Φανταστικές Αγάπες
- Les Amours Imaginaires
- Heartbeats
- 2010
- Καναδάς
- Γαλλικά, Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραμεντί, Ερωτική, Κομεντί, Νεανική, Σινεφίλ
- 02 Δεκεμβρίου 2010
Ο Φρανσίς και η Μαρί είναι δύο κολλητοί φίλοι που ερωτεύονται το ίδιο αντικείμενο του πόθου, τον εξαίσιο Νικολά. Ανάμεσά τους ξεκινά μια πρωτότυπη μονομαχία για την καρδιά του Νικολά, καθώς, από ραντεβού σε ραντεβού κι από φαντασίωση σε φαντασίωση, ο καθένας από τους δύο φίλους ερμηνεύει, σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, την άλλοτε αθώα κι άλλοτε άκρως ερωτική συμπεριφορά του Νικολά.
Σκηνοθεσία:
Xavier Dolan
Κύριοι Ρόλοι:
Xavier Dolan … Francis
Monia Chokri … Marie
Niels Schneider … Nicolas
Anne Dorval … Desiree
Anne-Elisabeth Bosse … νεαρή
Magalie Lepine Blondeau … νεαρή
Sophie Desmarais … ροκαμπίλι
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Xavier Dolan
Παραγωγή: Xavier Dolan, Carole Mondello, Daniel Morin
Φωτογραφία: Stephanie Anne Weber Biron
Μοντάζ: Xavier Dolan
Σκηνικά: Xavier Dolan
Κοστούμια: Xavier Dolan
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Les Amours Imaginaires
- Ελληνικός Τίτλος: Φανταστικές Αγάπες
- Διεθνής Τίτλος: Heartbeats
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Love, Imagined
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο νεανικής επιτροπής για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Anne-Elisabeth Bosse) και φωτογραφία στα Genie, τα εθνικά βραβεία του Καναδά.
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σύδνεϋ.
Παραλειπόμενα
- Ο Louis Garrel εμφανίζεται σε γκεστ ρόλο, ως καλεσμένος σε δείπνο.
- Η ταινία δανείστηκε ελεύθερα την έμπνευση της από το Παντρεμένα Ζευγάρια (1992) του Woody Allen.
- Κινηματογραφικό ντεμπούτο για την Anne-Elisabeth Bosse.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 29/11/2010
Οι έρωτες είναι από τη φύση τους, ούτως ή άλλως φανταστικοί. Η γονιδιακή ανάγκη για ζευγάρωμα ωθεί την συνείδηση να πλάσει μια μυθολογία ανάμεσα στον εραστή και το αντικείμενο του πόθου του. Οι δυο φίλοι της ιστορίας μας, ο ρομαντικός Φρανσίς και η νευρωσική Μαρί, είναι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, στενοί φίλοι επειδή μοιράζονται συνένοχα την ίδια μανία: να ερωτευθούν. Και ακριβώς επειδή έχουν ένα ισχυρό δεσμό μεταξύ τους, ερωτεύονται σχεδόν πάντα το ίδιο αγόρι. Κατά ένα τρόπο δέχονται, έστω ασυνείδητα ότι ξεκινούν ένα ανταγωνισμό μεταξύ τους, άρα μπαίνουν σε ένα παιχνίδι. Δεν αγαπούν, ερωτεύονται, βάζουν ένα στόχο και ρίχνονται σε ένα μοντέρνο μελόδραμα – τα τελευταία πέντε έξι πλάνα δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για αυτή την οπτική γωνία του Ντολάν πάνω στο θέμα του, αν συνυπολογίσουμε και τις παρεμβολές από φανταστικές συνεντεύξεις με ερωτόπληκτους, που δίνουν στο φιλμ μια δοκιμιακή χροιά, όπως και μια υποβόσκουσα σάτιρα που διατρέχει όλο το φιλμ.
Ο μόλις 22χρονος γαλλοκαναδός σκηνοθέτης, προερχόμενος από αστικό, καλλιτεχνικό περιβάλλον και ως εκ τούτου ασφαλής και εντελώς ξεψάρωτος, ήδη από το περσινό «Σκότωσα τη μητέρα μου», έδειξε ότι είναι υποσχόμενος δημιουργός, με έντονη κλίση στο στυλ. Όντως αντιμετωπίζει την κάμερα και το μοντάζ ως στυλό. Αυτό μέχρι στιγμής είναι το ατού του αλλά και η παγίδα του.
Με επιρροές από την Nouvelle Vague (να τι του έδειχναν οι γονείς του, Jules et Jim κ.λπ.), δεν είναι κακό που δανείζεται τόσο προκλητικά μανιέρες του Wong Kar Wai, (ιδιαίτερα από το In The Mood For Love) ή την χρωματική παλέτα του Αλμοδόβαρ – όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Βίκυ Δήμου. Το πρόβλημα είναι ότι τον απασχολεί τόσο πολύ η αισθητική των πλάνων του, οι λήψεις, η φωτογραφία, οι καλλιτεχνικές αναφορές κ.λπ. που ξεχνά τι θα πει χαρακτήρες και αφήγηση. Στην πρώτη του ταινία τον συγκρατούσε η σχέση με την μητέρα, που λειτουργούσε κεντρομόλα προς ένα πυρήνα. Στην παρούσα ταινία χάνεται λιγάκι, έως πολύ. Οι δυο ήρωες (ο ερωτεύσιμος Νικολά λειτουργεί μόνο ως σύμβολο) μόλις προς το τέλος αρχίζουν να αποκτούν ορατά πορτραίτα, ενώ προηγουμένως ξέρουμε τι κοιτούν, πώς ψωνίζουν, πώς περπατούν (σε ρελαντί) αλλά δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε επί της ουσίας για αυτούς. Αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν παύει να περιέχει την πολυπόθητη, κατά Ρολάν Μπαρτ, «απόλαυση του κειμένου».
Σίγουρα ο πιτσιρικάς Ντολάν έχει δρόμο μπροστά του, έχοντας ήδη καταφέρει να μας κρατάει σε επιφυλακή για τα επόμενα έργα του.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 29/11/2010
Κάποιοι λένε πως η εποχή μας δεν προσφέρεται για θαύματα. Και ο Ντολάν με τη νέα του ταινία επιβεβαιώνει ακριβώς αυτά τα λεγόμενα. Δεν είναι το παιδί-θαύμα που βιάστηκαν κάποιοι να πουν. Όσο όμως δεν είναι θαύμα, δεν είναι πια και παιδί. Στα 21 του χρόνια μοιάζει πιο ώριμος, και φαίνεται να προχωρά με σταθερά σκηνοθετικά βήματα. Οι Φανταστικές Αγάπες είναι σαφώς επηρεασμένες από τον κινηματογράφο του Αλμοδόβαρ και του Τρυφώ, σταματά όμως πια ο Ντολάν να μοιάζει με κακή απομίμηση του μεγάλου Πέδρο. Βρίσκει το προσωπικό του στυλ και δημιουργεί έναν κινηματογράφο φρέσκο που μυρίζει από χιλιόμετρα δημιουργικότητα, κέφι και νεανικά όνειρα. Από όνειρα, βέβαια, οι νέοι, άλλο τίποτα. Ο Ντολάν ονειρεύεται πολύ, μπορεί όμως και υποστηρίζει τα όνειρα του με ένα ταλέντο που κανείς δεν μπορεί να του αφαιρέσει, και που ελπίζουμε όλοι να συνοδέψει τις κινηματογραφικές μας βραδιές για αρκετά ακόμη χρόνια.
Πώς μπορεί μια ταινία να είναι γεμάτη όνειρα; Μέσα από το προσωπικό της ύφος, φυσικά. Το προσωπικό αυτό στυλ του Ντολάν, όπως μας προδίδει η τελευταία του ταινία, είναι γεμάτο χρώμα, ωραία μουσική, πολύ καλές ερμηνείες κι ένα σενάριο που μιλάει για τον έρωτα με τον δικό του τρόπο. Εκτός δηλαδή από τη σκηνοθετική ματιά, έχουμε να κάνουμε με ένα ξεχωριστό σενάριο που προσεγγίζει τον έρωτα με έναν τρόπο απόλυτα φιλελεύθερο καταλήγοντας πως μπροστά του είμαστε όλοι ίδιοι. Είτε σ’ αρέσουν οι άντρες είτε οι γυναίκες, ο Ντολάν θα σου μιλήσει για το πώς θα βιώσεις τον έρωτα όταν σ’ αυτόν είσαι μόνος, και θα σου πει πως η απόρριψη θα σε πονέσει ακριβώς το ίδιο.
Η ταινία, μέχρι ένα σημείο, μοιάζει κάπως μονότονη καθώς αργεί να ξεκινήσει να μιλά για όσα έχει να πει. Όταν όμως παίρνει φόρα, μοιάζει ασταμάτητη μέχρι το πανέμορφο και απόλυτα στυλιζαρισμένο φινάλε της.
Βαθμολογία: