
Megalopolis
- Megalopolis
- 2024
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραματική, Επιστημονικής Φαντασίας, Έπος
- 28 Νοεμβρίου 2024
Η πόλη της Νέας Ρώμης στην Αμερικανική Δημοκρατία πρέπει να αλλάξει, προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ του Σίζαρ Κατιλίνα, ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που επιδιώκει ένα ουτοπικό, ιδεαλιστικό μέλλον, και του αντίπαλου του, του δημάρχου Φράνκλιν Σίσερο, που παραμένει αφοσιωμένος σε ένα οπισθοδρομικό καθεστώς, διαιωνίζοντας την απληστία και τη διαφθορά. Ανάμεσά τους στέκει διχασμένη η κοσμική Τζούλια Σίσερο, κόρη του δημάρχου, που εξαιτίας της αγάπης για τον Σίζαρ θα δοκιμαστεί και θα αναγκαστεί να ανακαλύψει τι πραγματικά πιστεύει ότι αξίζει στην ανθρωπότητα.
Σκηνοθεσία:
Κύριοι Ρόλοι:
Adam Driver … Cesar Catilina
Giancarlo Esposito … δήμαρχος Franklyn Cicero
Nathalie Emmanuel … Julia Cicero
Aubrey Plaza … Wow Platinum
Shia LaBeouf … Clodio Pulcher
Jon Voight … Hamilton Crassus III
Laurence Fishburne … Fundi Romaine
Talia Shire … Constance Crassus Catilina
Jason Schwartzman … Jason Zanderz
Kathryn Hunter … Teresa Cicero
Grace VanderWaal … Vesta Sweetwater
Chloe Fineman … Clodia Pulcher
James Remar … Charles Cothope
D.B. Sweeney … αστυνόμος Stanley Hart
Isabelle Kusman … Claudine Pulcher
Madeleine Gardella … Claudette Pulcher
Balthazar Getty … Aram Kazanjian
Haley Sims … Sunny Hope Catilina
Dustin Hoffman … Nush ‘The Fixer’ Berman
Sonia Ammar … Zena
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Francis Ford Coppola
Παραγωγή: Michael Bederman, Francis Ford Coppola, Barry J. Hirsch, Fred Roos
Μουσική: Osvaldo Golijov
Φωτογραφία: Mihai Malaimare Jr.
Μοντάζ: Cam McLauchlin, Glen Scantlebury
Σκηνικά: Beth Mickle, Bradley Rubin
Κοστούμια: Milena Canonero
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Megalopolis
- Ελληνικός Τίτλος: Megalopolis
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Επιστροφή στη μεγάλη οθόνη για τον Francis Ford Coppola μετά από 13 χρόνια, σε ηλικία πλέον 85 ετών.
- Χρονικά η ταινία τοποθετείται σε ένα εναλλακτικό παρόν, ενώ οι χαρακτήρες του παραπέμπουν στη Συνομωσία του Κατιλίνα, της Ρώμης του 63 π.Χ. Πρόθεση του Coppola ήταν να παραλληλίσει την Πτώση της Ρώμης με το μέλλον των ΗΠΑ. Κύριες επιρροές ήταν το Μετρόπολις (1927), από τη γέννηση της ιδέας, και το Μπλέιντ Ράνερ (1982). Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα βιβλία: Bullshit Jobs (2018), The Dawn of Everything (2021) και Debt: The First 5000 Years (2011) του David Graeber, The Chalice and the Blade (1987) της Riane Eisler, The Glass Bead Game (1943) του Hermann Hesse, The Origins of Political Order (2011) του Francis Fukuyama, The Swerve (2011) του Stephen Greenblatt και The War Lovers (2010) του Evan Thomas.
- Η ιδέα για την ταινία είχε γεννηθεί από το 1973, ενώ το 1983 άρχισαν να καταχωρούνται σημειώσεις για ένα μελλοντικό σενάριο. Ετοιμασίες για την ταινία ξεκίνησαν το 1989, με σκοπό τα γυρίσματα να πραγματοποιηθούν στη Ρώμη. Μια σειρά όμως εμπορικών αποτυχιών ώθησε τον Coppola να στραφεί σε άλλα σχέδια ώστε να ξεπληρώσει τα χρέη του προς τα χολιγουντιανά στούντιο. Η παραγωγή ανανεώθηκε το 2001, όταν ξεκίνησαν να δημιουργούνται λίστες ηθοποιών με σκηνικό πλέον τη Νέα Υόρκη (ανάμεσα τους οι: Nicolas Cage, Russell Crowe, Robert De Niro, Leonardo DiCaprio, Giancarlo Esposito, Edie Falco, James Gandolfini, Jon Hamm, Paul Newman, Al Pacino, Parker Posey, Kevin Spacey, Uma Thurman και Matt Dillon). Ήταν όμως καταλύτης η τρομοκρατική επίθεση της 9/11, μια και υπήρχαν έντονοι παραλληλισμοί με το φιλμ (υπήρχε ακόμα και σκηνή με καταστροφική επίθεση στο Μανχάταν από χτύπημα σοβιετικού δορυφόρου). Η νέα ακύρωση συνοδεύτηκε με την απογοήτευση που ένιωθε πλέον ο Coppola απέναντι στο Χόλιγουντ, αποφασίζοντας ότι εάν ποτέ δημιουργούνταν η ταινία, θα τη χρηματοδοτούσε μόνος του.
- Η ολική επανεκκίνηση του σχεδιασμού ξεκίνησε το 2019, με τον Coppola να το ανακοινώνει μία ημέρα πριν τα 80ά του γενέθλια. Το σενάριο ήταν έτοιμο, ενώ οι Jude Law και Shia LaBeouf προσεγγίστηκαν για τους κεντρικούς ρόλους. Χρειάστηκε όμως πρώτα να πουληθεί το 2021 ο μεγάλος αμπελώνας της Σονόμα (η οινοποιία του Coppola μετακόμισε σε μια οικογενειακή επιχείρηση στη Νάπα), ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα. Και αφού δανείστηκε 120 εκατομμύρια δολάρια για το μπάτζετ, ξεκίνησε να συγκεντρώνει το καστ. Μεταξύ άλλων ήρθε σε συνομιλίες με τους Cate Blanchett, Oscar Isaac, Jessica Lange, Michelle Pfeiffer, Forest Whitaker και Zendaya. Ο Coppola πρόσεξε στις επιλογές του να συνυπάρχουν ηθοποιοί διαφορετικών ιδεολογιών, ώστε να αποφύγει τον χαρακτηρισμό μιας “διδακτικής woke παραγωγής του Χόλιγουντ”.
- Ο James Caan είχε ζητήσει από τον δημιουργό να του γράψει έναν κάμεο ρόλο, αλλά δεν πρόλαβε να ερμηνεύσει αυτό που θα ήταν το κύκνειο άσμα του. Το συγκεκριμένο κάμεο παρέμεινε στο σενάριο, και το ανάλαβε ο Dustin Hoffman.
- Τα γυρίσματα αναβλήθηκαν προς στιγμή λόγω της πανδημίας. Πριν εκκινήσουν, μέρος του καστ ξεκίνησε πρόβες εν είδει θεατρικών προβών, με το καστ να αισθάνεται ότι είναι μέλη θιάσου. Εντέλει, η πρώτη κλακέτα χτύπησε στις 7/11/2022 στο Φαγιέτεβιλ της Τζόρτζια, στα Trilith Studios, με την τελευταία να ηχεί στις 11/3/2023. Γυρίσματα έγιναν επίσης στην Ατλάντα και στα ιταλο-ελβετικά σύνορα. Στα Trilith Studios ήταν η πρώτη ταινία που βρέθηκε στο Prysm Stage, μια LED εικονική πλατφόρμα, αλλά παρόλα αυτά προτιμήθηκε η παραδοσιακή πράσινη οθόνη λόγω περιορισμών στο μπάτζετ.
- Ο κινηματογραφικής Mihai Malaimare Jr., συνεργάτης από το 2007 του Coppola, χρησιμοποίησε δύο κάμερες Arri Alexa 65s μία Alexa LF για την πρώτη ενότητα, και μια Alexa Mini LF για τη δεύτερη.
- Οι ξεχωριστές και παλιάς σχολής σκηνοθετικές μέθοδοι του Coppola (“αντιεπαγγελματικές”, όπως τις ανέφεραν) τον έφεραν σε έντονη τριβή με μέρος του καστ και του επιτελείου. Σε κάποιο σημείο απέλυσε μεγάλο μέρος της ομάδας των οπτικών εφέ, με τους υπόλοιπους να αποχωρούν στη συνέχεια. Ακολούθησαν περαιτέρω αποχωρήσεις, όπως του σχεδιαστή παραγωγής Beth Mickle, ενώ η σχεδιάστρια Milena Canonero επέλεξε να μην εμφανίζεται στους τίτλους.
- Στο δωμάτιο του μοντάζ, οι Cam McLauchlin και Glen Scantlebury επεξεργάστηκαν από μισή ταινία ο καθένας, αλλά όταν αυτό το στάδιο ολοκληρώθηκε, πήραν ο ένας το μισό του άλλου και αντάλλαξαν ιδέες. Με τον Scantlebury να πρέπει πλέον να ασχοληθεί με άλλη ταινία, οι McLauchlin και Coppola συνέχισαν την περάτωση του μοντάζ για επιπλέον 8 μήνες.
- Ο Coppola είδε για πρώτη φορά την ταινία του ολοκληρωμένη σε IMAX οθόνη, και μάλιστα στα κεντρικά της IMAX Corporation. Οι πρώτες όμως δοκιμαστικές προβολές ακολουθήθηκαν από μια “βωβή” αντίδραση, που έκανε την ανεύρεση διανομέα δύσκολη. Η συμφωνία θα κλείσει τελικά με τη Lionsgate Films, αλλά με την προϋπόθεση πως ο Coppola θα πλήρωνε μόνος του για την προώθηση.
- Στις ιδιωτικές και τις φεστιβαλικές προβολές (με τη συμβολή τεχνικών της Amazon), ένας άνθρωπος στέκονταν μπροστά στην οθόνη και απευθύνονταν στον Σίζαρ, με τον τελευταίο να του απαντάει, σπάζοντας τον “τέταρτο τοίχο” σε ζωντανό χρόνο. Ο ιδρυτής του γάλλου διανομέα, της Le Pacte, είχε δηλώσει πως ήθελε οι περισσότερες προβολές στη χώρα του να συνοδεύονται από αυτό το δρώμενο.
- Η ταινία είναι αφιερωμένη στην Eleanor Coppola, τη σύζυγο του σκηνοθέτη, που έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2024.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η νεαρή Grace VanderWaal, νικήτρια του America’s Got Talent σε ηλικία 12 ετών το 2016, έγραψε κι ερμήνευσε για την ταινία δύο τραγούδια: My Pledge και No Turning Around.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 29/11/2024
Υπάρχει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του κινηματογράφου αφιερωμένο στα απανταχού καταραμένα σχέδια σπουδαίων κινηματογραφιστών που δεν έφτασαν ποτέ στη σκοτεινή αίθουσα, διατηρώντας εσαεί το αίνιγμα του απραγματοποίητου. Το Dune του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, το Λένινγκραντ του Σέρτζιο Λεόνε ή ο Ναπολέοντας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές που εύσχημα αποκαλούμε «ωραιότερες ταινίες που δεν έγιναν ποτέ». Σε αυτή την ομάδα, περίοπτη θέση μέχρι πρότινος κατείχε το Megalopolis, ένα πρότζεκτ που γνώριζε τη μια κακοτοπιά μετά την άλλη αλλά είχε πίσω του έναν δημιουργό που ομολογουμένως ήξερε τι θα πει να μην το βάζει κανείς κάτω. Άλλωστε, το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει ήταν να χάσει όλη του την περιουσία. Του είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα έχει χαράξει μια καριέρα που κατέκτησε τα δυσθεώρητα ύψη με την ίδια ευκολία με την οποία προσέγγισε τα απροσμέτρητα βάθη. Από την κορυφή του New Hollywood στην οικονομική κατάρρευση της δεκαετίας του 1980, και από εκεί ανάκαμψη με τον λατρεμένο του Δράκουλα και στη συνέχεια στην πειραματική αφάνεια που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει ως πιθανή κατάληξη ενός δημιουργού αυτού του βεληνεκούς. Από αυτή την τελευταία συνθήκη ήρθε να τον βγάλει το ακατάτακτο Megalopolis, που παραπέμφθηκε στις καλένδες δεκάδες φορές, άλλαξε καστ, διαγράφηκε από τα πλάνα οποιασδήποτε μεγάλης εταιρίας παραγωγής, αλλά έμεινε ζωντανό στο μόνο μέρος που τελικά ήταν απαραίτητο, στο μυαλό του Κόπολα.
Όπως κάθε τι που ξεκινάει να διαβεί τον ανώμαλο δρόμο που ενώνει ένα φαντασιακό μέγεθος με την υλοποίησή του, το φιλμ του Κόπολα έχει να αναμετρηθεί με τις ετερόκλητες προσδοκίες του κινηματογραφικού κόσμου, ο οποίος για χρόνια ανέμενε την άφιξή του και ριγούσε στη σκέψη ότι ο Αμερικανός καλλιτέχνης θα προσθέσει ένα ακόμα μεγάλων διαστάσεων διαμάντι στη φιλμογραφία του. Παράλληλα, υπάρχουν και οι σύμφυτες ματαιώσεις που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους κατά την πραγμάτωση ενός passion project. Ο χρόνος που κυλάει ανάμεσα στη σύλληψη και την τελική εκτέλεση έχει αλλάξει τον έξω κόσμο αλλά, κυριότερα, τον ίδιο τον καλλιτέχνη που επισκέπτεται εκ νέου το έργο του, πλέον με τη μορφή ενός παλίμψηστου. Από τη στιγμή που ο Φ.Φ. Κόπολα ξεκίνησε να γράφει την ταινία πέρασαν σχεδόν πέντε δεκαετίες γεμάτες κινηματογραφική δημιουργία, συγκρούσεις, αμπελώνες (!), αλλά κυριότερα γεμάτες από την ίδια τη ζωή που σπανίως τα φέρνει όπως καθένας μπορεί να τα φαντάστηκε.
Όλα αυτά δεν λέγονται σε μια προσπάθεια να βρεθούν άλλοθι για τις αστοχίες του έργου, ούτε για να υποστηρίξουν εμμέσως την άποψη ότι στους σπουδαίους καλλιτέχνες αρμόζουν αποκλειστικά υποκλίσεις και παιάνες. Σκοπός είναι να προσεγγιστεί το φιλμ εντός της πορείας και της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του δημιουργού του όπως έχει εκφραστεί ανά τα χρόνια. Δεν είναι, βέβαια, μια ακόμα ταινία που ολοκληρώνει ο Κόπολα της ύστερης πειραματικής εποχής ή μια επαναφορά στο αφηγηματικό σφρίγος της δεκαετίας του 1970, ούτε φυσικά μια προσθήκη στη λίστα των κατά παραγγελία ταινιών που υπάρχουν στη φιλμογραφία του. Το Megalopolis μοιάζει να ανήκει σε εκείνη τη ρωγμή του χρόνου κατά την οποία ο δημιουργός του είχε αποφασίσει να κοιτάξει κατάματα την άβυσσο, όταν μετά την εφιαλτική εμπειρία της παραγωγής του Αποκάλυψη Τώρα εξάντλησε με πάθος τα όρια της στουντιακής παραγωγής με το –όνομα και πράγμα– One From the Heart. Όπως σε εκείνες τις περιπτώσεις, ο Φ.Φ. Κόπολα δίνει και πάλι μία αυτοκαταστροφική μάχη με την ίδια του τη μεγαλομανία, χωρίς να σημαίνει ότι η έκβαση είναι το ίδιο σαγηνευτική.
Το Megalopolis, λοιπόν, με τη μορφή που έφτασε εν τέλει σε εμάς, θυμίζει μια ανομοιογενή συρραφή πολλών διαφορετικών ταινιών που στροβιλίζονται γύρω από το ίδιο θέμα, την ολέθρια δίψα για εξουσία, η οποία, εκτός από βασική αιτία κατάρρευσης των δημοκρατικών θεσμών, συνιστά και τροχοπέδη στην ανθρώπινη πρόοδο. Παραλληλίζοντας την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την πολιτειακή και κοινωνικοπολιτική κρίση των σύγχρονων ΗΠΑ, σε έναν χρονισμό απροσδόκητα επίκαιρο (που δείχνει βέβαια και το εύστοχο της αρχικής σύλληψης), ο Κόπολα επενδύει στο σεξπηρικών διαστάσεων camp, στιλιζάροντας ανηλεώς την αφήγησή του. Οι ερμηνείες μοιάζουν επί τούτου ασυντόνιστες, οι διάλογοι γραμμένοι με παρωδιακή ευθύτητα, ενώ η εικόνα πνίγεται διαρκώς στα εφέ. Στα χέρια του, η «νέα ρωμαϊκή» αυτοκρατορία δεν τελειώνει ούτε με κρότο, ούτε με λυγμό, αλλά συνθλίβεται μέσα στην ίδια της τη γελοιότητα, μικραίνοντας μέρα με τη μέρα, ενώ ο κόσμος της, αποκομμένος από τα προνόμια της άρχουσας τάξης, χάνει όλο και περισσότερο την πίστη του σε αυτήν.
Το παράδοξο είναι ότι το sui generis εγχείρημα λειτουργεί, σίγουρα όχι απρόσκοπτα και απροβλημάτιστα, καθώς υπάρχουν στιγμές που απορείς πώς επιβίωσαν στο τελικό cut, αλλά πάντως κερδίζει το δικαίωμα να σταθεί ως αισθητική πρόταση. Η αποτύπωση μιας εικόνας του μέλλοντος που επιστρέφει χιλιετίες πίσω, στην εκ των έσω κατάρρευση της αρχαίας Ρώμης, διαθέτει μια εγγενή απελπισία, όπως αντίστοιχα προκύπτει κάτι το αποκαρδιωτικό στη νύξη ότι η Ιστορία δεν είναι μια γραμμική πορεία προς τα μπρος, αλλά κάνει κύκλους και επιστρέφει στα σκοτάδια της. Αντίστοιχα, υπάρχει ένας εσωτερικός ρυθμός στην αταξία της αφήγησης: μπορεί ο Κόπολα να πηδάει από τη μία ιδέα στην επόμενη και να μας αφήνει να αναρωτιόμαστε αν θα οδηγήσουν κάπου οι γραμμές που χαράσσει στο κινηματογραφικό του τετράδιο, αλλά κυβερνάει στο ψηφιακό του ημίφως με χαρακτηριστικό στυλ, με φρενήρες μοντάζ, με οπερετικές κορώνες, με στομφώδεις παραθέσεις ποιητικών αποσπασμάτων και με χίλια δυο αφηγηματικά μέσα που συνθέτουν το υστερικό του χάος.
Ο πλούσιος αρχιτέκτονας Κατιλίνας του Megalopolis, με τις σπαρταριστές αναλογίες προς την ομώνυμη συνωμοτική φιγούρα της ρωμαϊκής ιστορίας, στέκει στην αφήγηση σαν alter ego του δημιουργού και έχει την ικανότητα να σταματά τον χρόνο ως καλλιτέχνης, σε ένα από τα λιγότερο ατελέσφορα ευρήματα του έργου. Οραματίζεται την ιδανική πόλη του μέλλοντος, συστατικό στοιχείο του οποίου είναι το θαυματουργό megalon, το οποίο ανακάλυψε ο ίδιος και ανάθεμα αν κανείς έχει καταλάβει ποιες είναι οι απειράριθμες δυνατότητές του. Έρχεται σε σύγκρουση με τον γραφειοκράτη δήμαρχο Σίσερο (Κικέρωνα), ερωτεύεται σαπουνοπερικά την κόρη του εχθρού του και μέσα στην αυταρέσκειά του δίνει τη μάχη για να εξασφαλίσει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο μέλλον, ενώ παράλληλα πρέπει να υπερβεί το εμπόδιο του ξαδέρφου του, γόνου ενός κροίσου τραπεζικού, που εποφθαλμιά τον πολιτικό έλεγχο της πόλης. Με άλλα λόγια, υπακούει στο απαρχαιωμένο δόγμα του «μεγάλου άνδρα», και από εκεί ξεκινούν οι πλέον δυσκατάβλητες ενστάσεις για το κείμενο της ταινίας.
Αδυνατώντας να αφουγκραστεί τις οικολογικές ανησυχίες που πηγάζουν σχεδόν αυτόματα από την ίδια την ιστορία, ο Φ.Φ. Κόπολα αφιερώνει την προσοχή του στο προφίλ ενός ηγέτη του μέλλοντος, ενός οραματιστή που θα πάρει από το χέρι ολόκληρη την κοινωνία για να την οδηγήσει σε μία φουτουριστική Εδέμ. Εκτός του ότι η απεικόνιση εν τέλει της ουτοπίας του στο τέλος της ταινίας είναι παντελώς αβαρής, η ίδια η σύλληψη μυρίζει ναφθαλίνη στον πυρήνα της. Η ιδέα του μεσσιανικού εφευρέτη/επιχειρηματία/πολιτικού που ευεργετεί τα πλήθη είναι πολιτικά αφελής και βρίσκει δυσάρεστη ανταπόκριση σε διάφορες γλοιώδεις φιγούρες της πραγματικότητας. Η ακλόνητη πίστη του ότι δρα προς όφελος της ανθρωπότητας τον καθιστά ενδιαφέροντα ως χαρακτήρα, αλλά δεν επαρκεί για την πληρότητα της προσέγγισης, καθώς η γραφή του Κόπολα αποφεύγει τις επικίνδυνες γωνίες του οράματός του και ακυρώνει τις λαϊκές αντιδράσεις εναντίον του ως υποκινούμενες από τη λαϊκιστική ρητορική των φασίζοντων αντιπάλων του. Από την άλλη, ιδωμένος αποκλειστικά από τη συμβολική του οπτική ως καλλιτέχνης εντός μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, προβάλλει ως αταλάντευτος θιασώτης μιας τέχνης με αληθινό κοινωνικό αντίκτυπο και ουσιώδη προσφορά· εξίσου αφελής ως θεώρηση, πλην όμως ευγενής.
Το Megalopolis πληγώνεται, τελικά, περισσότερο από τη συγχυσμένη πολιτική του ανάγνωση παρά από την τρικυμιώδη μορφή του. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα ανατρέχει στις φιλοσοφικές του καταβολές, στο Metropolis του Φριτζ Λανγκ, στον Πολίτη Κέιν, τις ρωμαϊκές χολιγουντιανές υπερπαραγωγές και παράλληλα σαρκάζει ανερμάτιστα, υπερβάλει σκόπιμα, κατακερματίζει την οθόνη αμέτρητες φορές σαν σε παροξυσμικό επεισόδιο. Αδιαφορεί πλήρως για την ισορροπία στον τόνο, αφήνει τους χαρακτήρες να επιδίδονται σε μονολόγους που λοξοδρομούν συνεχώς από το προκείμενο, αναμειγνύει ετερόκλητες υφολογικές προσεγγίσεις και φτιάχνει τη Νέα Υόρκη, ως Νέα Ρώμη, σαν ένα χωνευτήρι αρχαιοπρέπειας και cyberpunk αισθητικής. Η αφήγησή του είναι κάθε άλλο παρά συμπαγής, αλλά ταυτόχρονα πάλλεται με πάθος, μαρτυρά ορμή και διάθεση για νέους κινηματογραφικούς δρόμους, ασχέτως αν αυτοί καταλήγουν αδιέξοδοι. Το πιο ευαίσθητο σημείο της, βέβαια, το φυλάει για το τέλος, σε μία σύντομη σεκάνς που στρέφει το βλέμμα στο μέλλον, σαν αυτό να είναι το μόνο που έχει σημασία. Η αμφιθυμία απέναντι σε ένα φιλμ που φλερτάρει με την καταστροφή σε κάθε του σεκάνς πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η γοητεία του, όμως, βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την άναρχη δομή του, στην τεχνητή όψη του και στη δημιουργική ελευθερία που είναι ολοφάνερη στο σώμα του, περιγελώντας κάθε έννοια αφηγηματικού μέτρου. Τοποθετείται, σε κάθε περίπτωση, σε εκείνη την κατηγορία ταινιών που πρέπει να τις δεις για να πιστέψεις ότι υπάρχουν.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα