
Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία
- Take the Money and Run
- 1969
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γίντις
- Αστυνομική, Κωμωδία
Από μικρός, ο Βέρτζιλ Στάρκγουελ δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Αφού αποτυγχάνει στη μουσική του «καριέρα», αποφασίζει να κλέβει τράπεζες. Τότε γνωρίζει κι ερωτεύεται τη Λουίζ, μια υπάλληλο σε πλυντήρια, και κάνουν και παιδί. Αλλά το μυαλό του Βέρτζιλ είναι μονάχα στο έγκλημα, ακόμη κι αν είναι αιωνίως αποτυχημένος και σε αυτό.
Σκηνοθεσία:
Woody Allen
Κύριοι Ρόλοι:
Woody Allen … Virgil Starkwell
Janet Margolin … Louise
Marcel Hillaire … Fritz
Jacquelyn Hyde … Δις Blair
Lonny Chapman … Jake
Jan Merlin … Al
James Anderson … δεσμοφύλακας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Woody Allen, Mickey Rose
Παραγωγή: Charles H. Joffe, Jack Rollins
Μουσική: Marvin Hamlisch
Φωτογραφία: Lester Shorr
Μοντάζ: Paul Jordan, Ron Kalish
Σκηνικά: Fred Harpman
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Take the Money and Run
- Ελληνικός Τίτλος: Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Πέτα τα Λεφτά και Τρέχα [επανέκδοσης]
Παραλειπόμενα
- Το πρώτο ευρείας κυκλοφορίας mockumentary, δηλαδή ψεύτικο ντοκιμαντέρ. Είναι και η πρώτη προσωπική ταινία του Woody Allen (η πρωτόλεια σκηνοθεσία του ήταν απλά μια κωμική αναπαραγωγή ταινίας από την Ιαπωνία, δίχως νέες σκηνές), που θα σημαδέψει το κωμικό ύφος της πρώτης του περιόδου.
- Ο Allen αρχικά ήθελε από τον Jerry Lewis να το σκηνοθετήσει, αλλά όταν δεν τα κατάφερε, αποφάσισε να το κάνει μόνος του.
- 100 κρατούμενοι στις φυλακές του Σαν Κουέντιν πήραν από λίγα χρήματα για να εργαστούν για την ταινία. Για να μη δραπετεύσουν, όσοι δεν ήταν κρατούμενοι είχαν πάνω τους ένα ειδικό μελάνι που έλαμπε, και έτσι περνούσαν από τους φύλακες στο τέλος της ημέρας.
- Στο αρχικό σενάριο, ο κεντρικός ήρωας σκοτώνονταν στο φινάλε, αλλά με τη συμβολή του μοντέρ Ralph Rosenblum αποφασίστηκε ένα πιο “ελαφρύ” τελείωμα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 7/5/2009
Πάνε κάτι χρόνια που είδα τελευταία φορά τον Εγκέφαλο του Woody Allen, και μονάχα που η επανέκδοση του με έκανε να τον θυμηθώ, με έπιασαν τα γέλια. Το χιούμορ αυτής της ταινίας καταγράφεται βαθιά στη μνήμη, σαν να είναι ανέκδοτο που θέλουμε πάντα να λέμε. Είναι ένα ακατέργαστο πρωτόλειο ενός δημιουργού, έτοιμου να σημαδέψει τον κινηματογράφο. Είναι μια πρωτόγνωρη έμπνευση που δεν διεκδικεί τον όρο αριστούργημα, γιατί αφήνει τόσες υποσχέσεις για το μέλλον, που αν δεν επιβεβαιωνόντουσαν θα ήταν ένα cult πυροτέχνημα…
Ο χαρακτήρας του Βέρτζιλ σατιρίζει μια γενιά που στηρίχτηκε στον αντικομφορμισμό και του έδωσε «θεϊκή» υπόσταση. Ο Allen βλέπει όλη αυτή την επανάσταση σαν ευκαιρία επιστροφής στις επαναστατικές ημέρες του σινεμά και συγκεκριμένα στο σλάπστικ. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να πάρει τον τύπο του Βέρτζιλ και να τον χρησιμοποιεί σε όλες τις μετέπειτα ταινίες του, όπως έκαναν και οι βωβοί κωμικοί. Αλλά, γιατί σας μιλάω για επιρροές και νοήματα, αφού το ζητούμενο είναι ότι έχουμε ένα χιούμορ που σκοτώνει. Λιγότερο εγκεφαλικό από τις μετέπειτα δημιουργίες του και περισσότερο ατόφιο, ανάγωγο, πρωτότυπο, «in your face». Μη χάσετε την ευκαιρία να το δείτε, να το ξαναδείτε, να το μοιραστείτε και με άλλους. Δεν υπάρχουν διαλείμματα στην πλάκα, δεν υπάρχει άλλος σύγχρονος κωμικός με τέτοια αίσθηση χιούμορ. Τελικά, βρέθηκε εγκέφαλος για τη «ληστεία»…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 21/2/2011
Ο Γούντι Άλεν ήταν, είναι και θα είναι ευφυέστατος και δαιμόνιος. Και το αποδεικνύει από την πρώτη κιόλας ταινία που τον έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό. Το Take the Money and Run είναι μια κωμωδία ξεκαρδιστική. Δεν λείπουν ούτε οι ξεκαρδιστικές καταστάσεις, ούτε όμως και οι φαρμακερές ατάκες. Έχουμε να κάνουμε με έναν κακοποιό καριέρας, ο οποίος όμως είναι ο πλέον αδέξιος που έχετε ποτέ δει. Παντρεύεται, αναπαράγει το είδος του, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από το έγκλημα και τη μοίρα που του επιφυλάσσει αυτό. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, δεν ξεχωρίζει στην ταινία μόνο το χιούμορ και οι καταστάσεις που εφευρίσκει από το μηδέν ο Γούντι, αλλά και οι χαρακτήρες που πλάθει. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι πρωτότυπος, εκκεντρικός, γεννημένος για να μείνει κλασικός.
Η σκηνοθεσία συνδυάζει, σοφά κι αποτελεσματικά, στοιχεία από ντοκιμαντέρ μαζί με τις σταθερές επιρροές του Γούντι από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Όμως, δεν είναι αυτή που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στην ταινία, αλλά αρκείται στον δεύτερο ρόλο, αφήνοντας το σενάριο και τους χαρακτήρες να μιλήσουν. Ασκώντας σταθερά υποστηρικτικό ρόλο, δημιουργεί το σωστό κλίμα προκειμένου να δράσει και να ζήσει ο «γλυκούλης» κακοποιός μας…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 14/9/2018
Ο Βέρτζιλ Στάργκουελ είναι ένας αποτυχημένος κακοποιός. Γεννημένος loser σε όλα του, ο βραχύσωμος γκάγκστερ της συμφοράς διέθετε μία πορεία άξια να την παρατηρήσει κανείς σε κάθε βήμα της. Έτσι τουλάχιστον έκρινε ο Γούντι Άλεν, ο οποίος επέλεξε αυτόν τον υπέροχο τύπο για να ανοίξει τον χορό τον alter ego του. Το «Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα» (ή αλλιώς, εύστοχα ομολογουμένως, «Ζητείται Εγκέφαλος για Ληστεία») είναι η πρώτη ουσιαστικά ταινία του Γούντι και είναι μια γνήσια εισαγωγή στην κωμική του μεγαλοφυΐα.
Πρόκειται για ένα από τα πρώτα mockumentaries (αν όχι το πρώτο) ευρείας κυκλοφορίας που γνώρισε η κινηματογραφική ιστορία. Ο Γούντι χρησιμοποιεί την εμφατική και πλήρως ντοκιμαντερίστικη φωνή του Τζάκσον Μπεκ στην αφήγηση, συλλαμβάνοντας τον θεατή εξ απροόπτου. Αφήνεται ολόψυχα στο σλάπστικ στοιχείο της κωμωδίας του και μέσα από τις περιπέτειες και τις περιπτύξεις του κεντρικού ήρωα γκρεμίζει συθέμελα κάθε σοβαροφάνεια της εποχής. Όπως έμελλε να επαναλάβει δεκάδες φορές, δεν κρύβει τις επιρροές του και κυρίως δε φοβάται να τις σατιρίσει. Και μπροστά στη μανία του δεν μένει τίποτα όρθιο: Ηρωικά ντοκιμαντέρ, φιλμ νουάρ, ιστορίες παρανόμων και φυλακόβιων είναι μόνο μερικά από τα είδη τα οποία υφίστανται το οργιώδες κοσκίνισμα του διοπτροφόρου δημιουργού.
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα σπαρταριστό με τις έξαλλες καταστάσεις να διαδέχονται η μία την άλλη με αστραπιαίο ρυθμό. Μέσα από την ιστορία αυτού του περιθωριακού αλλά ουχί γοητευτικού και κουλ τυπάκου, ο Άλεν διακωμωδεί την ασίγαστη όρεξη των νεολαίων της γενιάς του να προαχθούν σε larger than life φιγούρες, μιμούμενοι πρότυπα που δε δύνανται να κατανοήσουν ή να εσωτερικεύσουν. Χαρίζει την ταινία του στο παράλογο, το οποίο όμως -συχνά στο έργο του- εξυπηρετεί διττό σκοπό. Απαλύνει όσο χρειάζεται τον καθημερινό πόνο και αποτελεί το μόνο αξιόπιστο εργαλείο στην προσπάθεια να εξηγήσει κανείς πώς λειτουργεί ο κόσμος∙ κόντρα σε κάθε λογική.
Βέβαια, η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι ο ίδιος ο μύθος που την περιβάλλει. Σε μια φιλμογραφία που μετρά πενήντα χρόνια και σχεδόν ισάριθμες ταινίες, η αρχή φαντάζει τόσο μα τόσο μακρινή. Και όμως, όταν κανείς την αντικρίζει, συνειδητοποιεί ότι πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Άλεν ως δημιουργό βρίσκονταν ήδη εκεί. O 34χρονος τότε Αμερικανός, στο ντεμπούτο του, αφήνει το άναρχο πνεύμα του να κυριαρχήσει, ανοργάνωτο και πηγαίο. Φυσικά, δε διαθέτει τον πλήρη έλεγχό του, τον οποίο απέκτησε ελάχιστα χρόνια μετά, όμως τα πρώτα δείγματα γραφής αποτυπώθηκαν εδώ.
Στην πρώτη περίοδο του Γούντι, που εγκαινιάζεται με τη συγκεκριμένη ταινία και λήγει με τον ξεκαρδιστικό «Ειρηνοποιό», αποτυπώνεται με σαρδόνιο τρόπο η αγάπη του για όλα όσα τον καθόρισαν – κορυφαία επιρροή τούτης της περιόδου οι αδερφοί Μαρξ. Το στοιχείο αυτό, βέβαια, τοποθετείται σε περίοπτη θέση καθ’ όλη τη μακρά διάρκεια της καριέρας του Άλεν. Ωστόσο εδώ, και για λίγα χρόνια ακόμα, τίθεται με όρους εξωστρέφειας και όχι εσωτερικότητας. Δεν έχουν αρχίσει ακόμα οι πάγιες εμμονές, οι αδιέξοδες αναζητήσεις και ο ακαδημαϊκός τόνος. Εδώ παρατίθεται σε ανεξέλεγκτες δόσεις άσπιλο και οξυδερκές χιούμορ, που αγγίζει τα όρια της υπερεπιτυχημένης φάρσας.
Για τους ουκ ολίγους φανατικούς οπαδούς του ανά τον κόσμο, ο Γούντι Άλεν δεν αποτελεί απλώς έναν αγαπημένο δημιουργό. Δεδομένης και της συνέπειας που έχει επιδείξει στην κυκλοφορία μιας ταινίας ανά έτος, αποτελεί περισσότερο έναν προσωπικό βιογράφο του καθενός. Το «Take the Money and Run» είναι μία ταινία στην οποία κανείς επιστρέφει αμέτρητες φορές, όχι γιατί πρόκειται για ένα άφθαρτο αριστούργημα, αλλά γιατί μέσα στην ολοσχερώς απαλλαγμένη συμπλεγμάτων ατέλειά του, θυμίζει κάτι πάρα πολύ σπουδαίο. Ότι όσο δύσκολο και αν είναι να βρει κανείς μια άκρη σε αυτό το δαιδαλώδες σχήμα που λέγεται ζωή, το μόνο που σίγουρα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα είναι να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Και αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη παραδοχή που καλείται να κάνει.
Βαθμολογία: