Ο Αλέξης και η Άννα-Μαρία γνωρίζονται και ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, ύστερα από ένα ατύχημα με αυτοκίνητο. Ο Αλέξης είναι πλούσιος και η Άννα-Μαρία σπουδάζει μουσική. Ο παππούς της, ξακουστός μαέστρος, παίζει πλέον μουσική σε ταβέρνες για να κερδίζει το ψωμί του. Ένα πιτσιρίκι που πουλάει γιασεμιά βοηθά το ζευγάρι να μείνει ενωμένο στις δύσκολες στιγμές.

Σκηνοθεσία:

Ανδρέας Λαμπρινός

Κύριοι Ρόλοι:

Ορέστης Μακρής … ο παππούς

Ηλίας Σταματίου … Αλέξης ‘Υάκινθος’

Κατερίνα Βασιλάκου … Άννα-Μαρία ‘Γιασεμί’

Έφη Οικονόμου … Ρένα ‘Ντάλια’

Βαγγέλης Ιωαννίδης … ο μικρός με τα γιασεμιά

Κώστας Δούκας … Φώντας

Κώστας Μποζώνης … Κώστας

Ρένα Ζορμπά … γραμματέας

Δέσποινα Γουναροπούλου … οικονόμος

Γεράσιμος Μαλιώρης … ταβερνιάρης

Τζένη Βάνου … τραγουδίστρια

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ανδρέας Λαμπρινός

Παραγωγή: Ανδρέας Λαμπρινός

Μουσική: Κώστας Καπνίσης

Φωτογραφία: Κώστας Φιλίππου

Μοντάζ: Κώστας Φιλίππου

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μη αρκούντα στοιχεία.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Της Μιας Δραχμής τα Γιασεμιά
  • Διεθνής Τίτλος: One Drachma Jasmine

Παραλειπόμενα

  • Ντεμπούτο για την Κατερίνα Βασιλάκου, σε μια ερμηνεία που έμελλε να μείνει κινηματογραφικά ως η πλέον χαρακτηριστική της.
  • Με 17.902 εισιτήρια, ήρθε στην 28η θέση ανάμεσα σε 58 ελληνικές ταινίες της σαιζόν.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Όλη η μουσική επένδυση από τον Κώστα Καπνίση είναι βασισμένη στον Αττίκ, το περίφημο τραγούδι του οποίου δάνεισε και τον τίτλο του στην ταινία. Βέβαια το τραγούδι του 1939 μιλάει για συναισθηματικό πόνο, και ήταν βγαλμένο από προσωπικό βίωμα του μεγάλου μουσικού.
  • Η Τζένη Βάνου εμφανίζεται για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, έναν μόλις χρόνο αφού το όνομα της έγινε γνωστό. Στην ταινία ερμηνεύει το ομότιτλο κομμάτι του Αττίκ πλάι στον Ορέστη Μακρή. Αυτή η εκτέλεση του τραγουδιού είναι που έκτοτε μνημονεύεται περισσότερο από όλες.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 22/11/2023

Σκηνοθέτησε λίγες ταινίες, αλλά το σινεμά του Ανδρέα Λαμπρινού είναι γέννημα θρέμμα των ελληνικών 1950, μια εποχή που έσφυζε από κινηματογραφικό μεράκι. Ούτε επίσης θα μπορούσαμε να τον θέσουμε στην πρωτοπορία της συγκεκριμένης περιόδου, αλλά δεν είναι κρυμμένο εκείνο το ύφος που βγάζει μια ποιότητα με τα πιο απλοϊκά δεδομένα.

Ξεπερνάμε λοιπόν με βαριά καρδία μια φωτογραφία του Ορέστη Μακρή με περουκίνι που άθελα της προκαλεί γέλιο, ένα βιολί που παίζει στον αυτόματο, τον «μικρομέγαλο» ερμηνευτικά Βαγγέλη Ιωαννίδη, ένα σενάριο που στηρίζεται σε ευχάριστες νότες αλλά βρίθει στα κλισέ, και θαυμάζουμε αυτή την απαλή και λεπτοκαμωμένη αύρα στους διαλόγους. Διάλογοι που έχουν «δραπετεύσει» από το θέατρο μιας άλλης εποχής, όπου αν ο ηθοποιός δεν συμβαδίζει στο απόλυτο με αυτούς, δεν στέκουν σε οπτικοποιημένη μορφή. Κεντρικό πρόσωπο αυτών και συνάμα καμάρι της ταινίας, η Κατερίνα Βασιλάκου δεν θα έπειθε σε κανένα σημείο αυτών των κοφτών φράσεων που επιβάλει ο χαρακτήρας της ολούθε, αν δεν ήταν πιο ευαίσθητη οπτικά κι από τα ίδια τα γιασεμιά. Επιτομή μιας αθωότητας που πια έχει χαθεί από τις οθόνες -ακόμα κι αν ζει ακόμα σε κάποιους δρόμους-, η Βασιλάκου χαρίζει απλόχερα στον θεατή ένα πλάσμα που θέλεις να διεισδύσεις στο πανί και να της δώσεις ένα φιλί στο μάγουλο. Προσέξτε ειδικά τη σκηνή του αυθόρμητου ραντεβού με τον Ηλία Σταματίου, όπου η μία ξερή φράση είναι πιο γλυκιά ειπωμένη και αθώα -ακόμα κι αν είναι ένα ψέμα- από την προηγούμενη.

Στο ίδιο μοτίβο κινούνται βέβαια όλες οι ερμηνείες, μια και το σενάριο απαγορεύει μια φράση να περνάει τη μία γραμμή επί της σελίδας, με την Έφη Οικονόμου να προσφέρει την αντιπέρα όχθη της αθωότητας με μια τρυφερότητα που θα απαγόρευε ένας παραγωγός από αυτούς που χάραξαν την επερχόμενη «χρυσή» πορεία του ελληνικού σινεμά. Σε αυτά προσθέστε μια Αθήνα μισοδιαλυμένη ακόμα από τον πόλεμο και τη φτώχια, που φαντάζει σαν να έμεινε έτσι επί 20 χρόνια μόνο και μόνο για να χαρίζει το τέλειο ντεκόρ για ταινίες απομεινάρια του νεορεαλισμού σαν αυτήν.

Κακά όμως τα ψέματα, όσο χρυσάφι είναι τα πλεονεκτήματα της, η ταινία δεν παύει να κουβαλάει εκείνα τα ελαττώματα του μικροσκοπικού της προϋπολογισμού που δεν συνάγουν με τη γλυκάδα που θέλει να βγάλει. Είναι κι αυτή η εικόνα του Ορέστη Μακρή ως μεθύστακα προς το φινάλε που κάνει την επιτήδευση κανόνα και δεν σε αφήνει να πάρεις στα σοβαρά όσα παρακολούθησες. Σίγουρα βάζει τα γυαλιά στα μελοδράματα που θα ακολουθήσουν και δεν θα έχουν τουλάχιστον τη σφραγίδα του Φίνου, σίγουρα φέρει χάρες από ένα σινεμά που τότε έσβηνε για χάρη της άρπα-κόλα υπερδημιουργίας ταινιών, αλλά δυστυχώς μέχρι εκεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *