
Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία
- Trois Couleurs: Blanc
- Three Colors: White
- 1994
- Γαλλία, Πολωνία
- Πολωνικά, Γαλλικά, Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραμεντί, Μαύρη Κωμωδία, Σινεφίλ
Ένας πολωνός κομμωτής στο Παρίσι, που τον χωρίζει η γαλλίδα γυναίκα του, περιπλανιέται άστεγος στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας, μέχρι τη στιγμή που η γνωριμία με έναν μυστηριώδη συμπατριώτη του θα τον μεταπείσει να επιστρέψει στην Πολωνία και να επιστρατεύσει κάθε μέσο προκειμένου να ξανακερδίσει τον έρωτα της ζωής του.
Σκηνοθεσία:
Krzysztof Kieslowski
Κύριοι Ρόλοι:
Zbigniew Zamachowski … Karol Karol
Julie Delpy … Dominique Vidal
Janusz Gajos … Mikolaj
Jerzy Stuhr … Jurek
Aleksander Bardini … ο δικηγόρος
Jerzy Trela … Κος Bronek
Juliette Binoche … Julie de Courcy-Vignon
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Krzysztof Kieslowski, Krzysztof Piesiewicz
Παραγωγή: Marin Karmitz
Μουσική: Zbigniew Preisner
Φωτογραφία: Edward Klosinski
Μοντάζ: Urszula Lesiak
Σκηνικά: Halina Dobrowolska, Claude Lenoir
Κοστούμια: Elzbieta Radke
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Trois Couleurs: Blanc
- Ελληνικός Τίτλος: Τρία Χρώματα: Η Λευκή Ταινία
- Διεθνής Τίτλος: Three Colors: White
- Εναλλακτικός Τίτλος: Trzy Kolory: Bialy [πολωνικά]
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Three Colours: White [Μεγ. Βρετανία]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Δεύτερο μέρος της Τριλογίας των Χρωμάτων, αυτή τη φορά συμβολίζοντας την ισότητα στα χρώματα της γαλλικής σημαίας. Είναι όμως και η πιο πολωνική από τις τρεις ως παραγωγή.
- Juliette Binoche και Florence Pernel έχουν περάσματα, ως οι χαρακτήρες τους από την Μπλε Ταινία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/8/2021
Ανάμεσα σε μια ισοπεδωτικά επώδυνη συναισθηματικά μελέτη επάνω στο πένθος («Τρία Χρώματα: Η Μπλε Ταινία») και σε μια πολυεπίπεδη σπουδή χαρακτήρων με λεπτεπίλεπτη προσέγγιση επάνω στις διάφορες θεματικές που θίγει («Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία»), η «Λευκή Ταινία» διαχρονικά έχει επωμιστεί τον ρόλο του «πιο αδύναμου κρίκου» εντός της κισλοφσκικής Τριλογίας των Χρωμάτων. Πρόκειται για έναν χαρακτηρισμό που σίγουρα αδικεί κατάφωρα ένα θαυμάσιο φιλμ που ακροβατεί επιδέξια μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας σχεδόν σε κάθε του λεπτό, όσο κι αν μπορεί να υστερεί ελαφρώς σε σχέση με τις άλλες δυο ταινίες με τις οποίες συνδέεται.
Ο Kieslowski αποδεικνύει για μία ακόμη φορά εδώ την οξυδέρκειά του σε όσα αφορούν την παρατήρηση των ατομικών συμπεριφορών, σκιαγραφώντας και αναλύοντας ένα πρωταγωνιστικό ζεύγος του οποίου οι ενέργειες από άποψη ψυχολογίας βγάζουν απόλυτο νόημα, παρόλο που δεν μπαίνουν κάτω από ταμπέλες εύκολης κατηγοριοποίησης, για αυτό άλλωστε και δεν είναι προβλέψιμες. Ένα ζεύγος ικανό τόσο να αγαπήσει παθιασμένα όσο και να πληγώσει. Ο ιδιόμορφος ρομαντισμός που διατρέχει το σύνολο αξίζει ξεχωριστής ανάλυσης: δεν αφορά μονάχα το πώς απεικονίζεται ο «τρελός έρωτας» ανάμεσα στους χαρακτήρες των Zamachowski και Delpy, ως κάτι που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται ως ορθολογισμός, αλλά και το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Kieslowski την ανθρώπινη φύση μέσα από το τρόπον τινά οργανόγραμμα των ηρώων του που συνθέτει: από τη μία πλευρά άσχημη, με γνωρίσματα που ξεκινούν από την κακώς εννοούμενη ιδιοτέλεια και φτάνουν μέχρι και τον σαδισμό, και από την άλλη πλευρά ικανή για τις πιο μεγαλόψυχες χειρονομίες και για την προσωπική υπέρβαση. Υπό αυτό το πρίσμα, το λευκό της γαλλικής σημαίας στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος, που αναπαράγεται σαν οπτικό μοτίβο εξαιρετικά συχνά σε όλη τη διάρκεια του φιλμ και παραπέμπει στην ισότητα του γνωστού τριπτύχου της Επανάστασης (η οποία σαν έννοια εδώ έχει πολλές προεκτάσεις, από τη δυναμική της εξουσίας και της επιρροής ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ντουέτο μέχρι το πώς σαν κοινωνικό concept αυτή μένει στα χαρτιά όπως αποδεικνύεται από την ανέλιξη του πονηρού Karol από τα χαμηλά στα ψηλά και το πώς αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τον περίγυρό του μόλις αυτή συμβαίνει), ενδέχεται να κουβαλάει και την ερμηνεία της «ενάρετης» πλευράς του ανθρώπινου ψυχισμού.
Ταυτόχρονα, εντοπίζεται σεναριακά ένα έντονο πολιτικό σχόλιο μέσω της διαδρομής του κεντρικού ήρωα, που αντικατοπτρίζει μια τότε πραγματικότητα για την Πολωνία αλλά και για όλα ίσως τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η περιφρόνηση της Delpy για τον Zamachowski μπορεί να λειτουργήσει σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και ως το «φτύσιμο» των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών στη Δύση απέναντι στις χώρες που τότε ακόμη προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά την πτώση του αποκαλούμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, έχοντας παράλληλα το ένα μάτι στραμμένο προς την ΕΕ (βρισκόμαστε δέκα χρόνια μακριά από τη μεγάλη διεύρυνση που έγινε το 2004). Αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Karol αναβαθμίζεται σταδιακά όσον αφορά το οικονομικό και κοινωνικό του στάτους, με λίγη ευστροφία, λίγη επιμονή και μεγάλες δόσεις παρατυπίας, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί στο έπακρο όσα περισσότερα «παραθυράκια» του νεοφερμένου καπιταλιστικού καθεστώτος που είναι πλέον η κανονικότητα στη χώρα του, παραπέμπει άμεσα στο πώς δυστυχώς προέκυψε η καινούρια τάξη νεόπλουτων στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη μετά-ΕΣΣΔ εποχή. Ειδικά αυτό το δεύτερο κομμάτι αποδίδεται με μια διάθεση σατιρική μεν, όχι όμως στον βαθμό που αυτή να καταλήγει να ακυρώνει το ουμανιστικό πνεύμα που επικρατεί κατά τα άλλα σε σχέση με το νόημα. Πράγματι, παρά τις σκοτεινές πλευρές που φανερώνουν πολλοί εκ των χαρακτήρων, το τελικό αποτέλεσμα κατά βάση έχει αισιόδοξο επιμύθιο, το οποίο προκύπτει φυσικά ως εξέλιξη, και γενικότερα κυριαρχεί μια ιδιαίτερα οπτιμιστική οπτική γωνία. Κυρίως για αυτό τον τελευταίο λόγο είναι σίγουρα η πιο προσβάσιμη ταινία για το ευρύ κοινό από την κινηματογραφική τριλογία στην οποία ανήκει.
Ακριβώς επειδή σκηνοθετικά είναι μια πιο χαμηλόφωνη δημιουργία σε σύγκριση με την «Μπλε Ταινία» και τα ποιητικά κι αλληγορικά ξεσπάσματά της, αλλά και με την «Κόκκινη Ταινία» και τη διακριτική, καθαρά ευρωπαϊκού τύπου δεξιοτεχνία της, η «Λευκή Ταινία» εκπέμπει σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος, πιο προσγειωμένο και πιο οικείο, που μπορεί σε καλλιτεχνική αξία να υπολείπεται λίγο του ύψους των προαναφερθέντων φιλμ, κατορθώνει όμως να επικοινωνήσει αμεσότερα με τον θεατή. Ακόμη και κάποιες υπερβατικές πινελιές που εμφανίζονται ανά σημεία (το εκθαμβωτικό φλας-μπακ στην εκκλησία που επανέρχεται), παρά την ειδική βαρύτητά τους, ποτέ δεν πλησιάζουν το κακώς εννοούμενο «πομπώδες» που θα έβλαπτε το ύφος που επικρατεί.
Σίγουρα είναι ωφέλιμη η συνεισφορά ενός Zamachowski ερμηνευτικά ζωηρού, που συνδυάζει ιδανικά τις δύο αντικρουόμενες πλευρές του «λαμόγιου» και του «ανθρωπάκου», συνοψίζοντας στο πρόσωπό του την ισορροπία του φιλμ μεταξύ χιούμορ και σοβαρότητας, αλλά θα ήταν μεγάλη παράβλεψη να μην αναφερθεί, και πέραν μιας Delpy άκρως αξιομνημόνευτης και συναρπαστικής για το μικρό σχετικά χρονικό διάστημα που εμφανίζεται στην οθόνη, ο πραγματικά εξαιρετικός Janusz Gajos, που με μελετημένη εσωστρέφεια κι επιβλητικότητα βάζει μια κρίσιμη δόση ωριμότητας στο όλο μείγμα και χαρίζει στο φιλμ τον καλύτερο δεύτερο ρόλο του.
Εν κατακλείδι, δεν πρόκειται μονάχα για μια απαραίτητη προσθήκη στον προβληματισμό που ξεδιπλώνει ο Kieslowski σε έκταση τριών κινηματογραφικών δημιουργιών, αλλά και αυτόνομα ένα φιλμικό διαμάντι πλούσιο σε συναισθήματα και, στην υπέροχη τελική σκηνή του, γενναιόδωρα λυτρωτικό.
Βαθμολογία: