Από τη γέννηση και την παιδική ηλικία, και από τα νιάτα ως την ενηλικίωση, ο καλόκαρδος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ περιτριγυρίζεται από καλοσύνη, κακία, πλούτο και φτώχια, καθώς γνωρίζει μια σειρά από απίθανους χαρακτήρες στη βικτωριανή Αγγλία. Και όταν έρχεται η ώρα που επιθυμεί να γίνει συγγραφέας, την ίδια ώρα αποζητά μια οικογένεια, μια νέα φιλία, τον έρωτα, αλλά και το κοινωνικό στάτους.

Σκηνοθεσία:

Armando Iannucci

Κύριοι Ρόλοι:

Dev Patel … David Copperfield

Tilda Swinton … Betsey Trotwood

Hugh Laurie … Κος Dick

Peter Capaldi … Κος Micawber

Ben Whishaw … Uriah Heep

Morfydd Clark … Clara Copperfield/Dora Spenlow

Paul Whitehouse … Daniel Peggotty

Aneurin Barnard … James Steerforth

Benedict Wong … Κος Wickfield

Daisy May Cooper … Peggotty

Gwendoline Christie … Jane Murdstone

Nikki Amuka-Bird … Κα Steerforth

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Simon Blackwell, Armando Iannucci

Παραγωγή: Armando Iannucci, Kevin Loader

Μουσική: Christopher Willis

Φωτογραφία: Zac Nicholson

Μοντάζ: Mick Audsley, Peter Lambert

Σκηνικά: Cristina Casali

Κοστούμια: Suzie Harman, Robert Worley

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Personal History of David Copperfield
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Δαυίδ Κόππερφιλδ (1935)

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: David Copperfield του Charles Dickens.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Dev Patel) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
  • Υποψήφιο για Bafta κάστινγκ.
  • Βραβείο σκηνικών στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Παρότι συχνό στην τηλεόραση, είναι η πρώτη κινηματογραφική διασκευή του κλασικού έργου του Charles Dickens μετά από 50 χρόνια.
  • Γνωστή για τις επί της μικρής οθόνης επιδόσεις της, αυτό είναι το ντεμπούτο επί της μεγάλης για την Daisy May Cooper.
  • Ενώ οι κριτικές ήταν υπέρ του, αποτέλεσε μια παταγώδη αποτυχία στα ταμεία. Με μπάτζετ 15,6 εκατομμύρια δολάρια, μπόρεσε να εισπράξει 14,4. Ήταν βέβαια από τις ταινίες που “τόλμησαν” να κάνουν άνοιγμα σε καιρό πανδημίας.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 12/7/2020

Ήταν εξαρχής περίεργη επιλογή για τον Armando Iannucci, και δεν θα έπρεπε να περιμένουμε μία ακόμα κλασικίζουσα διασκευή του διάσημου έργου του Dickens. Κι ευτυχώς που δεν έχουμε. Αλλά η πρώτη αίσθηση που δίνεται εδώ, είναι πως ο σκοτσέζος δημιουργός αγαπάει ίσως περισσότερο το έργο από ό,τι θα έπρεπε. Αν ήταν λίγο πιο ελεύθερος ακόμα, μπορεί και να άφηνε ιστορία.

Βασικά, έχουμε κάτι που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε μόνο ως «παρωδία με απόλυτο σέβας». Παρότι αντίθετες έννοιες η μία με την άλλη, κι όμως χωράνε εδώ με περισσή χάρη. Το πρώτο που πειράζει ο Iannucci είναι ότι παρουσιάζει μια Βρετανία του 19ου αιώνα διαφυλετική. Κι ακόμα περισσότερο, μια λευκή μπορεί να γεννήσει έναν έγχρωμο, ή και το αντίθετο, κι αυτό να δείχνει απόλυτα φυσιολογικό. Δεν ξέρω αν χρειάζεται να βιαστούμε να μιλήσουμε για μια γροθιά επί του ρατσισμού και του συντηρητισμού, αφού εν κατακλείδι όλοι οι ήρωες λειτουργούν, όπως θέλει μοιραία και το κείμενο, ως λευκοί. Περισσότερο μοιάζει ταξικό το σχόλιο, αφού τόσο την εποχή εκείνη, όσο εμμονικά και στα βιβλία του Dickens, ο ρατσισμός αφορά οικονομικά και ταξικά μεγέθη. Εν ολίγης, έχουμε μεν ένα σχόλιο, αλλά δεν πειράζεται πουθενά το προκείμενο.

Το «πειραχτήρι» όμως Iannucci δεν μένει μόνο εκεί. Διαποτίζει την ιστορία με ένα χιούμορ που ανά μικρές στιγμές παραπέμπει ακόμα και σε Monty Pythons. Από μικρές πινελιές σε διαλόγους, ως στιγμές ξεκαρδιστικής έκλαμψης. Έλα όμως που και πάλι δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Dickens, που είμαι βέβαιος πως θα όλα αυτά θα τον έβρισκαν σύμφωνο. Έτσι κι αλλιώς, ούτε εκείνος απέκλειε το χιούμορ στα μελοδράματα του, απλά ήταν προσαρμοσμένο στον ρεαλισμό.

Κι ενώ λοιπόν όλα έχουν αλλάξει… όλα είναι όπως παλιά. Επιτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί αυτή η εκμοντερνοποίηση του κλασικού μυθιστορήματος, αλλά κανείς δεν θα πει ότι δεν είδε εν πρώτοις Ντέιβιντ Κόπερφιλντ και Dickens. Εκεί που ελέγχεται αληθινά ο Iannucci είναι για την άνιση διαχείριση των εμπνεύσεων του, όπου σε σημεία χαλαρώνει και αφήνεται στον ρομαντισμό που αποπνέει η ιστορία από μόνη της. Από την άλλη, είναι τόσο πετυχημένα τα χιουμοριστικά ιντερλούδια, που σε κλέβουν από το σύνολο, και φαντάζει μεγάλος ο ενδιάμεσος χρόνος που προσδοκάς για το επόμενο. Υπάρχει συμπαγής χαρακτήρας, έστω κι υπό μια αναρχική οπτική, αλλά όχι ο «ιανουτσικά» κωμικός, κι εκεί υπάρχει θέμα.

Είναι χαρά να βλέπεις ουσιαστικές διασκευές έργων που έχουμε τόσο αποτυπωμένα στη μνήμη, που είναι και λίγο βαρετή η αυτούσια αναπαραγωγή τους. Η συγκεκριμένη σού αφήνει ένα χαριτωμένο αίσθημα εφορίας, αλλά όχι την πεποίθηση ότι είδες ολοκληρωμένα μια σπουδαία ταινία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *