Οι Ονειροπόλοι
- The Dreamers
- The Dreamers - I Sognatori
- 2003
- Γαλλία, Ιταλία, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Ερωτική, Νεανική
- 26 Δεκεμβρίου 2003
Με φόντο την ταραχώδη πολιτική περίοδο των γεγονότων της άνοιξης του ’68 στη Γαλλία, όταν η φωνή των νέων αντηχούσε σε όλη την Ευρώπη, τρεις φοιτητές δοκιμάζουν τα όριά τους. Μόνοι στο Παρίσι με τους γονείς να λείπουν για διακοπές, η Ιζαμπέλ και ο αδελφός της, Τεό, προσκαλούν τον συμφοιτητή τους, Μάθιου, έναν νεαρό Αμερικανό, να μείνει για λίγο στο σπίτι μαζί τους. Οι τρεις νεαροί θα φτιάξουν τους δικούς τους κανόνες και θα πειραματιστούν συναισθηματικά και σεξουαλικά σε μια σειρά ιδιαίτερα απαιτητικών παιχνιδιών.
Σκηνοθεσία:
Bernardo Bertolucci
Κύριοι Ρόλοι:
Michael Pitt … Matthew
Eva Green … Isabelle
Louis Garrel … Theo
Anna Chancellor … η μητέρα
Robin Renucci … ο πατέρας
Jean-Pierre Kalfon … Jean-Pierre Kalfon
Jean-Pierre Leaud … Jean-Pierre Leaud
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gilbert Adair
Παραγωγή: Jeremy Thomas
Φωτογραφία: Fabio Cianchetti
Μοντάζ: Jacopo Quadri
Σκηνικά: Jean Rabasse
Κοστούμια: Louise Stjernsward
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Dreamers
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Ονειροπόλοι
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Dreamers – I Sognatori
- Εναλλακτικός Τίτλος: Innocents
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Holy Innocents του Gilbert Adair.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για μοντάζ στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Το βιβλίο του Gilbert Adair είχε εκδοθεί το 1988, και είχε ως έμπνευση το μυθιστόρημα Les Enfants Terribles (1929) του Jean Cocteau, αλλά και τη ομώνυμη ταινία του Jean-Pierre Melville (Τα Τρομερά Παιδιά) από το 1950.
- Σε σχέση με το αρχικό κείμενο του Gilbert Adair, ο Bertolucci προέβη σε αρκετές αλλαγές. Οι κυριότερες ήταν η ενσωμάτωση στιγμιότυπων από ταινίες που αγαπούσε, αλλά και η εξάλειψη των ομοφυλοφιλικών στοιχείων. Πάνω σε αυτό είχε δηλώσει ότι η ταινία ήταν πιστή στο βιβλίο, αλλά δεν το ακολουθούσε κατά γράμμα.
- Η Eva Green, που κάνει εδώ ουσιαστικά το ντεμπούτο της (είχε ήδη έναν πολύ μικρό ρόλο στο Η Δασκάλα του Πιάνου), είχε πει ότι ο ατζέντης και οι γονείς της την παρακαλούσαν να μην πάρει τον ρόλο. Η γραφικά γυμνή της εμφάνιση, σύμφωνα με εκείνους, θα μπορούσε να οδηγήσει την καριέρα της εκεί που οδηγήθηκε και της Maria Schneider. Επίσης, παραδέχτηκε ότι όταν είδε το αρχικό μοντάζ ένιωσε αρκετά σοκαρισμένη, και δεν μπορούσε να κοιτάζει όταν έπαιζαν οι σεξουαλικές σκηνές.
- Ο Leonardo DiCaprio είχε απορρίψει τον ρόλο του Μάθιου, μια και ήταν απασχολημένος με το The Aviator. Δεν ήταν τυχαίο που ο Michael Pitt, που εντέλει προσλήφθηκε, έμοιαζε οπτικά με τον DiCaprio. Υποψήφιος ήταν όμως και ο Jake Gyllenhaal, ο οποίος και δεν δέχτηκε λόγω του ακραίου γυμνού.
- Μοναδική μεγάλου μήκους ταινία για τον Bernardo Bertolucci, στην οποία το όνομα του δεν βρίσκεται και στο σενάριο.
- Υπάρχει η NC-17 εκδοχή δίχως περικοπές, και μια R τριών λιγότερων λεπτών.
- Ήταν η πρώτη αυστηρώς ακατάλληλη ταινία που βρήκε θέση στις αίθουσες των ΗΠΑ μετά το 1997 και την κωμωδία Orgazmo.
- Ο Gilbert Adair έχει ένα στιγμιαίο πέρασμα στη σκηνή του Λούβρου.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Michael Pitt (ως Jimi Pitt) και οι Twins of Evil ερμηνεύουν στους τίτλους τέλους το Hey Joe του Jimi Hendrix.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 19/5/2007
Έχουν ακριβώς περάσει 30 χρόνια από την προβολή του Τελευταίου Ταγκό στο Παρίσι, και ο Bertolucci αποφασίζει να πάρει τα πράγματα από την αρχή, επιστρέφοντας στη νεανική λογική του.
Το θαυμάσιο συγγραφικό έργο του Adair είναι ένα καθαρά πεσιμιστικό έργο πάνω σε μια εποχή που η σύγχρονη νεολαία νοεί ως ακατανόητη. Αυτό οδηγεί τον σκηνοθέτη στο να προσπαθήσει να νουθετήσει τη νεολαία του σήμερα, αναπαριστώντας του την εποχή που το τρίπτυχο έρωτας/επανάσταση/κινηματογράφος μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο -ανά πάσα στιγμή- προς το καλύτερο και κατανοώντας τα λάθος μηνύματα που εξέλαβε ο θεατής/άνθρωπος από το Τελευταίο Ταγκό φανερώνει το πιθανόν παρελθόν των τότε ηρώων, περισσότερο ελπίζοντας σε μια γκονταρική (συνώνυμο της θεϊκής) συγχώρεση. Επειδή όμως ισχύουν τα παραπάνω η ταινία δεν απευθύνεται στον έμπειρο σινεφίλ (η εικονοποίηση των σινεφίλ αναφορών μοιάζει με σχολείο ατόμων με προβλήματα αμνησίας) ούτε σε αυτόν που κατάλαβε το νόημα του Ταγκό που αφορούσε τη δύναμη του υπαινικτικού και του αγνώστου και όχι τον καλύτερο τρόπο για να «παρθείτε» (κάτι που εξέλαβε ο Adrian Lyne του 9μιση Εβδομάδες «διασκευάζοντας» το).
Με τους τίτλους της ταινίας, έχουμε ήδη καταλάβει πως θα παρακολουθήσουμε ένα εικαστικό κομψοτέχνημα και μέχρι το τέλος τίποτα δεν προδίδει αυτή την προαίσθηση. Η «ερμηνεία» του παρισινού δωματίου είναι υπέροχη, αντίθετα με αυτή των τριών πρωταγωνιστών (με μερική εξαίρεση τον Louis Garrel) που ανήκουν στην γενιά προς νουθέτηση και όχι απελευθέρωση. Οι σινεφιλικές αναφορές -χαρακτηριστικά δείγματα από τις αγαπημένες ταινίες των νεο-κυματικών Γάλλων στα ’60- προκαλούν συγκίνηση, τόσο οι οπτικές όσο οι μουσικές, και συμβάλουν στην τέλεια αναπαράσταση του κλίματος και της εικόνας της εποχής. Ένας πλαστικά όμορφος Bertolucci (όπως και στο Κλεμμένη Ομορφιά) και η καλύτερη του δουλειά μετά το όμοιας σκηνοθετικής κατεύθυνσης Τσάι στην Σαχάρα του 1990.
Βαθμολογία: