
Στη Νάπολη της δεκαετίας του 1980, ο 17χρονος Φαμπιέτο Σκίζα είναι ένας άγαρμπος νεαρός που προσπαθεί να βρει τη θέση του στον κόσμο. Μόνη του αληθινή δύναμη μια οικογένεια που είναι ερωτευμένη με τη ζωή, αλλά και χαίρονται τα μέλη της να ανακατεύονται ο ένας στις σχέσεις των άλλου. Δύο όμως γεγονότα έρχονται για να ανατρέψουν τα πάντα. Το πρώτο είναι η θριαμβευτική άφιξη του θρυλικού Ντιέγκο Μαραντόνα στην ομάδα της Νάπολη, δίνοντας άλλον αέρα στη φτωχική μεγαλούπολη και λόγους στον Φαμπιέτο να αισθάνεται περηφάνεια. Το δεύτερο είναι ένα αδιανόητο ατύχημα που θα συνταράξει για τα καλά τον 17χρονο, που πλέον πιστεύει ότι τον έχει αγγίξει προσωπικά το «Χέρι του Θεού».
Σκηνοθεσία:
Paolo Sorrentino
Κύριοι Ρόλοι:
Filippo Scotti … Fabietto Schisa
Toni Servillo … Saverio Schisa
Teresa Saponangelo … Maria Schisa
Marlon Joubert … Marchino Schisa
Luisa Ranieri … Patrizia
Renato Carpentieri … Alfredo
Massimiliano Gallo … Franco
Lino Musella … Marriettiello
Alessandro Bressanello … Aldo Cavallo
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paolo Sorrentino
Παραγωγή: Lorenzo Mieli, Paolo Sorrentino
Μουσική: Lele Marchitelli
Φωτογραφία: Daria D’Antonio
Μοντάζ: Cristiano Travaglioli
Σκηνικά: Carmine Guarino
Κοστούμια: Mariano Tufano
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: E Stata la Mano di Dio
- Ελληνικός Τίτλος: The Hand of God
- Διεθνής Τίτλος: The Hand of God
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας και κάστινγκ.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μεγάλο βραβείο επιτροπής και βραβείο νέου ηθοποιού (Filippo Scotti).
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, δεύτερου γυναικείου ρόλου (Teresa Saponangelo), φωτογραφίας και νεότητας στα David di Donatello. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Filippo Scotti), δεύτερο αντρικό ρόλο (Toni Servillo), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Luisa Ranieri), σενάριο, παραγωγή, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, ήχο, ειδικά εφέ και μακιγιάζ.
Παραλειπόμενα
- Βασισμένο σε αυτοβιογραφικές εμπειρίες του δημιουργού Paolo Sorrentino. Και παρότι γεννημένος στη Νάπολη, αυτή είναι η πρώτη του ταινία που γύρισε εκεί από το 2001.
- Το Netflix βρίσκεται κοντά στην παραγωγή από τη στιγμή που αυτή ανακοινώθηκε, αλλά προηγείται η έξοδος στις αίθουσες από την ενσωμάτωση στη streaming πλατφόρμα.
- Τον Ιούλιο του 2020, ένας δικηγόρος του Diego Maradona απείλησε με μήνυση την παραγωγή, μια και ο τίτλος παρέπεμπε άμεσα στον πελάτη του. Το Netflix όμως δήλωσε πως η ταινία δεν είναι διόλου αθλητική, και οι αναφορές στον ποδοσφαιρικό θρύλο είναι μόνο έμμεσες.
Κριτικός: Δημήτρης Μπαμπούλης
Έκδοση Κειμένου: 28/11/2021
Ο Φαμπιέτο είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει στη Νάπολη των 80’s. Μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα θα ανακαλύψει την αγάπη, τον ενθουσιασμό, την απώλεια και την απότομη ενηλικίωση. Όλα αυτά με μπακγκράουντ τη «σωτήρια» έλευση του Μαραντόνα στην ομάδα της Νάπολη.
Το «Χέρι του Θεού» είναι η πιο προσωπική ταινία του Πάολο Σορεντίνο, μια δραματοποιημένη αυτοβιογραφία για την ενηλικίωση του και για τον θάνατο των γονιών του, ένα γεγονός που τον έχει σημαδέψει, και όπως έχει δηλώσει, του ήταν αρκετά δύσκολο ακόμη και τώρα να κάνει μια ταινία με αυτό το θέμα, καθώς το τραύμα παραμένει ανοιχτό.
Η ταινία δομείται γύρω από τον χαρακτήρα του Φαμπιέτο, ενός μοναχικού νέου που μόνη του παρέα είναι η οικογένεια του και η αγάπη που παίρνει μέσα από αυτήν, και λατρεύει τη Νάπολη, τον Μαραντόνα και την κλασική εκπαίδευση. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι φτιαγμένοι με καρικατουρίστικο τρόπο, εξυπηρετώντας τόσο την αφήγηση μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή -την υπερβολή που όλοι μας βάζουμε στις αφηγήσεις των ιστοριών μας- αλλά και για να προσθέσει χιούμορ και ενδιαφέρον στην πλοκή. Από την πρώτη σεκάνς κιόλας καταλαβαίνεις ότι έχεις εισέλθει περισσότερο σε ένα παραμύθι παρά σε μια αυστηρή βιογραφία, με μια κάπως ονειρική σεκάνς με φελινικό τόνο. Η πρώτη πράξη της ταινίας είναι αναγνωριστική, μαθαίνουμε τους χαρακτήρες, παίρνουμε μικρές, αλλά σημαντικές λεπτομέρειες για τον καθένα και βλέπουμε σιγά σιγά την ενηλικίωση να πλησιάζει τον μικρό Φαμπιέτο. Η δεύτερη πράξη είναι γυρισμένη σε πιο σουρεάλ ρυθμό, τόσο στο πώς μεταφερόμαστε από σκηνή σε σκηνή, αλλά ακόμη και η ίδια η δομή των σκηνών αυτών.
Γενικά, η σκηνοθεσία του Σορεντίνο διαφέρει αρκετά από τις προηγούμενες του δημιουργίες, διότι έχει πολύ γρηγορότερο ρυθμό, ενώ έχει αποφύγει τα μπαρόκ στοιχεία που τον χαρακτήριζαν σαν δημιουργό. Η κινούμενη στον χώρο κάμερα, που σταματάει προς το τέλος της σκηνής στο κεντρικό σημείο του κάδρου, μας τοποθετεί στον χώρο σαν να ζήσαμε τα όσα βλέπουμε, σαν να κινούμαστε στον τόπο των γεγονότων και να βλέπουμε από κοντά τους πρωταγωνιστές. Αυτό που ίσως λείπει από την ταινία είναι η ισορροπία, αρχικά μεταξύ των δύο πράξεων, αλλά και μεταξύ των σκόρπιων αναμνήσεων του σκηνοθέτη. Πολλές από τις σκηνές είναι κάπως περιττές, καθώς συμβάλλουν σε κάποια κωμικά στοιχεία, αλλά και στην ελάφρυνση του κλίματος της ταινίας όταν αυτό γίνεται βαρύ. Η σκηνή που μαθαίνουν για την απώλεια των γονιών τους λειτουργεί άψογα, γιατί η ταινία έχει καταφέρει να αναπτύξει τους δεσμούς μεταξύ των χαρακτήρων και το πόσο ισχυροί είναι. Στο μεγαλύτερο μέρος, η ταινία επιτυγχάνει τη συναισθηματική σύνδεση με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και ιδιαίτερα με τον Φαμπιέτο, που είναι και η βασική επιδίωξη του Σορεντίνο. Όσον αφορά τον Μαραντόνα, παρουσιάζεται σε όλη την ταινία ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ενώ η αναμονή για το αν θα έρθει στην Νάπολη ή όχι, είναι ανάλογη της αναμονής ενός «σωτήρα» ή κάποιας θεϊκής ύπαρξης, δένοντας το κάπως με τη «σωτήρια» για τον Σορεντίνο απόφαση να δει τον Μαραντόνα εναντίον της Έμπολι και να αποφύγει κάτι το τραγικό.
Η ιστορία κρατάει τον θεατή σε όλα τα σημεία της όταν η δομή της είναι απλή και εύθυμη, και όταν είναι πιο σύνθετη και κάπως θλιβερή. Η μουσική από τον Λέλε Μαρτσιτέλι δένει άψογα με τις διακυμάνσεις της πλοκής και την εξέλιξη της. Όσον αφορά τις ερμηνείες, ο βραβευμένος στη Βενετία Φιλίπο Σκότι είναι εξαιρετικός ως ένας άβολος έφηβος με ορμές, ενώ η χημεία των Τόνι Σερβίλο και Τερέσα Σαποναντζέλο είναι εμφανής σε όλη την ταινία, προβάλλοντας το αγαπημένο, αλλά με αρκετά προβλήματα, ζευγάρι.
Συνεπώς, το «Χέρι του Θεού» είναι ένα παραμυθένιο ταξίδι στη ζωή του Πάολο Σορεντίνο, όχι όμως μόνο με εύθυμα στοιχεία, αλλά και στοιχεία αρκετά σκληρά για έναν έφηβο που οι καταστάσεις γύρω του και τα γεγονότα τού επιβάλλουν να ενηλικιωθεί απότομα. Όλη η δομή της ταινίας χωρίζεται από τη ζωή πριν και μετά την απώλεια των γονιών του, την ονειρεμένη ζωή, όπως λέει και ο πρωταγωνιστής, πριν από αυτό το γεγονός και την κόλαση που συνάντησε μετά που όπως φαίνεται κατάφερε να κάνει υποφερτή μέσα από το σινεμά, όπου μπορεί και δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα. Εκτός από την ισορροπία μεταξύ των αναμνήσεων που σε κάποια σημεία απλά «σκορπίζονται» άτσαλα μπροστά στα μάτια του θεατή, η ταινία πετυχαίνει τους στόχους της, μεταφέρει την εικόνα της αγάπης, τις ορμές της εφηβείας, τη θλίψη, το πένθος, αλλά και τη μαγεία που νιώθει κάποιος όταν συναντά κάτι που σου προσφέρει πλήρωση, όπως ο πρωταγωνιστής το συναντά στο φινάλε.
Διαφορετικός σε σκηνοθετική προσέγγιση, ο Σορεντίνο προσφέρει μια πιο ζωντανή σε ρυθμό ιστορία, με σουρεάλ πινελιές και χωρίς τα μπαρόκ στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν, και κερδίζει ένα στοίχημα που φαίνεται να έθεσε στον εαυτό του, καθώς παρά τους δημιουργικούς πειραματισμούς καταφέρνει να επικοινωνήσει πλήρως τους στόχους του για μια ιστορία με αρκετά εύθυμα στοιχεία, θλιβερές απώλειες, αλλά κυρίως την προσωπική του οπτική σε όσα έζησε και τον καθόρισαν σαν άτομο και σαν δημιουργό.
Βαθμολογία:
Αν και περίμενα να δω και τον θεό κάπου στην ταινία (τον Ντιέγκο εννοείται) μπορώ να ομολογήσω ότι την απόλαυσα. Απλός κινηματογράφος αλλά τον ένιωσα πολύ κοντά μου. 4 στα 5 άνετα.