Οι Μόνταγκιου και οι Καπουλέτοι, οι δύο πιο δυνατές οικογένειες στην Βερόνα, διατηρούν θανάσιμη έχθρα. Ο Ρωμαίος, ο νεαρός Μόνταγκιου, θα ερωτευτεί παράφορα την όμορφη κόρη των Καπουλέτων, Ιουλιέτα, ακόμα κι αν όλα δείχνουν πως θα υπάρχει τραγική κατάληξη.

Σκηνοθεσία:

Carlo Carlei

Κύριοι Ρόλοι:

Douglas Booth … Romeo Montague

Hailee Steinfeld … Juliet Capulet

Damian Lewis … λόρδος Capulet

Natascha McElhone … λαίδη Capulet

Ed Westwick … Tybalt

Nathalie Rapti Gomez … Rosaline Capulet

Lesley Manville … η γκουβερνάντα

Tom Wisdom … κόμης Paris

Tomas Arana … λόρδος Montague

Laura Morante … λαίδη Montague

Paul Giamatti … καλόγερος Laurence

Kodi Smit-McPhee … Benvolio Montague

Christian Cooke … Mercutio

Anton Alexander … Abraham

Stellan Skarsgard … πρίγκιπας Escalus

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Julian Fellowes

Παραγωγή: Simon Bosanquet, Lawrence Elman, Julian Fellowes, Alexander Koll, Ileen Maisel, Doug Mankoff, Andrew Spaulding, Nadja Swarovski, Dimitra Tsingou

Μουσική: Abel Korzeniowski

Φωτογραφία: David Tattersall

Μοντάζ: Peter Honess

Σκηνικά: Tonino Zera

Κοστούμια: Carlo Poggioli

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Romeo & Juliet
  • Ελληνικός Τίτλος: Ρωμαίος & Ιουλιέτα
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ρωμαίος & Ιουλιέτα

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • ΘεατρικόRomeo and Juliet του William Shakespeare.

Παραλειπόμενα

  • Παρότι ο Julian Fellowes παρέμεινε πιστός στην πλοκή του διάσημου θεατρικού, μόνο ελάχιστοι διάλογοι του William Shakespeare χρησιμοποιήθηκαν στο σενάριο.
  • Ο Douglas Booth επιλέχτηκε ανάμεσα σε 300 ηθοποιούς. Ανάμεσα τους και οι: Logan Lerman, Sam Claflin, Josh Hutcherson και Benjamin Gur.
  • Ο σκηνοθέτης είχε κατά νου να είναι γυμνή η ερωτική σκηνή, αλλά αυτό πριν προσληφθεί η νεότατη Hailee Steinfeld.
  • Η Lily Collins ήταν η αρχική επιλογή για την Ιουλιέτα.
  • Ο ρόλος του κόμης Πάρις είχε προσφερθεί πρώτα στον Paul Wesley.
  • Όλα τα γυρίσματα έγιναν στην Ιταλία.
  • Από τις αίθουσες, η ταινία εισέπραξε μόλις 3 εκατομμύρια δολάρια.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο James Horner προσλήφθηκε για να γράψει τη μουσική, αλλά αυτή που παρέδωσε απορρίφθηκε.

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 14/5/2014

Το συγγραφικό αριστούργημα του Σαίξπηρ, έρχεται για μια ακόμη φορά στις αίθουσες με σκηνοθέτη, τον γνωστό μόνο στη χώρα του και κυρίως δημιουργό ταινιών για την τηλεόραση Carlo Carlei. H ιστορία είναι προσαρμοσμένη από τον Julian Fellowers, ο οποίος έχει κερδίσει στο παρελθόν Όσκαρ για το σενάριο της ταινίας Godsford Park (2001), αλλά τώρα είναι κυρίως γνωστός για την πολυβραβευμένη σειρά της τηλεόρασης Downtown Abbey. Ίσως τελικά και το ίδιο το φιλμ να έπρεπε να αποτελέσει απλά ένα τηλεοπτικό προϊόν, χωρίς να έχει περισσότερες προσδοκίες κινηματογραφικότητας. Γιατί δυστυχώς, μετά από περίπου δυο ώρες που διαρκεί, βρίσκεσαι να έχεις τις ίδιες ακριβώς απορίες, που είχες εξ αρχής, πριν το δεις: Από πού προέρχεται η έμπνευση και η επιθυμία να γίνει για νιοστή φορά ταινία, ένα τόσο γνώριμο και προβεβλημένο δημιούργημα; Τι μπορεί να προστεθεί, στην κατά τα άλλα τραγικότερη και συνάμα πιο όμορφη ιστορία αγάπης, χωρίς το θράσος ή την ακραία σκέψη της ριζικής αναδόμησης της πλοκής ή έστω της αλλαγής του κειμένου;

Ο Fellowers μένει πιστός σε μεγάλο βαθμό στο μεσαιωνικό κείμενο, παραλείποντας όμως πράξεις του δράματος. Προσπαθώντας να κρατήσει την αυθεντικότητα των διαλόγων αλλά ταυτόχρονα να τους κάνεις πιο προσβάσιμους, κυρίως σε ένα νεανικό κοινό, απλοποίησε νοήματα, εφηύρε αλλά και ανακατασκεύασε φράσεις. Το αποτέλεσμα, έρχεται να διαψεύσει τις όποιες προσδοκίες, κάνοντας την προσαρμογή αυτή να μοιάζει αργή και φλύαρη παρόλη την, εν τέλει, σχετική αυθεντικότητα του. Ο Carlei σκηνοθετεί περισσότερο τηλεοπτικά παρά κινηματογραφικά, χωρίς τη ζωντάνια ή τον αυθορμητισμό που ένας νεανικός έρωτας πρέπει να έχει, προσφέροντας ένα  ‘‘αναίμακτο’’ δράμα, ρομαντικά αδέξιο, που δεν εμπλέκει, δεν παρασέρνει, που στερείται ερωτισμού, έντασης και σκοπού. Η σκηνογραφία όπως και τα κουστούμια είναι ίσως από τα πιο θετικά κομμάτια της ταινίας, με γυρίσματα στις αυθεντικές ιταλικές πόλεις (μεσαιωνικά κοσμήματα η Βερόνα και η Μάντοβα, τοποθεσίες μοναδικές, έργα τέχνης από μόνες τους), που όμως λειτουργεί περισσότερο ως τουριστικός οδηγός παρά ως υποβλητικό αποτέλεσμα. Αυτό όμως που απογοητεύει περισσότερο, που είναι και ο πυρήνας της δραματουργίας του σαιξπηρικού κειμένου, είναι ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών. Η εικονογράφηση των χαρακτήρων είναι τόσο ψυχρή, τόσο αδιάφορη, που μοιάζει περισσότερο με μια απόπειρα στυλ ‘‘Twilight’’, ενώ η χημεία των πρωταγωνιστών που θα μπορούσε να περισώσει ως ένα βαθμό το εν λόγω πόνημα και να διατηρήσει το ενδιαφέρον, είναι απογοητευτικά ανύπαρκτη.

Η Hailee Steinfield, ως Ιουλιέτα, φαντάζει ως μια φυσιολογική επιλογή, που δυστυχώς όμως, φαίνεται να ζημιώνει το ίδιο το φιλμ. Δίχως να μοιάζει σε τίποτα, ερμηνευτικά μιλώντας, με το κορίτσι που συντάραξε με το πάθος του στο True Grit των Coen πριν από λίγα χρόνια, δεν μπορεί να μαγνητίσει, κάτι που το έχει τόσο ανάγκη ο ρόλος της. Περιφέρεται ξέπνοα από δωμάτιο σε δωμάτιο, ενώ στην σκηνή του μπαλκονιού, οι φράσεις βγαίνουν από το στόμα της αμήχανα, απαγγελτικά. Ο Douglas Booth από την άλλη, παρόλη την αναμφισβήτητη ομορφιά του, αποτυγχάνει να πείσει, ερμηνεύοντας όπως του επιβάλλεται αλλά όχι όπως πρέπει, προσπαθώντας μάταια να χωρέσει μια τέτοια τραγωδία σε ένα τόσο στενό κουστούμι. Σε καμία στιγμή, οι δυο τους δεν φαίνεται να αποδέχονται τη μοίρα των τραγικών εραστών, να μοιράζονται το απόλυτο πάθος της νιότης, τον παραλογισμό και την απόγνωση που γεννά ο έρωτας. Οι υποστηρικτικοί ρόλοι, αποδεικνύονται ρηχοί και οι ομολογουμένως αξιόλογοι ηθοποιοί που τους ενσαρκώνουν, από τον Stellan Skarsgard (πρίγκιπας και ύπατος άρχοντας της πόλης) ως τον, εξαιρετικό στην τηλεοπτική σειρά Homeland, Damian Lewis (πατέρας της Ιουλιέτας), φαντάζουν σαν μισθωμένοι guest stars, που κάνουν ένα ανιαρό πέρασμα από την οθόνη. Μια μικρή ίσως εξαίρεση αποτελούν η Lesley Manville που, ως νταντά της Ιουλιέτας, αποπνέει αφοσίωση και αφήνει σε στιγμές να διαφαίνεται η εύθραυστή φύση του ρόλου της, και ο Paul Giamatti στο ρόλο του μοναχού Λόρενς, που στέκεται αξιοπρεπώς, αν και σε μερικές στιγμές φαντάζει υπερβολικός και δίνει την αίσθηση ότι ο ίδιος υποφέρει περισσότερο από τους πρωταγωνιστές. Η δε μουσική επένδυση του φιλμ, την οποία έχει αναλάβει ο Abel Korzeniowsky, στροβιλίζεται ηχώντας ατελείωτα στο υπόβαθρο, χωρίς αληθινές κορυφώσεις, μοιάζοντας με επαναλαμβανόμενη αναγεννησιακή μουσική αίθουσας αναμονής και κάνοντας το σπαρακτικό θέμα του Nino Rota να μοιάζει με μακρινό όνειρο…

Είναι οξύμωρη η θεώρηση ότι ένα τέτοιο συγγραφικό αριστούργημα, όπως το ‘‘Ρωμαίος και Ιουλιέτα’’, φτάνει στο σημείο να μην έχει να προσφέρει τίποτε, στη συγκεκριμένη κινηματογραφική εκδοχή. Δυστυχώς όμως, αυτή η ταινία μοιάζει με μια παλαιομοδίτικης κινηματογραφικής σχολής μεταφορά, με έναν τελείως αδέξιο τρόπο απεικόνισης του καταδικασμένου νεανικού έρωτα, χωρίς την παραμικρή διάθεση ρεβισιονισμού (άνισες οι συγκρίσεις, ακόμη και με το τολμηρό ‘‘Romeo + Juliet’’του Lhurman), που θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνος, αλλά σίγουρα δε θα οδηγούσε σε πλήξη. Είναι τέλος, επιφανειακό να μιλήσουμε για την τεράστια δύναμη του συγγραφικού κειμένου, που δίχως να έχει καμιά ανάγκη από τα λαμπερά κρύσταλλα Swarofsky (συμπαραγωγός της ταινίας), καταφέρνει ακόμη να ‘‘μαθαίνει στους πυρσούς να λάμπουν’’.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *