Στην παγωμένη Νεμπράσκα του 1845, στα σύνορα του Δυτικού κόσμου, η μοναχική Μέρι αναλαμβάνει να μεταφέρει πίσω στον πολιτισμό τρεις γυναίκες που έχουν χάσει τα λογικά τους. Στη διαδρομή, θα την ακολουθήσει ο Μπριγκς, επικηρυγμένος λιποτάκτης, ο μοναδικός άντρας που θα τολμήσει να την πλησιάσει τόσο, ώστε η Μέρι να τον ζητήσει σε γάμο. Όποια κι αν είναι η απόφαση του Μπριγκς -μια ζωή οικογενειακή ή τυχοδιωκτική- τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο για τους δυο τους, αλλά και για τον κόσμο τους που βρίσκεται στα πρόθυρα των μεγάλων αλλαγών.
Σκηνοθεσία:
Tommy Lee Jones
Κύριοι Ρόλοι:
Tommy Lee Jones … George Briggs
Hilary Swank … Mary Bee Cuddy
Grace Gummer … Arabella Sours
Miranda Otto … Theoline Belknap
Sonja Richter … Gro Svendsen
Meryl Streep … Altha Carter
John Lithgow … αιδεσιμότατος Alfred Dowd
James Spader … Aloysius Duffy
Hailee Steinfeld … Tabitha Hutchinson
Tim Blake Nelson … Freighter
Jesse Plemons … Garn Sours
William Fichtner … Vester Belknap
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tommy Lee Jones, Kieran Fitzgerald, Wesley A. Oliver
Παραγωγή: Luc Besson, Peter Brant, Brian Kennedy
Μουσική: Marco Beltrami
Φωτογραφία: Rodrigo Prieto
Μοντάζ: Roberto Silvi
Σκηνικά: Merideth Boswell
Κοστούμια: Lahly Poore
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Homesman
- Ελληνικός Τίτλος: Μέχρι το Τέλος
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Homesman του Glendon Swarthout.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Όταν εκδόθηκε το 1988 το βιβλίο, ο Paul Newman είχε τα δικαιώματα και ήθελε να το κάνει ταινία. Μετά από μια σειρά αποτυχημένα σενάρια, είπε να το αφήσει.
- Πρώτη φορά που εμφανίζεται σε γουέστερν η Meryl Streep, αν και τα γυρίσματα της έγιναν μέσα σε μόλις μία ημέρα.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 25/6/2014
Νεμπράσκα στην εποχή των πιονέρων του Φαρ Ουέστ, σε μια μικρή κοινότητα διάσπαρτη στις αχανείς, σχεδόν κλειστοφοβικές άδεντρες πεδιάδες, χωρίς καν το τυπικό «town» με έναν δρόμο και μια παράταξη από μαγαζιά. Η Μαίρη Μπι Κάντι είναι αγρότισσα, στα 31 της, σχεδόν γεροντοκόρη για κείνη την εποχή. Ακολουθεί τις χριστιανικές εντολές, δουλεύει σκληρά και δεν διστάζει να προτείνει στον γείτονα να παντρευτούν. Δεν υπάρχει τίποτε ρομαντικό. Είναι για μια καλύτερη προκοπή και για δημιουργία οικογένειας, όπως «είναι το σωστό». Αν κατά βάθος και κατά πόσο πληγώνεται σαν γυναίκα όταν εισπράττει (κι όχι μια φορά) άρνηση γιατί «είναι δεσποτική και άχαρη», περνάει πίσω απ` τις εικόνες. Η Μαίρη Μπι έχει αντέξει τη σκληρή ζωή του Ουέστ, αλλά τρεις άλλες νεαρές παντρεμένες γυναίκες της περιοχής, όχι. Έχουν τρελαθεί και η κοινότητα αποφασίζει να τις στείλουν ανατολικά στην Αϊόβα για περίθαλψη. Ελλείψει διαθέσιμων αντρών, η Μαίρη Μπι αναλαμβάνει τον δύσκολο αντρικό ρόλο της μεταφοράς και στην πορεία βρίσκει βοηθό-συνοδό τον Τζορτζ Μπριγκς, έναν λιποτάκτη που τον σώζει από κρεμάλα καθώς είχε καταπατήσει ένα κονάκι. Ο Μπριγκς θα τηρήσει τον λόγο του, και επειδή εκείνη τον έσωσε και επειδή έπεται αμοιβή, αλλά βαθμηδόν θα την εκτιμήσει για το κουράγιο και το ήθος της, παρότι της αρνείται κι αυτός γάμο, αν και….
Οι «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» ήταν μια ιστορία πολύ γερά δεμένη απ’ τα σκαριά της, ώστε να επιτρέψει στον Τόμι Λι Τζόουνς να την περάσει στην οθόνη αποτελεσματικά και με κάποια άνεση. Η παρούσα νουβέλα όμως του Γκλέντον Σουόρθαουτ ή το σενάριο που δημιούργησε από αυτήν, παίζει υπαινικτικά πάνω στα θέματά της παρουσιάζοντας δυσκολίες. Οι εσωτερικές διεργασίες της ηρωίδας είναι κάπως ασαφείς και η μεγάλη ανατροπή στο δεύτερο τρίτο της ιστορίας αποκαλύπτουν το μεγάλο βάσανο της ψυχής της, χωρίς να το έχουμε μέχρι τότε λειτουργικά μοιραστεί ώστε να υπάρξει δραματουργική κορύφωση. Οι Ιάπωνες ξέρουν να χειρίζονται αυτές τις ελλείψεις, φροντίζοντας όλη η αφήγηση να είναι ένα «σιωπηλό» παιχνίδι σημάτων ώστε να συμμετέχει ο θεατής αναλόγως. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με έναν δυνατό ρεαλισμό και μια αναπαράσταση της σκληρής ζωής της εποχής (αν ήταν βουβή θα θύμιζε Ρόμπερτ Φλάερτι), χωρίς τη μυθολογική, κινηματογραφική φόρμα του γουέστερν. Αυτό είναι το προσόν και μεγάλο ατού του έργου, που όμως δεν θηλυκώνει καλά πάνω στο δραματουργικό νήμα της ανάπτυξης των ηρώων. Σε πείθει ανά σεκάνς, αλλά σε αφήνει λιγάκι πεινασμένο ως σύνολο.
Πέραν τούτου, ο Τζόουνς απέδωσε κι έναν τόνο ελεγείας πάνω στο μάταιο της «οδύσσειας χωρίς Ιθάκη» που ένοιωσα και με το «Αληθινό Θράσος» των Κοέν, από τους οποίους είναι φανερό ότι προσπαθεί να διδαχθεί, ενσταλάζοντας στην αφήγησή του και λίγο πικρό χιούμορ. Σε κάθε περίπτωση, είναι μια σοβαρή προσπάθεια που αξίζει να την έχεις δει.
Βαθμολογία: