
Άγραφος Νόμος
- In the Land of Saints and Sinners
- 2023
- Ιρλανδία
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δράσης, Εποχής, Θρίλερ, Πολιτικό Θρίλερ
- 28 Δεκεμβρίου 2023
Ιρλανδία, δεκαετία του 1970. Σε ένα απομακρυσμένο ιρλανδικό χωριό, ο κατεστραμμένος από τις πολιτικές αναταραχές Φίνμπαρ Μέρφι αναγκάζεται να πολεμήσει ξανά, αυτή τη φορά για λύτρωση μετά από μια ζωή αμαρτιών. Αλλά ποιο τίμημα είναι διατεθειμένος να πληρώσει; Στη χώρα των αγίων και των αμαρτωλών, μερικές αμαρτίες δεν μπορούν να ταφούν.
Σκηνοθεσία:
Robert Lorenz
Κύριοι Ρόλοι:
Liam Neeson … Finbar Murphy
Ciaran Hinds … Vincent ‘Vinny’ O’Shea
Kerry Condon … Doireann McCann
Jack Gleeson … Kevin Lynch
Desmond Eastwood … Curtis June
Sarah Greene … Sinead Dougan
Colm Meaney … Robert McQue
Niamh Cusack … Rita Quinn
Conor MacNeill … Conan McGrath
Seamus O’Hara … Seamus McKenna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Terry Loane, Mark Michael McNally
Παραγωγή: Markus Barmettler, Kieran Corrigan, Geraldine Hughes, Philip Lee, Terry Loane, Bonnie Timmermann
Μουσική: Diego Baldenweg, Lionel Baldenweg, Nora Baldenweg
Φωτογραφία: Tom Stern
Μοντάζ: Jeremiah O’Driscoll
Σκηνικά: Derek Wallace
Κοστούμια: Leonie Prendergast
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: In the Land of Saints and Sinners
- Ελληνικός Τίτλος: Άγραφος Νόμος
Παραλειπόμενα
- Δεύτερη συνεχόμενη συνεργασία του Robert Lorenz με τον Liam Neeson μετά το Ο Προστάτης (2021). Εκείνη όμως η ταινία ήταν μια αμερικανική παραγωγή, ενώ αυτή ιρλανδική.
- Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ Βενετίας, κάτι που δεν εμπόδισε τον Robert Lorenz από το να παραλάβει ένα ειδικό βραβείο κοινού.
- Το Netflix αγόρασε τα δικαιώματα διανομής για την Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/12/2023
Τα πανέμορφα τοπία της Ιρλανδίας δεν φέρνουν την πολυπόθητη άνοιξη, σ’ ένα θρίλερ δράσης που δείχνει να θέλει να διαφοροποιηθεί από τα άσχημα κλισέ που συνοδεύουν πλέον τον χαρακτηρισμό «ταινία με τον Liam Neeson να εκδικείται» αλλά ταυτόχρονα πάσχει σε αρκετά επίπεδα.
Η πολιτική τοποθέτηση του φιλμ είναι μάλλον εμφανής από την αρχή, αλλά γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη όσο περνούν τα λεπτά, με όσους ανήκουν στον IRA να είναι αδιαπραγμάτευτα κακοί άνθρωποι και, το πλέον εντυπωσιακό, όσοι μεν σκοτώνουν ακόμη και από επάγγελμα αλλά δεν ανήκουν σε αυτό το στρατόπεδο όχι μόνο να δικαιολογούνται εν μέρει αλλά να αποτυπώνονται και ως πιο ενάρετοι συγκριτικά με άλλους τρόπους. Ακόμη και η υποτιθέμενη «γκρίζα» ηθική του αντιήρωα του Neeson είναι ψευδεπίγραφη αν βάλει κανείς κάτω όλες τις μεμονωμένες πράξεις του στη διάρκεια της πλοκής και το πώς ο ίδιος σκιαγραφείται μέσα από τους διαλόγους του. Κι ενώ στα πρώτα λεπτά φαίνεται να σχηματίζεται μια πιο αμφίσημη εικόνα, όσο τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη θέση τους τόσο πιο πολύ γίνονται σαφείς και οι πλευρές των «καλών» και των «κακών» και τόσο πιο προβλέψιμο καταντά το τελικό αποτέλεσμα, εκπληρώνοντας τελικά την κουρασμένη συνταγή που υπόσχεται η παρουσία του πρωταγωνιστικού ονόματος. Άσχημη εντύπωση αφήνουν και κάποιες διάσπαρτες γλυκερές νότες που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον σκληρό και βίαιο μικρόκοσμο που αποτυπώνεται στο πανί.
Τουλάχιστον ο Tom Stern κάνει έξοχη δουλειά στη διεύθυνση φωτογραφίας και, κάτι όχι ασήμαντο, καταφέρνει να ξεφύγει και από τη χρωματική μανιέρα του μουντού που είχε καθιερώσει στις συνεργασίες του με τον Clint Eastwood. Και η δράση, αν και πάντοτε μικρής κλίμακας, είναι καλοστημένη και όσο έντονη πρέπει δεδομένου του ιστορικού πλαισίου. Ευτυχώς, δεν μπαίνουν και νοσταλγικά γυαλιά στην απεικόνιση της εποχής, κάτι που βοηθάει και στο να μη «στρογγυλευτούν» οι εντάσεις που προκύπτουν.
Ο ίδιος ο Neeson ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου του «γερόλυκου με σκοτεινό παρελθόν», ίσως ελαφρώς πιο στωικά από το συνηθισμένο, χωρίς ιδιαίτερα έντονα ξεσπάσματα πέραν της γνώριμης κασκαντερικής κλοτσοπατινάδας. Το highlight σε επίπεδο ερμηνευτικό έρχεται από την εξαιρετική Kerry Condon, η οποία είναι ανατριχιαστικά πειστική τόσο όταν καλείται να δείξει απειλητικές διαθέσεις όσο και σε κάποιες στιγμές που διαθέτουν έστω ένα μικρό δραματικό υπόβαθρο που ξεφεύγει από τα στεγανά της καρικατούρας (αν και σεναριακά οι σκηνές αυτές χαντακώνονται).
Ναι, ίσως να πρόκειται για μια προσπάθεια που δεν αφήνει την ίδια αίσθηση «αρπαχτής» με άλλες πρόσφατες προσθήκες στη φιλμογραφία του πρωταγωνιστή της, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως πρόκειται και για μια πιο βαθιά σκεπτόμενη δουλειά. Ο «Άγραφος Νόμος», πέραν και των όσων διατυπώνει εμμέσως ιδεολογικά (όχι μέσω της καταδίκης της τρομοκρατίας προφανώς, αλλά με τον στιγματισμό ενός συγκεκριμένου χώρου που διακρίνεται και από άλλες πινελιές σε δευτερεύοντες ρόλους), δυστυχώς έχει μαζεμένα και υπερβολικά πολλά κλισέ για να ξεχωρίσει ως μια πρόταση που να προσφέρει το κάτι παραπάνω. Αν ο Robert Lorenz ακολουθούσε μια πιο καθαρά δραματική οδό, που είναι κάτι που το «σήκωνε» η ιστορία που κινηματογραφεί, ίσως να αναδεικνυόταν και μια πολυπλοκότητα που κρύβεται πίσω από τις προσωπικές διαδρομές των χαρακτήρων.
Βαθμολογία: