Μετά από μια αποτυχημένη ληστεία, μια αδίστακτη συμμορία συγκεντρώνεται σε μια αποθήκη του μεγάλου αφεντικού για να αποτιμήσει τι πήγε στραβά και να μετρήσει τους νεκρούς της. Ανάμεσα στους παρόντες, ο κος Άσπρος, ο κος Πορτοκαλί, ο κος Ροζ, ο κος Ξανθός, το αφεντικό και ο γιος του, Έντι. Ο κος Ροζ πιστεύει ότι η αστυνομία δεν τους περίμενε από τύχη, αλλά υπάρχει ανάμεσα τους ένα «καρφί». Κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα πλέον, ούτε και ο νεαρός αστυνομικός που έχει πιαστεί όμηρός τους…

Σκηνοθεσία:

Quentin Tarantino

Κύριοι Ρόλοι:

Harvey Keitel … Larry Dimmick/Mr. White

Tim Roth … Freddy Newendyke/Mr. Orange

Michael Madsen … ‘Toothpick’ Vic Vega/Mr. Blonde

Chris Penn … ‘Nice Guy’ Eddie Cabot

Steve Buscemi … Mr. Pink

Lawrence Tierney … Joe Cabot

Randy Brooks … Holdaway

Kirk Baltz … αστυνομικός Marvin Nash

Edward Bunker … Mr. Blue

Quentin Tarantino … Mr. Brown

David Steen … σερίφης

Steven Wright … K-Billy DJ (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Quentin Tarantino

Παραγωγή: Lawrence Bender

Φωτογραφία: Andrzej Sekula

Μοντάζ: Sally Menke

Σκηνικά: Ken Kaufman, David Wasco

Κοστούμια: Betsy Heimann

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Reservoir Dogs
  • Ελληνικός Τίτλος: Reservoir Dogs

Κύριες Διακρίσεις

  • Πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Στοκχόλμης.
  • Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Τορόντο.

Παραλειπόμενα

  • Ο Quentin Tarantino εμπνεύστηκε και έγραψε το σενάριο ενώσω εργάζονταν στο Video Archives, ένα βίντεο-κλαμπ σε παραλία της Καλιφόρνιας. Αρχικά φυσικά δεν περίμενε να το γυρίσει με περισσότερα από 30 χιλιάδες δολάρια, τη συνδρομή φίλων και ασπρόμαυρο 16 mm φιλμ. Σε αυτή την πρώτη εκδοχή, ο παραγωγός Lawrence Bender θα ερμήνευε έναν αστυνομικό που θα κυνηγούσε τον Κο Ροζ. Ήταν όμως ο Bender που έδειξε το σενάριο στον καθηγητή του, που με τη σειρά του το προώθησε στον Harvey Keitel. Ο Keitel έδειξε το απαραίτητο ενδιαφέρον, και αποφάσισε να συνεισφέρει στην παραγωγή, με αποτέλεσμα να βρεθούν και επιπλέον πόροι, με το μπάτζετ να έχει φτάσει στα 1,5 εκατομμύρια δολάρια. Ο Keitel επίσης πλήρωσε για να γίνει κανονικό κάστινγκ, από όπου είχαν περάσει και ο Jon Cryer (για τον Κο Ροζ) με τον George Clooney.
  • Οι ατζέντες του Tim Roth επέμεναν να παίξει είτε τον Κο Ροζ είτε τον Κο Ξανθό, αλλά ο ηθοποιός προτίμησε τον Κο Πορτοκαλί.
  • Ως κεντρική του επιρροή, ο Tarantino υπέδειξε το Χρήμα της Οργής του Stanley Kubrick, αλλά αρκετά στοιχεία προήλθαν από διάφορα cult νουάρ και σπαγγέτι γουέστερν. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και σε ένα αστυνομικό φιλμ του Ringo Lam του 1987 (στα αγγλικά: City on Fire), που επειδή υπάρχουν κοινά στοιχεία επί της πλοκής, αρκετοί επιμένουν ότι το Reservoir Dogs είναι ριμέικ του.
  • Ο σκηνοθέτης είχε πει ότι όλοι μισούσαν τον βετεράνο Lawrence Tierney, που ερμηνεύει το μεγάλο αφεντικό, ήδη από την πρώτη βδομάδα των γυρισμάτων.
  • Η αποθήκη που αποτελεί το κεντρικό σκηνικό ήταν στην πραγματικότητα ένα εγκαταλελειμμένο νεκροτομείο, γεμάτο κάσες, υλικά για κηδείες και μια νεκροφόρα. Έκτοτε το κτήριο έχει κατεδαφιστεί.
  • Ο λόγος που ο Tarantino δεν γύρισε τίποτα από τη ληστεία ήταν διττός. Πρώτον αυτό θα κόστιζε χρήματα που δεν ήταν άμεσα διαθέσιμα, αλλά έτσι κρατούνταν κρυφά και στοιχεία που θα ξεδιάλυναν νωρίτερα το μυστήριο της πλοκής. Την τεχνική αυτή ο δημιουργός τη συνέκρινε με λογοτεχνικές μεθόδους, ενώ είχε παραπέμψει ειδικότερα στο βιβλίο Glengarry Glen Ross (1984) του David Mamet, που την ίδια χρονιά, το 1992, είχε βγει με επιτυχία στις οθόνες ως Οικόπεδα με Θέα.
  • Για την καταγωγή του τίτλου, ο ίδιος ο Tarantino έχει αφηγηθεί δύο διαφορετικές εκδοχές. Παλιότερα είχε μιλήσει για την ύπαρξη διαφόρων στόρι που είχε ετοιμάσει και τα είχε ονομάσει Reservoir Dogs (“σκυλιά σε δεξαμενή”), υπό την έννοια ότι πάλευαν μεταξύ τους σαν τα σκυλιά αναζητώντας αναγνώριση. Μετά από αρκετά όμως χρόνια είχε αφηγηθεί μια ιστορία από την εποχή που εργάζονταν στο βίντεο-κλαμπ. Σε αυτήν είχε προτείνει σε έναν πελάτη του να νοικιάσει το Au Revoir Les Enfants του Louis Malle. Ο πελάτης όμως του απάντησε κοροϊδευτικά: “I don’t want to see no reservoir dogs”! Στην ουσία όμως δεν έχει ξεδιαλυθεί ποτέ ο λόγος που τιτλοφορήθηκε έτσι η ταινία, αν και η πλοκή της θα μπορούσε να παραπέμπει στην έννοια της πρώτης εκδοχής (τα μέλη της συμμορίας μάχονται μεταξύ τους σαν σκυλιά). Επί του σεναρίου γίνονται δύο στιγμιαίες αναφορές σε σκύλους, χωρίς όμως να αναφέρεται άμεσα κάπου ο τίτλος.
  • Το ντεμπούτο του Quentin Tarantino έκανε την πρεμιέρα του στο Sundance, πετυχαίνοντας να γίνει η πιο πολυσυζητημένη ταινία του φεστιβάλ. Δεν απέσπασε κανένα βραβείο, αλλά η Miramax Films έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα διανομής του. Η διανομή αυτή άργησε να έρθει, και δεν στέφθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, αν και λόγω πολύ χαμηλού μπάτζετ, όλα σχεδόν μετρούσαν ως κέρδη. Οι κριτικοί της εποχής είχαν εκθειάσει το φιλμ, αλλά πολλοί ήταν που είχαν επισημάνει ότι το κοινό δεν ήταν έτοιμο για την πρωτοποριακή του γραφή. Ήταν όμως τόσο άμεση η ανάδειξη του σε cult, που όταν έγινε η “έκρηξη” του Pulp Fiction, το κοινό ήταν ήδη προετοιμασμένο.
  • Το 2002, το Μπόλιγουντ παρουσίασε ένα ριμέικ με τίτλο Kaante. Ο Tarantino είχε πει ότι ήταν η πλέον αγαπημένη του ταινία από όσες είχαν επηρεαστεί άμεσα από δική του δουλειά. Αργότερα μάλιστα διοργάνωσε στο Μπέβερλι Χιλς μια τριπλή προβολή: αυτού, του Reservoir Dogs και του City on Fire.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Από την πρώτη του κιόλας ταινία, ο Quentin Tarantino όρισε τη δομή των σάουντρακ του, που είναι μια επιλογή αγαπημένων του ακουσμάτων. Εδώ ακούγονται μέσω του τρικ του ραδιοφωνικού DJ και αφορούν προσωπικές του επιλογές από τα 1960 έως τα 1980. Μεγαλύτερη εντύπωση έκανε το Stuck in the Middle with You (των Stealers Wheel) ίσως και λόγω της σκηνής που επενδύει και στην ουσία κατευθύνει σκηνοθετικά. Στις ΗΠΑ το άλμπουμ έγινε πλατινένιο.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 8/6/2018

«Let me tell you what ‘Like a Virgin’ is about. It’s all about a girl who digs a guy with a big dick. The entire song. It’s a metaphor for big dicks.» Μία ταινία που ξεκινά με την εύθραυστη νευρωτική φωνή του –άσημου τότε– Κουέντιν Ταραντίνο να απαγγέλει τούτα τα θρυλικά λόγια ενώ ακόμη βρίσκεται στους τίτλους αρχής, αν μη τι άλλο γεννά προσδοκίες. Ευτυχώς, η εισαγωγή αποτελεί τον ιδανικό προάγγελο μιας μοναδικής στα χρονικά του αμερικανικού σινεμά φιλμογραφίας. Το «Reservoir Dogs» δεν είναι μια απλή ταινία και γι’ αυτό δεν του πρέπει και μία κριτική ανάλυση. Το ντεμπούτο του Κουέντιν είναι μια φρενήρης κοσμογονία και αξίζει μια εξομολόγηση αγάπης. Τίποτα λιγότερο.

Ένα μάτσο σκληροί καριόληδες φοράνε μαύρα κοστούμια και συζητάνε γύρω από ένα τραπέζι για κομμάτια της Μαντόνα. Δε μαθαίνουμε ούτε ποιοι είναι, ούτε τι κάνουν, ούτε γιατί βρίσκονται εκεί. Μαθαίνουμε όμως πώς βλέπουν τον σύγχρονο κόσμο και τους εαυτούς τους μέσα σε αυτόν και αυτό είναι ο, τι μας χρειάζεται για τα επόμενα 90 και κάτι λεπτά της ταινίας. Ο Ταραντίνο, μέγας υμνητής του καλτ στοιχείου και υπεύθυνος για την τοποθέτηση του σε περίοπτη θέση στη σύγχρονη κινηματογραφία μαζικής απεύθυνσης, δηλώνει ευθαρσώς από το πρώτο κιόλας λεπτό της καριέρας του ότι το καλτ δεν είναι αυτοσκοπός στο σινεμά του, αλλά δραματουργικός παράγοντας.

Όλα τα κυρίαρχα στοιχεία της πρώιμης ταραντινικής περιόδου υπάρχουν σε ανεξάντλητες δόσεις στο περί ου ο λόγος φιλμ. Βία σε βαθμό απολαυστικά αποκρουστικό, διάλογοι βγαλμένοι από νουβέλα τρίτης διαλογής που χαράσσονται με μανία στη μνήμη, ένα κλειστοφοβικό και υπόκωφα ζοφερό κλίμα και μια σειρά από κινηματογραφικές αναφορές οριοθετούν το χώρο της ταινίας στην κινηματογραφική ιστορία. Ο Αμερικανός δημιουργός, μέγας εραστής της έβδομης τέχνης και γνήσιο τέκνο της, γονατίζει και χρίζεται κινηματογραφικός ιππότης από όσους τον διαμόρφωσαν σαν καλλιτεχνική οντότητα. Μάρτιν Σκορσέζε, Κιούμπρικ και κλασικό αμερικανικό crime, b-movies, γαλλικό νουάρ και Γκοντάρ, Τζον Γου και μερικοί ακόμη δημιουργοί της Άπω Ανατολής που μόνο ο ίδιος σε όλο τον δυτικό κόσμο γνωρίζει τόσο καλά, καθώς και αμέτρητοι άλλοι δέχονται τα ευχαριστήρια του Ταραντίνο μέσω έξυπνων αναφορών. Όλα αυτά συνθέτουν μια ταινία που διαθέτει καθαρή πεκινπαϊκή αύρα, προς το αναιδέστερο φυσικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κουέντιν είναι ο άνθρωπος που έκανε τόσο pop το reference στο σύγχρονο σινεμά.

Συγχρόνως βέβαια, το έργο ξεφεύγει με άνεση από το χαρακτήρα του φόρου τιμής και στέκει σαν αυτούσια, αυθύπαρκτη οντότητα. Ανήκει στο είδος crime/thriller και το υπηρετεί πιστά. Έχει πολλές στιγμές πηγαίου γέλιου και βιτριολικού χιούμορ, αλλά ποτέ δεν εκπίπτει σε φάρσα. Ο Ταραντίνο πριμοδοτεί την ατάκα και το συνεχή διάλογο, αλλά όχι σε βάρος της ταινίας. Χρησιμοποιεί ιδανικά το μη γραμμικό στοιχείο της αφήγησης για να φωτίσει από κάθε πιθανή μεριά στο έγκλημα που καταγράφει. Οι χαρακτήρες του είναι ανώνυμοι, δε γνωρίζουν καν ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν μόνο για να φέρουν εις πέρας μια αποστολή, η οποία καταλήγει σε αιματοχυσία με την παρέμβαση των αστυνομικών. Η ανωνυμία τους τούς επιτρέπει να αρπάξουν από έναν ρόλο και να γίνουν τα πρότυπα αυτού. Ο σαδιστής, ο κυνικός, ο ηθικός μες στην παρανομία, ο χαφιές και οι λοιποί τύποι συνυπάρχουν εκρηκτικά και μάχονται σαν τα κοκόρια. Η ληστεία την οποία ανέλαβαν και απέτυχαν να εκτελέσουν δεν υπάρχει μέσα στην ταινία, είναι απλώς ο καταλύτης των διαδικασιών μέσα από τις οποίες ο Ταραντίνο εκθέτει τους αντιήρωές του, δείχνει ουσιαστικά πόσο σαχλό υποκείμενο είναι ο πολλά βαρύς άντρας που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του.

Πρόκειται για την ανανέωση ενός ολόκληρου είδους και για την ταινία που λύτρωσε το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά από τον κακό του εαυτό, τα ταμπού και τα πάσης φύσεως συμπλέγματά του. Είναι η ταινία που διδάσκει με σαγηνευτικά πρωτότυπο τρόπο ότι το στυλ στην αφήγηση μπορεί να είναι κομιστής κινηματογραφικής αλήθειας και όχι αντίπαλός της. Η πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σάντανς σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου για την κινηματογραφική πραγματικότητα. Ακόμα και ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη μουσική και την απουσία της αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το μέλλον.

Από το 1992 μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Οι ηθοποιοί της ταινίας μεγάλωσαν, ο Ταραντίνο αναζήτησε από νωρίς καινούριους ορίζοντες και το ανεξάρτητο σινεμά μοιάζει να χρειάζεται εκ νέου ένα εφάμιλλο σοκ με αυτό που του προσέφερε τότε. Υπάρχει όμως και κάτι που παραμένει αναλλοίωτο. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό το μικρού βεληνεκούς αλλά ύψιστης σημασίας αριστούργημα γραπώνει τον θεατή και τον κάνει κτήμα του για 99 λεπτά. Όσο εμείς μεγαλώνουμε, το πρώτο ταραντινικό αριστούργημα παραμένει για πάντα «νέο», ανεπιφύλακτα αυθάδες και ορκισμένα σινεφιλικό, σαν να αρνείται πεισματικά να παλιώσει ή να μπαγιατέψει. Το κάλεσμα των κυρίων με τα χρωματιστά ψευδώνυμα φαντάζει υπεράχρονο και η έλξη αυτού του αναπαλλοτρίωτου coolness ακαταμάχητη.

Και ο τίτλος; Αυτό το σινεφίλ μυστήριο που απασχολεί τον πλανήτη από τη στιγμή που έγιναν αισθητές οι πρώτες σεισμικές δονήσεις που προκάλεσε το έργο; Ίσως να αποτελεί γνήσια έκφανση της ιδιορρυθμίας του δημιουργού. Σαφώς προτιμητέα, ωστόσο, είναι η άποψη ότι προέκυψε ως ηχητική παρανόηση από την εποχή που ο Ταραντίνο δούλευε σε βίντεο κλαμπ και πρότεινε σε έναν πελάτη το αριστούργημα του Λουί Μαλ με τίτλο «Au Revoir Les Enfants», για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «I don’t want to see no reservoir dogs!».

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *