Δύο άνδρες γνωρίζονται σε ένα αεροπλάνο και ξεκινούν μια συζήτηση που καταλήγει σε φιλία. Για τον Χένρι Τιγκ, η φιλία αυτή είναι όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Ο καινούργιος του φίλος, ο Μαρκ, γίνεται σωτήρας και σύμμαχός του. Ωστόσο, κανένας δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει, και οι δυο τους κουβαλάνε μυστικά που απειλούν να τους καταστρέψουν… κι ενώ μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις του έθνους πλησιάζει.

Σκηνοθεσία:

Thomas M. Wright

Κύριοι Ρόλοι:

Joel Edgerton … Mark

Sean Harris … Henry Teague

Steve Mouzakis … Paul Emery

Jada Alberts … ντετέκτιβ Kate Rylett

Ewen Leslie … Milliken

Fletcher Humphrys … ντετέκτιβ Graham Ikin

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Thomas M. Wright

Παραγωγή: Iain Canning, Joel Edgerton, Rachel Gardner, Kim Hodgert, Kerry Kohansky-Roberts, Emile Sherman

Μουσική: Oliver Coates

Φωτογραφία: Sam Chiplin

Μοντάζ: Simon Njoo

Σκηνικά: Leah Popple

Κοστούμια: Mariot Kerr

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Stranger
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Άγνωστος

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία είχε ανακοινωθεί το 2020 ως The Unknown Man, κάτι που έλαβε χώρα στο European Film Market του φεστιβάλ Βερολίνου.
  • Επιρροή στην πλοκή είχε η αληθινή ιστορία του Daniel Morcombe, που είχε συγκλονίσει την Αυστραλία.
  • Το Netflix απέκτησε τα δικαιώματα της παγκόσμιας διανομής (εκτός Αυστραλίας), αλλά επιλέχτηκε να κάνει πρώτα μια μικρή πορεία στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου

Έκδοση Κειμένου: 22/10/2022

Η εμπειρία μου με αστυνομικά θρίλερ που δεν χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορική μαύρη κωμωδία ή βαρύ σουρεαλισμό είναι παρόμοια με αυτή που έχω με τον αναμφίβολα πλούσιο κόσμο της επιπλοποιίας -πλήρως επιφανειακή. Κατ’ αμφότερα, οι μοναδικές και θεμελιώδεις γνώσεις μου είναι πως εκτιμώ έναν δωρικό μινιμαλισμό, και πως οι Σκανδιναβοί είναι ανάρπαστοι μάστορες. Επομένως, οι θαμώνες του είδους παρακαλούνται να αντιμετωπίσουν την πιθανή απλοϊκότητα της εντύπωσής μου με καλή προαίρεση και οι “κάζουαλ” υποψήφιοι θεατές του να με θεωρήσουν έναν από αυτούς, αν και στοιχηματίζω πως η συνομοταξία μας δεν συμπεριλαμβάνει τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο του «Αγνώστου», τον Tom Wright.

Με την εμφάνιση του “βασισμένο σε αληθινή ιστορία” εισαγωγικού σημειώματος -που, φθαρμένο από την ακατάσχετη χρήση, προκαλεί πλέον σαρκαστικό γέλωτα συχνότερα από ανατριχίλα- κανείς προετοιμάζει το θυμικό του για άλλη μια νατουραλιστικά γυρισμένη, μονταρισμένη και πακεταρισμένη αστυνομική ιστορία. Ωστόσο, από το κοφτό “cut” του πρώτου κιόλας πλάνου, γίνεται ξεκάθαρο πως η ταινία διαπερνάται από ένα σαφέστατα προσδιορισμένο στιλιστικό υπόβαθρο, που πηγαίνει τον νου του θεατή σε διάθεση μακριά από αυτή της πεζής αστυνομικής τηλεταινίας. Όλα τα αισθητικά στοιχεία της ταινίας χρησιμοποιούνται με φειδώ -η ατμοσφαιρική μουσική, η λιτή “ξεφτισμένη” φωτογραφία, το μη γραμμικό μοντάζ, οι εξαιρετικές ψυχρές ερμηνείες και οι τεντωμένες σιωπές τους- κάνοντας την ιστορία να ρέει με τη σιγουριά μιας καλοδιπλωμένης σαΐτας.

Πέραν της κομψής σκοπιμότητας που διατρέχει την ταινία, μακράν το πιο ικανοποιητικό κατά τη θέασή της είναι το πόσο σέβεται τον θεατή της, του οποίου το αυτί ξεβουλώνει για λίγο από τον ίσως ενοχλητικότερο βραχνά του σύγχρονου μέινστριμ κινηματογράφου -αυτόν της ανελέητης επεξήγησης- όποια τεμπέλικη μορφή κι αν παίρνει, ενώ μετατρέπει την κινηματογραφική γλώσσα σε νιανιά και τον θεατή σε βρέφος ανίκανο να πέψει οτιδήποτε πέραν αυτού. Αυτά που ένας λιγότερο ικανός σκηνοθέτης θα επικοινωνούσε με επεξηγηματικό voice-over και αδέξιο διάλογο, ο Wright διαχειρίζεται αποκλειστικά με τη ροή του ιδιαίτερου μοντάζ του, με την πλοκή να γίνεται οργανικά λιγότερο επίκεντρο και περισσότερο φόντο για τους πρωταγωνιστές να ξετυλιχθούν, αποφεύγοντας έτσι και την προφανή παγίδα της φτήνιας του αντιαισθητικού συναισθηματισμού λόγω της σκληρής θεματολογίας, στην οποία πολλοί αναμφίβολα θα έπεφταν.

Η πολύπλευρη αρτιότητα της ταινίας αποκαλύπτει την “αστυνομική” αλλά και γενικότερα κινηματογραφική εγγραμματοσύνη του ανερχόμενου δημιουργού της, και αναπόφευκτα με οδηγεί στο να την προτείνω τόσο σε μανιώδη καταναλωτή αστυνομικών όσο και σε “κάζουαλ” θεατή. Ωστόσο ανήκοντας, όπως προανέφερα, στην τελευταία κατηγορία, δεν μπορούσα παρά να αισθάνομαι την επιθυμία η ταινία να ξεφύγει από τα περιορισμένα περιθώρια του είδους σε πιο οικουμενικά εδάφη, πράγμα που, παρά την καλογουστία της, δεν έκανε ποτέ, παραμένοντας αυστηρά μια καλοδουλεμένη αλλά σχετικά μονοδιάστατη αστυνομική ιστορία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *