
Μια νεαρή αμερικανίδα μπαλαρίνα, η Σούζι Μπάνιον, ταξιδεύει σε μια περίοπτη ακαδημία χορού στο Βερολίνο του 1977. Αυτό όμως που θα ανακαλύψει εκεί, είναι κάτι το πλέον μοχθηρό και υπερφυσικό. Ολοένα και τρομοκρατείται περισσότερο από μια σειρά ειδεχθών φόνων, και σιγά-σιγά διεισδύει στη σκοτεινή ιστορία της ακαδημίας.
Σκηνοθεσία:
Luca Guadagnino
Κύριοι Ρόλοι:
Dakota Johnson … Susie Bannion
Tilda Swinton … μαντάμ Blanc/Δρ Josef Klemperer/Helena Markos
Mia Goth … Sara Simms
Angela Winkler … Δις Tanner
Ingrid Caven … Δις Vendegast
Elena Fokina … Olga Ivanova
Chloe Grace Moretz … Patricia Hingle
Sylvie Testud … Δις Griffith
Renee Soutendijk … Δις Huller
Fabrizia Sacchi … Pavla
Malgorzata Bela … Κα Bannion/ο θάνατος
Jessica Harper … Anke Meier
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David Kajganich
Παραγωγή: Bradley J. Fischer, Luca Guadagnino, David Kajganich, Francesco Melzi d’Eril, Marco Morabito, Gabriele Moratti, William Sherak, Silvia Venturini Fendi
Μουσική: Thom Yorke
Φωτογραφία: Sayombhu Mukdeeprom
Μοντάζ: Walter Fasano
Σκηνικά: Inbal Weinberg
Κοστούμια: Giulia Piersanti
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Suspiria
- Ελληνικός Τίτλος: Suspiria
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Σουσπίρια (1977)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Σουσπίρια των Dario Argento, Daria Nicolodi.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο τραγουδιού (Suspirium).
- Υποψήφιο για μουσική, τραγούδι (Suspirium), σκηνικά, ειδικά εφέ, μακιγιάζ και κομμώσεις στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Το ριμέικ του κλασικού-cult Σουσπίρια (1977) είχε μπει στα σκαριά από το 2008, όταν ήταν να το σκηνοθετήσει ο David Gordon Green. Για ηθοποιούς του είχε επιλέξει ήδη τους Isabelle Huppert, Janet McTeer και Isabelle Fuhrman, ενώ είχε προσεγγισθεί και η Natalie Portman. Αλλά το 2015, ήρθε σε σύγκρουση με το στούντιο για το πρόγραμμα χρηματοδότησης της ταινίας, αποχωρώντας. Την ίδια χρονιά, στο φεστιβάλ της Βενετίας έκανε την εμφάνιση του το όνομα του Luca Guadagnino, ο οποίος δήλωσε ότι ήθελε την τετράδα ηθοποιών από την ταινία του Κάτω από τον Ήλιο.
- Φήμες ήθελαν την Judi Dench να παίξει τη Μαντάμ Μπλανς.
- Από τον Χειμώνα του 2015, η Dakota Johnson ξεκίνησε εντατικά μαθήματα μπαλέτου, που διήρκεσαν μέχρι και που ξεκίνησαν τα γυρίσματα.
- Τα κεντρικά γυρίσματα έγιναν στο Grand Hotel Campo Dei Fiori στο Βαρέζε της Λομβαρδίας, αν και το σκηνικό τοποθετείται επί της πλοκής στο Δυτικό Βερολίνο, πλάι στο Τείχος.
- Όπως και η ταινία του 1977, έτσι κι αυτή γυρίστηκε σε 35mm. Αντίθετα όμως με το έντονο χρώμα που ήταν σήμα κατατεθέν του Argento, εδώ η φωτογραφία είναι σκοτεινή και νωθρή (με αναφορές σε δουλειές του Rainer Fassbinder και του Balthus).
- Ο Damien Jalet είναι ο χορογράφος στα στιλιζαρισμένα χορευτικά σημεία.
- Το 2018 ο Guadagnino είχε δηλώσει πως αυτή ήταν η πιο προσωπική του ταινία, ενώ από νωρίς είχε ξεκαθαρίσει πως δεν είναι ριμέικ αλλά φόρος τιμής στην ταινία του Dario Argento.
- Παρά το εντυπωσιακό του άνοιγμα σε επιλεγμένες αίθουσες, κατέληξε να αποτελέσει μια μεγάλη εμπορική αποτυχία. Συνολικά το φιλμ εισέπραξε 7,9 εκατομμύρια δολάρια, έναντι κόστους των 20.
- Ο τίτλος εργασίας ήταν Suspiria: Part One, αφού οι Guadagnino και Kajganich έβλεπαν την ταινία ως το πρώτο μισό ενός μεγαλύτερου σχεδίου. Το 2020, ο Guadagnino δήλωσε όμως πως ένα σίκουελ ήταν αδύνατο να υπάρξει, μια και προηγήθηκε η καταστροφή στο box-office.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο τραγουδιστής των Radiohead, Thom Yorke, αρχικά είχε αρνηθεί την πρόταση να συνθέσει τη μουσική της ταινίας, αλλά μετά από μήνες παρακλήσεων του σκηνοθέτη, συμφώνησε. Αρκετή από τη δουλειά την είχε ήδη τελειώσει πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, έτσι ο Guadagnino είχε την ευχέρεια να τη χρησιμοποιεί στα πλατό.
- Της εξόδου του σάουντρακ προηγήθηκαν 5 προωθητικά σινγκλ, με πρώτο το Suspirium (με φωνητικά του Yorke).
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 5/11/2018
Τις περισσότερες φορές είναι ευχάριστο ένα ριμέικ να μην ακολουθεί κατά γράμμα ό,τι προϋπήρχε στο πρωτότυπο αλλά να ανοίγει έναν δικό του δρόμο, να μην ακολουθεί τον ασφαλή δρόμο και να γίνεται “φωτοτυπία”. Αυτό όμως εξαρτάται και από τις νέες ιδέες που θα φέρει που θα εμπλουτίσουν ή θα ανανεώσουν τον αρχικό μύθο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Guadagnino καταλήγει να εκτροχιάζεται τόσο από την κλασική ταινία του Argento που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν αποφάσιζε από την αρχή να κάνει κάτι δικό του χωρίς τη σφραγίδα της επανανάγνωσης μιας τόσο γνωστής δημιουργίας. Κάποιος κυνικός ίσως να έλεγε πως αν απλά κυκλοφορούσε το φιλμ ως ακόμη μια προσωπική δουλειά να μην προκαλούσε τον ίδιο ντόρο από ότι υπό τη συγκεκριμένη αιγίδα ενός τόσο τολμηρού εγχειρήματος που πάει να “πειράξει” κάτι τόσο καθιερωμένο κι αγαπημένο διαχρονικά… Παρόλο που δεν του λείπουν κάποιες σποραδικές ενδιαφέρουσες ιδέες, το νέο “Suspiria” χαρακτηρίζεται από ένα μοιραίο ελάττωμα που το καταδικάζει ποιοτικά: μια απέραντη αμετροέπεια. Πέραν της πραγματικά πελώριας χρονικής διάρκειας για τα δεδομένα του είδους, το σενάριο είναι παραφουσκωμένο με μια πλειάδα παράταιρων στοιχείων και αναφορών, από τη βίντεο αρτ μέχρι τη… Φράξια Κόκκινος Στρατός, χωρίς να τα “δένει” επαρκώς μεταξύ τους ώστε να προκύψει κάτι ομοιογενές. Ακόμη και στυλιστικά υπάρχει μια υπερφόρτωση, που συχνά οδηγεί σε ένα ως και κακόγουστο οπτικά αποτέλεσμα που θαρρεί πως αποτελεί πολύ πιο εντυπωσιακό από ότι πραγματικά είναι, με το πολλές φορές βιντεοκλιπίστικο μοντάζ να μη βοηθάει την κατάσταση.
Η μεγαλύτερη ένσταση όμως αφορά το πως επιλέγει ο σκηνοθέτης να κλείσει η δική του εκδοχή, ακυρώνοντας με εντυπωσιακά απογοητευτικό τρόπο όσα προηγήθηκαν για να μετατρέψει το πόνημά του από ένα ιδιαίτερο θρίλερ, έστω προβληματικό, με μια καλοδεχούμενα γκραν γκινιόλ κορύφωση σε ένα μπανάλ ψυχογράφημα και μια τετριμμένη σπουδή πάνω στην έννοια της ενοχής. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν όλες οι αρετές του συνόλου συνδέονται με ό,τι κρατάει ο Guadagnino από το φιλμ που τον ενέπνευσε και πως όσο απομακρύνεται από αυτό τόσο περισσότερο βυθίζεται σε μια τρικυμία εν κρανίω. Μέσα σε όλο αυτό το χάος χάνονται δυστυχώς και κάποιες επί μέρους αρετές που άξιζαν μια καλύτερη ταινία για να αναδειχθούν, μεταξύ άλλων η τριπλή ερμηνεία της Tilda Swinton που είναι πραγματικά απολαυστική και η μουσική του Thom Yorke που διεγείρει περισσότερο τη σκέψη από τις εικόνες που καταγράφονται. Η Dakota Johnson, αν και ευχάριστη παρουσία, δεν έχει πείσει ακόμη πως έχει το εκτόπισμα για να βγάλει εις πέρας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ωστόσο δε γίνεται να αρνηθεί κανείς τη φανερά εντυπωσιακή σωματική προετοιμασία από την οποία πέρασε για τις χορευτικές απαιτήσεις της ερμηνείας της.
Από όποια πλευρά κι αν προσπαθήσει να το εκτιμήσει κάποιος, δεν είναι ένα επιτυχημένο εγχείρημα: δεν είναι ούτε αρκετά τρομακτικό πέραν της εκρήξεως κοντά στο φινάλε για να υπάρξει ο ισχυρισμός ότι τουλάχιστον τα καταφέρνει ως σινεμά είδους, ούτε είναι επαρκώς καλλιτεχνίζον για να ξεχωρίσει ως μια διαφορετική πρόταση με άποψη. Όσο κι αν είναι τουλάχιστον φιλότιμη η προσπάθεια του σκηνοθέτη αλλά και του σεναριογράφου να βάλουν ένα τέτοιο προσωπικό στοίχημα, άλλο τόσο γίνεται φανερό πως πήγαν να δαγκώσουν μεγαλύτερη μπουκιά από όση χωράει το στόμα τους. Υπάρχουν ένα σωρό επιλογές εδώ που προκαλούν ερωτηματικά, όπως η τοποθέτηση των δρώμενων σε ένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο, δίχως όμως να υπάρχει μια ξεκάθαρη τουλάχιστον πρόθεση για μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που θα προσέθετε σημειολογικούς πόντους στο σύνολο. Μια πιο συντηρητική προσέγγιση θα προέτρεπε τον δημιουργό του “Να με Φωνάζεις με το Όνομά σου” να παραμείνει στον τομέα που να ξέρει καλύτερα, δηλαδή τα δράματα με έδρα την Ιταλία και μια εσάνς κοσμοπολιτισμού, αλλά το ότι το πείραμα δεν πέτυχε εδώ δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν θα έπρεπε να ψαχτεί και σε άλλες αρένες. Αν μη τι άλλο έχει δείξει σταθερά μια κατασκευαστική δεξιότητα, ανεξαρτήτως καλλιτεχνικού αποτελέσματος…
Βαθμολογία: