
Στα τελευταία χρόνια του θυελλώδους γάμου του ιδιοφυούς Σαλβαδόρ Νταλί και της τυραννικής συζύγου του, Γκαλά, ο φαινομενικά ακλόνητος δεσμός τους αρχίζει να σπάει. Τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη και την Ισπανία του 1973, η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια του Τζέιμς, ενός νεαρού βοηθού γκαλερίστα που θέλει να ανελιχθεί στον κόσμο της τέχνης και βοηθά τον εκκεντρικό και ανισόρροπο Νταλί να προετοιμαστεί για μια μεγάλη έκθεση.
Σκηνοθεσία:
Mary Harron
Κύριοι Ρόλοι:
Ben Kingsley … Salvador Dali
Barbara Sukowa … Gala
Christopher Briney … James Linton
Rupert Graves … λοχαγός Moore
Alexander Beyer … Christoffe
Andreja Pejic … Amanda Lear
Suki Waterhouse … Ginesta/Lucy
Mark McKenna … Alice Cooper
Ezra Miller … Salvador Dali (νεαρός)
Avital Lvova … Gala (νεαρή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Walsh
Παραγωγή: Daniel Brunt, Chris Curling, Edward R. Pressman, Sam Pressman, David O. Sacks
Μουσική: Edmund Butt
Φωτογραφία: Marcel Zyskind
Μοντάζ: Alex Mackie
Σκηνικά: Isona Rigau
Κοστούμια: Hannah Edwards
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Daliland
- Ελληνικός Τίτλος: Daliland
Παραλειπόμενα
- Ο Ezra Miller είχε αποδεχτεί αρχικά τον ρόλο του Τζέιμς Λίντον (μυθοπλαστικός χαρακτήρας), αλλά είχε αργότερα αναγκαστεί να αποχωρήσει λόγω της αλλαγής στον προγραμματισμό του Φανταστικά Ζώα: Τα Μυστικά του Ντάμπλντορ. Ο ρόλος τότε δόθηκε στον Christopher Briney, που πραγματοποιεί εδώ το κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Ο Miller όμως δεν είπε όχι όταν του αντιπροτάθηκε ο ρόλος του νεαρού Dali, που δεν είχε πολλές σκηνές.
- Οι Lesley Manville (ως Gala), Tim Roth και Frank Dillane είχαν ανακοινωθεί στο αρχικό καστ το 2018, αλλά στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν.
- Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων έλαβε χώρα στο Λίβερπουλ, μια και η βρετανική μεγαλούπολη υποκαθιστά τη Νέα Υόρκη.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/11/2023
Είναι εντυπωσιακό το πόσο λίγες φορές έχει απασχολήσει το σινεμά ο Salvador Dali σε σύγκριση με την επιρροή του, οπότε είναι και ακόμη περισσότερο κρίμα που η ταινία της Mary Harron σπαταλάει την ευκαιρία να εμβαθύνει ουσιαστικά στον άνθρωπο και την τέχνη του.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που γίνεται αρκετά γρήγορα εμφανές είναι πως ο προϋπολογισμός είναι μικρός, κάτι που πάντα ενέχει κινδύνους για ένα δράμα εποχής. Κάπως έτσι, η επί της οθόνης αναπαράσταση της δεκαετίας του 1970 δεν είναι αρκούντως πειστική για να ταξιδέψει χρονολογικά τον θεατή. Κι ενώ υπάρχουν ενδιαφέρουσες εικαστικά στιγμές, δυστυχώς η αίσθηση που επικρατεί για το μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας είναι αυτή μιας συμβατικής τηλεταινίας, κάτι που σίγουρα είναι σημαντικό φάουλ για ένα φιλμ που εστιάζει στο θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αλλά και σεναριακά δεν χτίζονται χαρακτήρες ικανοί για να συναρπάσουν. Έτσι όπως ξεδιπλώνεται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις του με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, ο Dali του John Walsh είναι απίστευτα μπανάλ, μετατρέπεται από μια αμφιλεγόμενη ιδιοφυΐα σε έναν ελαφρώς εκκεντρικό και απρόσμενα αφελή για τα χρόνια της εμπειρίας του ηλικιωμένο. Και τα ίδια τα γεγονότα τα οποία αφηγούνται είναι υπερβολικά κλισέ για να θεωρηθούν αντάξια μιας πραγματικής προσωπικότητας τέτοιου βεληνεκούς: κουτσομπολίστικης υφής ειδύλλια, ένα εντελώς αδιάφορο ταξίδι προς την αυτοσυνειδησία ενός απίστευτα «άγευστου» κεντρικού ήρωα (που δεν είναι ο Dali, γι’ αυτό άλλωστε και το κείμενο ποτέ δεν πάει αρκετά βαθιά για να αποκτήσει την ταμπέλα μιας ψυχολογικού τύπου καταγραφής) και κόντρες που αφορούν την οικονομική διαχείριση καλλιτεχνικών δημιουργιών και σχεδόν καθόλου τις διαδικασίες της πνευματικής σύλληψης και της υλοποίησής τους. Πολύ κακό για το τίποτα. Τουλάχιστον η σεξουαλική ελευθεριότητα του χρονικού πλαισίου είναι παρούσα, δεν θυσιάζεται και αυτή για να μπει το σύνολο σε ορισμένα νοητά κουτάκια, ενώ υπάρχει και χιούμορ σε περιορισμένη έστω δοσολογία που «σπάει» την ανά φάσεις κακώς εννοούμενη σοβαροφάνεια σε στιλ… Γιάννη Σμαραγδή.
Τουλάχιστον η Harron αποσπά δύο καλές ερμηνείες από τον Ben Kingsley και τη Barbara Sukowa, οι οποίοι αποδεικνύονται μέχρι και σωτήριοι για το εγχείρημα. Ο πρώτος ενίοτε φλερτάρει με την υπερβολή, τις περισσότερες φορές όμως ξέρει τις ισορροπίες που πρέπει να τηρήσει, και ο τρόπος με τον οποίο εκθέτει μια πιο ευάλωτη συναισθηματικά πλευρά προσθέτει αξία και ανθρωπιά στο πορτρέτο του, ακόμη και αν σίγουρα θα του άξιζε ένα καλύτερο κείμενο για βάση. Η δεύτερη φανερώνει πολλές πτύχες όσο εξελίσσεται η πλοκή που πάνε την ηρωίδα της πέρα από τα τυπικά βιογραφικά κλισέ μιας υποστηρικτικής ή μιας καταπιεστικής συζύγου και την καθιστούν τελικά αρκούντως πολυδιάστατη.
Το όλο «πακέτο» είναι μάλλον άχαρο και ανώδυνο. Με δεδομένα τα όσα έχουν κάνει στην καριέρα τους κάποιοι από τους συντελεστές, οπωσδήποτε κάποιος που μπαίνει στην αίθουσα ενημερωμένος έχει προσδοκίες που δεν επαληθεύονται από τα όσα εκτυλίσσονται επί της οθόνης. Το «Daliland» θα έπρεπε να είναι ενθουσιώδες, πολύχρωμο και να διέπεται από θράσος, αλλά αντιθέτως είναι ένα ανιαρό φιλμ, με μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού σκηνές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εμπνευσμένες. Ακόμη και ο δρόμος μιας συνηθισμένης βιογραφίας θα ήταν πιο καλοδεχούμενος αν προέκυπτε κάτι πιο ψυχαγωγικό και ζωηρό, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ.
Βαθμολογία: