Έχοντας δώσει οδηγίες στους δικηγόρους της να πουλήσουν το σπίτι της, εγκαταλείπει τον φίλο της και μετακομίζει σε ένα διαμέρισμα σε μια άγνωστη περιοχή του Παρισιού. Όμως, όσο κι αν προσπαθήσει να απαλλαγεί από το παρελθόν της, δεν μπορεί να απελευθερωθεί εντελώς από αυτό…

Ο πολωνός σκηνοθέτης Krzysztof Kieslowski εφηύρε μια εντελώς νέα κινηματογραφική γλώσσα: τρυφερή και υποβλητική, μινιμαλιστική και έντονη, ήσυχη αλλά με ισχυρό συναισθηματικό αντίκτυπο. Οι τρεις τελευταίες ταινίες του (πέθανε το 1996 σε ηλικία μόλις 54 ετών) αποτελούν μια τριλογία βασισμένη στα χρώματα και τα αντίστοιχα ιδανικά της γαλλικής σημαίας (μπλε: ελευθερία, λευκό: ισότητα, κόκκινο: αδελφότητα). Αυτή η σειρά ουσιαστικά συνοψίζει θεματικά την καριέρα του μεγάλου πολωνού δημιουργού: έμφαση στη ζωή του ατόμου και στη σχέση του με ένα ιδανικό, το παράδοξο της τύχης και της μοίρας, η διασύνδεση των ανθρώπινων ζωών και η κεντρική σημασία της τέχνης.

Στο πρώτο μέρος της τριλογίας, «Τρία Χρώματα: Μπλε», οι σεναριογράφοι Kieslowski και Krzysztof Piesiewicz χρησιμοποιούν την «ελευθερία» ως πλατφόρμα για ένα οπτικά συναρπαστικό ψυχολογικό δράμα. Ωστόσο η ελευθερία δεν αντιμετωπίζεται με την κοινωνική ή πολιτική της σημασία, αλλά με την ατομική και υπαρξιστική. Ο Kieslowski, με τη συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Slawomir Idziak, χρησιμοποιεί το χρώμα, το φως και τη σκιά όπως ένας ζωγράφος την παλέτα του, καθιστώντας τη θέαση του φιλμ αισθητική εμπειρία. Από την άλλη πλευρά, ο πολλαπλασιασμός των στοιχείων του μπλε χρώματος, ακόμη κι αν είναι συνεπής με τον τίτλο, ίσως σε κάποιες στιγμές φαντάζει τεχνητός και πλεοναστικός.

Το φιλμ είναι ένας ηθικός διαλογισμός που περιγράφει τη διαδικασία της απόσυρσης της ηρωίδας, το πένθος της και την επακόλουθη επανεμφάνισή της στον κόσμο. Στην αναζήτηση της «απόλυτης ελευθερίας», η Julie αρχικά προσπαθεί να απελευθερωθεί από όλα τα πράγματα, τις σκέψεις, τις πράξεις και τις δυσκολίες που την έκαναν υποτελή σε άλλους. Έτσι χωρίς δεσμεύσεις θα μπορεί να απορροφήσει όλη τη γνώση που μπορεί να προσφέρει το σύμπαν, για να ανυψωθεί προς το ιδανικό  του «υπερανθρώπου». Ωστόσο αντιλαμβάνεται ότι αν δεν έχεις κανέναν για να μοιραστείς μαζί του τα υλικά αγαθά ή την απόλυτη γνώση, τότε αυτά τα στοιχεία της ύπαρξής έχουν μηδενική αξία.

Έτσι η Julie σταδιακά βγαίνει από την ενδοσκοπική της απόγνωση με την επίδραση της αισθησιακής εμπειρίας του κόσμου: την απλή απόλαυση ενός παγωτού, το νυχτερινό κολύμπι σε μια γαλάζια πισίνα, τις  χρυσές ακτίνες του ήλιου μιας όμορφης μέρας, την  υφή του καφέ που απορροφάται σε έναν κύβο ζάχαρης, το θρόισμα από τις γαλάζιες σειρές κρυστάλλων. Επανασυνδέεται σιγά σιγά στη ζωή μέσα από τη συμπόνια της για τους άλλους και την ανάκληση της έλξης προς την τέχνη. Τελικά συνειδητοποιεί ότι αξίζει τον κόπο να μοιράζεται τον εαυτό της, τα υπάρχοντά της και τις γνώσεις της με άλλους, ενώ ταυτόχρονα παραμένει διαφορετική από αυτούς.

Τώρα ο κύκλος της αφήγησης μπορεί να κλείσει. Μετά την αρχική καταστροφική απώλεια αγάπης και έχοντας  προσπαθήσει να ζήσει την «ελευθερία» -χωρίς μνήμη, χωρίς επιθυμία, χωρίς δουλειά ή δέσμευση-, επιστρέφει συνειδητά σε μια νέα ουμανιστική μορφή αγάπης.

Στην αλησμόνητη τελική σεκάνς η υποβλητική μουσική του Zbigniew Preisner αντικατοπτρίζει ένα είδος «αναγέννησης» της Julie και «ενοποίησής» της μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων που είναι η νέα «οικογένειά» της. Εικόνες, μουσική και λόγια λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο, με τον αγνωστικιστή Kieslowski να δανείζεται στίχους  από την Α’ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους: «Νυνί δε μένει / πίστις, ελπίς, αγάπη / Τα τρία ταύτα / Μείζων δε τούτων / Η αγάπη».

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *