
Kin
- Kin
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δράσης, Επιστημονικής Φαντασίας, Θρίλερ, Περιπέτεια
- 27 Σεπτεμβρίου 2018
Ο πρώην κατάδικος Τζίμι Σολίνσκι και ο υιοθετημένος μικρός αδελφός του, Έλι, μπαίνουν στο στόχαστρο ενός εκδικητικού εγκληματία, του Τέιλορ Μπάλικ, και δύο στρατιωτών από άλλον πλανήτη. Για να ξεφύγουν τρέπονται σε φυγή αρματωμένοι με ένα μυστήριο όπλο που είναι και η μοναδική ασπίδα προστασίας τους.
Σκηνοθεσία:
Jonathan Baker
Josh Baker
Κύριοι Ρόλοι:
Myles Truitt … Elijah ‘Eli’ Solinski
Jack Reynor … James ‘Jimmy’ Solinski
Zoe Kravitz … Milly
Carrie Coon … Morgan Hunter
Dennis Quaid … Harold ‘Hal’ Solinski
James Franco … Taylor Balik
Michael B. Jordan … καθαριστής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Daniel Casey
Παραγωγή: Jeff Arkuss, Dan Cohen, David Gross, Shawn Levy, Jesse Shapira
Μουσική: Mogwai
Φωτογραφία: Larkin Seiple
Μοντάζ: Mark Day
Σκηνικά: Ethan Tobman
Κοστούμια: Lea Carlson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Kin
- Ελληνικός Τίτλος: Kin
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Bag Man των Jonathan Baker, Josh Baker.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία είναι προέκταση της μικρού μήκους ταινίας Bag Man του 2014, σε δημιουργία των ίδιων σκηνοθετών, οι οποίοι είναι δίδυμα αδέλφια. Μόνο που εκεί ήταν και οι μόνοι υπεύθυνοι για το σενάριο. Η διασκευή τους αυτή αποτέλεσε και το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο.
- Το στόρι βασίστηκε σε όνειρο ενός εκ των σκηνοθετών, με αυτά που ονειρεύτηκε να υπάρχουν αυτούσια σε μία σκηνή της ταινίας.
- Μετά από δύο τηλεοπτικές εμφανίσεις, αυτή είναι η πρώτη κινηματογραφική για τον νεαρό Myles Truitt.
- Μεγάλη αποτυχία στα ταμεία, από τα οποία έβγαλε μονάχα 10,3 εκατομμύρια δολάρια, απέναντι σε ένα μπάτζετ των 30. Σε αυτά προσθέτουμε και τα 30 εκατομμύρια δολάρια που επένδυσε η Lionsgate για να αποκτήσει τα δικαιώματα διανομής μετά την προβολή στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/9/2018
Μερικές ταινίες μικρού μήκους δεν είναι φτιαγμένες για να «τραβηχτούν» σε μεγάλη διάρκεια. Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο των δίδυμων αδερφών Baker που βασίζεται σε μια δεκαπεντάλεπτη δουλειά τους το αποδεικνύει αυτό περίτρανα. Μακάρι όμως το μοναδικό πρόβλημα εδώ να ήταν ένα σενάριο που φαίνεται να ξεχειλώνει προσθέτοντας περιστατικά το ένα μετά το άλλο που δε συνδέονται γερά μεταξύ τους προκειμένου να δικαιολογήσει τα 102 λεπτά του φιλμ… Είναι προφανές ότι το σκηνοθετικό ντουέτο γοητεύεται από την αισθητική των ‘80s η οποία είναι διάχυτη στους φωτισμούς και στο σχεδιασμό των οπτικών εφέ (η τεχνολογία είναι ναι μεν αυτονόητα σημερινή, όμως το παραχθέν αποτέλεσμα προφανώς για να αποτίσει φόρο τιμής θυμίζει το τι θα έκανε ένας ειδικός του τομέα εκείνης της εποχής αν δούλευε με μέσα του 2018), όπως και ο μεγάλος θαυμασμός που έχουν προς τις δύο πρώτες ταινίες της σειράς του «Εξολοθρευτή». Άλλο όμως αυτό που θα επιθυμούσαν να αγγίξουν οι δημιουργοί και άλλο αυτό που προσεγγίζουν ποιοτικά. Δυστυχώς τα σφάλματα είναι κρίσιμα και είναι παντού: κείμενο, ερμηνείες, σκηνοθεσία, αξιοποίηση προϋπολογισμού, όλα αυτά κι αρκετά ακόμη πάσχουν φανερά. Χωρίς να διαθέτουν τη δεξιότητα να συνδυάσουν όσα θέλουν με τρόπο τέτοιο ώστε να προκύψει ένα ομοιογενές μείγμα, τα δυο αδέρφια βάζουν στο μπλέντερ επιστημονική φαντασία, ταινία δρόμου, δράμα ενηλικίωσης και περιπέτεια καταδίωξης, καταλήγοντας με ένα «τουρλού» που σχεδόν δεν τρώγεται.
Το πρώτο πράγμα στο οποίο θα έπρεπε να εστιάσουν την προσοχή τους οι αφοί Baker από τη στιγμή που στοχεύουν σε μίνι μπλοκμπάστερ, επειδή έχουν το πλεονέκτημα του ότι λόγω μεσαίου προϋπολογισμού μπορούν να φλερτάρουν ελαφρώς με τη λογική της ανεξάρτητης παραγωγής, είναι οι χαρακτήρες, κι εκεί τα κάνουν μούσκεμα. Είναι τόσο αδούλευτοι που δεν λειτουργούν ούτε σαν «πασπαρτού», διαθέτοντας δηλαδή κάποια γενικά χαρακτηριστικά, αρκετά ευρεία για να επιτύχουν την ταύτιση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα κοινού. Γενικά το γράψιμο εδώ είναι απίστευτα τσαπατσούλικο, με τις συμπεριφορές ειδικά των ηρώων να απέχουν τρομακτικά πολύ από μια έστω στοιχειώδη κατανόηση του πως αυτές λειτουργούν στην πραγματικότητα, από το πως γίνεται τόσο αβίαστα δεκτό το στοιχείο της φαντασίας στο σύμπαν της ιστορίας μέχρι τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Ακόμη και οι καταξιωμένοι ηθοποιοί εκ του καστ μοιάζουν χαμένοι, δεν ξέρουν τι ακριβώς πρέπει να κάνουν για να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, με αποκορύφωμα τον James Franco, σε έναν από τους χειρότερους ρόλους της καριέρας του, να δίνει άλλο νόημα στη φράση «παίρνω τα λεφτά και τρέχω», υποδυόμενος κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να αναλάβει κάποιος άγνωστος, που τουλάχιστον θα εκτιθόταν λιγότερο.
Τί μένει από όλο αυτό; Το όμορφο σάουντρακ των τεράτων της post rock σκηνής Mogwai και μια τρυφερότητα σε κάποιες σκηνές που αν εντάσσονταν σε ένα καλύτερο σύνολο θα αποτελούσαν ζωτικό μέρος μιας όμορφης δημιουργίας, ίσως και οι εικόνες κατηγορίας εργατικής τάξης στο ξεκίνημα που προετοιμάζουν ψυχολογικά για κάτι καλύτερο από αυτό που τελικά προκύπτει στη συνέχεια. Το χειρότερο πάντως επιφυλάσσεται για το τέλος, έναν τραγελαφικό συνδυασμό από μηχανής θεού και κλεισίματος ματιού για επερχόμενο σίκουελ, που μάλλον δικαίως δε θα έρθει ποτέ, προκαλώντας τουλάχιστον μειδίαμα και μια απορία για το ποιος θα έδινε το πράσινο φως για τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου πρότζεκτ. Όχι ότι δεν έχουν εγκριθεί και χειρότερα σενάρια, αλλά εδώ επειδή υπάρχει και η φιλοδοξία του εμπορικού, οι ατέλειες βγάζουν μάτι και ως προς το πόσο ατσούμπαλα προσπαθεί να πείσει το συγκεκριμένο εγχείρημα ότι μπορεί να «μιλήσει» και σε ένα μεγάλο κοινό. Επειδή από άποψη τεχνικής δε φαίνεται να είναι άσχετοι, δε θα έπρεπε οι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι να στιγματιστούν από την αποτυχία αυτή στο ξεκίνημά τους. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως χρειάζονται μια δεύτερη ευκαιρία, και μακάρι να τη βρουν, αν και τα στραβοπατήματα με προϋπολογισμό άνω του μέσου όρου από ανερχόμενους δύσκολα συγχωρούνται στην κινηματογραφική βιομηχανία…
Βαθμολογία: