Ο Λαζάρο είναι ένας αφελής και οπτιμιστικός 21χρονος αγρότης. Από την άλλη, ο Τανκρέντι είναι ένας νέος άντρας με παθιασμένη φαντασία. Ανάμεσα τους γεννιέται μια απρόβλεπτη φιλία, που ειδικά για τον Λαζάρο αποδεικνύεται πλέον σημαντικό κομμάτι για την εφηβεία του. Με την πάροδο του χρόνου, οι δυο τους αντιμετωπίζουν αρκετές δυσκολίες παρέα, μέχρι που τα ίχνη του Τανκρέντι χάνονται κάπου στην πόλη. Ο Λαζάρο, όμως, θα ψάξει να τον βρει.
Σκηνοθεσία:
Alice Rohrwacher
Κύριοι Ρόλοι:
Adriano Tardiolo … Lazzaro
Luca Chikovani … Tancredi (νεαρός)
Agnese Graziani … Antonia (νεαρή)
Alba Rohrwacher … Antonia
Tommaso Ragno … Tancredi
Sergi Lopez … Ultimo
Natalino Balasso … Nicola
Nicoletta Braschi … Marchesa Alfonsina De Luna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alice Rohrwacher
Παραγωγή: Carlo Cresto-Dina, Gregory Gajos, Arthur Hallereau, Alexandra Henochsberg, Pierre-Francois Piet, Tiziana Soudani, Michael Weber
Φωτογραφία: Helene Louvart
Μοντάζ: Nelly Quettier
Σκηνικά: Emita Frigato
Κοστούμια: Loredana Buscemi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Lazzaro Felice
- Ελληνικός Τίτλος: Ευτυχισμένος Λάζαρος
- Διεθνής Τίτλος: Happy as Lazzaro
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο σεναρίου.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, γυναικεία ερμηνεία (Alba Rohrwacher) και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο, παραγωγή, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Nicoletta Braschi), φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια και ήχο στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Γυρίστηκε σε φιλμ super 16mm.
- Το στόρι σχεδιάστηκε πάνω σε αληθινό γεγονός από τη ζωή της Alice Rohrwacher.
- Ο νεαρός Γεωργιανός που ερμηνεύει τον Τανκρέντι στα νιάτα του, ο Luca Chikovani, εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ταινία, επιλεγμένος ως πετυχημένος youtuber, με πάνω 5 εκατομμύρια θεάσεις των βίντεο του. Αλλά και ο πρωταγωνιστής Adriano Tardiolo δεν έχει ξανά παίξει στον κινηματογράφο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/3/2019
Ένας καλός κινηματογραφικός κανόνας είναι πριν κοιτάξεις στο τριγύρω περιβάλλον να ρίξεις μια ματιά στον καθρέφτη. Η Ιταλία το κάνει αυτό διαχρονικά και ίσως αυτός είναι ένας εκ των λόγων που πάντοτε η παραγωγή της βρισκόταν σε πολύ υψηλό επίπεδο παγκοσμίως, μέχρι και οι πρόσφατες φάρσες του Checco Zalone εδράζονται σε μια υπαρκτή κοινωνική εικόνα της χώρας έστω μέσω ενός παραμορφωτικού φακού. Η νέα ταινία της Alice Rohrwacher μιλάει για το χθες και το σήμερα του τόπου αυτού προχωρώντας σε παραλληλισμούς που λειτουργούν σαν αιχμηρή κριτική, συμπεραίνοντας με πικρό κυνισμό πως τα πράγματα δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει: ο τρόπος της καταπίεσης και της εξαχρείωσης είναι διαφορετικός, όχι οι συνθήκες αυτές καθαυτές. Πραγματοποιεί ταυτόχρονα ένα από τα πιο τολμηρά χρονικά και υφολογικά άλματα των τελευταίων ετών στο σινεμά, ξεκινώντας ως χαμηλότονη ηθογραφία για να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο παραμύθι, μια αλλόκοτη θρησκευτική και μεταφυσική παραβολή που επισφραγίζει την ουσία των μηνυμάτων που εμπεριέχονται στο σύνολο. Θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει το πόσο προφανείς είναι οι συμβολισμοί και το πως η αλληγορία δεν αναμειγνύεται πάντα απολύτως επιτυχημένα με το «ρεαλιστικό» κομμάτι της ιστορίας και δεν θα είχε άδικο. Ωστόσο αυτές οι ατασθαλίες δεν χαλάνε καθοριστικά την τελική εικόνα: ο «Ευτυχισμένος Λάζαρος» είναι μια ειλικρινής και πρωτότυπη ματιά σε ζητήματα που αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη.
Μετά το πέρας της θέασης ίσως πιο πολύ και από τη νοηματική μένει η παρουσία του Adriano Tardiolo στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος πραγματικά αγγίζει σχεδόν την πεμπτουσία του καλοκάγαθου. Ο τρόπος που συμμετέχει σε έναν διάλογο, η γλώσσα του σώματός του και η μονίμως γαλήνια έκφραση του προσώπου του πλάθουν έναν χαρακτήρα στον οποίο συνδυάζονται μοναδικά η αφέλεια με την ευσπλαχνία. Υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες που εντυπώνονται στο νου, με πιο προεξέχουσες περιπτώσεις την πάντα ιδιαίτερη Alba Rohrwacher που ισορροπεί έξοχα μεταξύ τρυφερότητας και σκληράδας αλλά και η μελαγχολία του πορτραίτου του Tommaso Ragno, αλλά κακά τα ψέματα, το φιλμ είναι αυτό που είναι χάρη στον Tardiolo. Αν το κείμενο είναι αυτό που παρέχει την πολιτική σκέψη της ταινίας, ο νεαρός ηθοποιός της δίνει τη συναισθηματική ραχοκοκαλιά της, συνεισφέρει έτσι ώστε η εγκεφαλικότητα (που δεν συνεπάγεται και δύσκολα νοήματα, το αντίθετο μάλιστα) που τη χαρακτηρίζει να μην την καταστήσει αποστασιοποιημένη. Θα ήταν καλύτερο πάντως η «πινακοθήκη» των χαρακτήρων να είχε κάπως πλουσιότερα χρώματα, να μην περιοριζόταν σε φιγούρες που λειτουργούν περισσότερο σαν σύμβολα προκειμένου να εξυπηρετηθεί η σειρά των μηνυμάτων της σκηνοθέτιδας όπως γίνεται ουκ ολίγες φορές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι ήρωες είναι παντελώς μονοδιάστατοι.
Ίσως η διαδρομή που ακολουθείται να είχε χώρο και για περισσότερο υπερρεαλισμό και λυρισμό έτσι ώστε να απογειωνόταν σε επίπεδο αισθητικής και να συμβάδιζε πιο πολύ σαν κατασκευή με τις συλλήψεις του σεναρίου. Η Rohrwacher δεν κάνει την υπέρβαση γιατί θέλει η δημιουργία της να πατάει τα πόδια της γερά πάνω στη γη, να αναφερθεί στο τώρα με παλμό χωρίς ονειροπολήσεις, με την αλλόκοτη αφηγηματική ανατροπή να λαμβάνει χώρα κυρίως για να συμβάλλει στον κοινωνικό σχολιασμό που επιχειρείται να αρθρωθεί. Παρόλο που εκπέμπεται η αίσθηση πως σαν να δόθηκε στην ιταλίδα κινηματογραφίστρια η πρώτη ύλη στη μορφή της κεντρικής ιδέας για κάτι ακόμη και αριστουργηματικό κι εκείνη να σταμάτησε όταν το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε στο «καλό» χωρίς να το προχωρήσει παραπέρα αυτό δεν είναι απαραίτητα μεμπτό. Εύκολα θα μπορούσε και η φιλοδοξία του ευρήματος που είναι στο επίκεντρο να παρασύρει έναν λιγότερο έμπειρο δημιουργό σε δρόμους υπερφίαλους και σε έναν εκτροχιασμό που θα έκαιγε ανεπανόρθωτα το προαναφερθέν χαρτί. Με αυτό το δεδομένο κατά νου, η υπάρχουσα μορφή του συγκεκριμένου πονήματος είναι σίγουρα καλοδεχούμενη. Πρόκειται για πρωτότυπο, παλλόμενο όσο και τρυφερό σινεμά, που υψώνει φωνές που πολύ εύκολα ξεχνιούνται σε μια ήπειρο που εδώ και μια δεκαετία ζει μέσα στην άρνηση της πολλαπλών μορφών κρίσης της…
Βαθμολογία: