
Η Άννα είναι μια νεαρή χήρα που προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της μετά τον θάνατο του άντρα της, του Σον. Αρραβωνιασμένη πλέον, γνωρίζει ένα 10χρονο αγόρι που της λέει ότι είναι η μετεμψύχωση του Σον. Παρόλο που τα λόγια του παιδιού είναι παράλογα, η Άννα δεν μπορεί να τα βγάλει από τον νου της. Οι συχνές επαφές της με το παιδί την οδηγούν σε ερωτήσεις για τις επιλογές που έκανε στη ζωή της.
Σκηνοθεσία:
Jonathan Glazer
Κύριοι Ρόλοι:
Nicole Kidman … Anna
Cameron Bright … Sean (νεαρός)
Danny Huston … Joseph
Lauren Bacall … Eleanor
Alison Elliott … Laura
Arliss Howard … Bob
Anne Heche … Clara
Peter Stormare … Clifford
Ted Levine … Κος Conte
Cara Seymour … Κα Conte
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jean-Claude Carriere, Milo Addica, Jonathan Glazer
Παραγωγή: Lizie Gower, Nick Morris, Jean-Louis Piel
Μουσική: Alexandre Desplat
Φωτογραφία: Harris Savides
Μοντάζ: Sam Sneade, Claus Wehlisch
Σκηνικά: Kevin Thompson
Κοστούμια: John Dunn
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Birth
- Ελληνικός Τίτλος: Γέννηση
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Nicole Kidman) σε δράμα.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ο Glazer συνέλαβε την ιδέα καθώς βρίσκονταν στην κουζίνα του. Τότε ταξίδεψε στο Παρίσι για να τη συζητήσει με τον Jean-Claude Carriere, μετά από προτροπή του παραγωγού του. Εκείνος τον βοήθησε με το στόρι, και λειτούργησε ως σεναριακός σύμβουλος. Πέρασαν 8 μήνες με τον σκηνοθέτη να πηγαίνει κάθε σαββατοκύριακο στην Πόλη του Φωτός, και από κείμενο της μίας παραγράφου, βρέθηκε με σενάριο τριών πράξεων. Έπειτα, το σενάριο αυτό πέρασε από 21 δοκιμαστικές εκδοχές, με τον Milo Addica να βοηθάει τον Glazer στην ολοκλήρωση του. Παρόλα αυτά, οι δυο τους συχνά άλλαζαν τους διαλόγους σε σκηνές, με το καστ να παίρνει το τελικό κείμενο την ημέρα του γυρίσματος.
- Το αρχικό σενάριο επικεντρώνονταν στο αγόρι, μέχρι που αυτό άλλαξε θέτοντας τη γυναίκα στο κέντρο της πλοκής.
- Η Nicole Kidman διάβασε το σενάριο, και τύχαινε θαυμάστρια της προηγούμενης ταινίας του σκηνοθέτη, το Sexy Beast. Έτσι τον προσέγγισε για να πάρει τον ρόλο, με εκείνον αρχικά να είναι διστακτικός επειδή ήταν πολύ διάσημη.
- Στη Βενετία, όπου έγινε η πρεμιέρα, το κοινό γιουχάισε το φιλμ.
- Η σκηνή στην μπανιέρα όπου η Kidman είναι γυμνή με τον μικρό συμπρωταγωνιστή της επέφερε έντονη αντιπαράθεση. Στην πραγματικότητα, όμως, η σκηνή γυρίστηκε με τους δύο ηθοποιούς να βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους, ενώ το αγόρι δεν ήταν καν γυμνό.
- Τις μέτριες κριτικές ακολούθησε η αποτυχία στα ταμεία. Το κόστος ήταν στα 20 εκατομμύρια δολάρια, με τα κέρδη να σταματάνε στα 23,9.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 1/10/2005
Σπάνια η σύγχρονη αμερικανική κινηματογραφία επηρεάστηκε τόσο άμεσα από μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος, και στην περίπτωση αυτή από τον Ingmar Bergman. Το ακόμη θετικότερο στην περίπτωση της Γέννησης είναι πως δεν κοπιάρει τον σουηδό δραματουργό, αλλά προσαρμόζει τη νοοτροπία του στα της τοπικής κουλτούρας. Αυτό που γεννιέται δεν είναι υβρίδιο, η απότομη και επιδερμικά εύκολη σεναριακή τροπή πολύ πριν τους τίτλους τέλους (που σημαίνει τη λήξη του σασπένς, που όμως, ούτως ή άλλως, είναι ευκόλως εννοούμενο από στοιχεία που με λεπτότητα προσφέρει στον θεατή ο σκηνοθέτης) και έκανε κοινό και κριτικούς να απογοητευτούν, θέτει ένα γενικό πρόβλημα, όχι του δημιουργού αλλά του σύγχρονου θεατή. Ποιος αναζήτησε άραγε σασπένς από τον Bergman, τον Fellini, τον Bunuel και τόσους, μα τόσους άλλους που για χάρη των απλών τους, σε εξέλιξη, σεναρίων βασίζουμε (εμπειρικά) την ελπίδα για έναν μαζικά καλλιτεχνικότερο κινηματογράφο στο μέλλον; Δεν φταίει ο Glazer (πόσο μάλλον ένας Jean-Claude Carriere που «νέο-κυματίζει» με χάρη το «l’ amour fou» σενάριο) που εμμένει στη «βωβή» εικόνα, στον δύσκολο δρόμο του αθάνατου αριστουργήματος (αλήθεια ένας σύγχρονος Ηρακλής θα έπαιρνε πλέον τον εύκολο δρόμο;) και αντί για άνετη συμμετοχή στα Όσκαρ εισέπραξε αμφισβήτηση κι αρνητική υποδοχή στις Κάνες. Μήπως όμως αποθεώνω ένα έργο που έχει ένα σαφές ελάττωμα, από αυτά που ο Bergman θα απέφευγε με ευκολία;
Οι ρυθμοί του Glazer είναι εντυπωσιακά ελεγειακοί και βαθιά σινεφιλικοί. Η φωτογραφική υποστήριξη (του ελληνικής καταγωγής Savides) και ως καρτ-ποστάλ μα και ως χρώμα εμπνευσμένη, η μουσική υπέρβαση του Alexandre Desplat, επιτέλους, δεν λειτουργεί μονάχα αυτόνομα αλλά συνυπάρχει των συναισθημάτων, οι ερμηνείες (το λέω και το εννοώ, αυτή είναι η δεύτερη και μόλις δεύτερη -μετά το Dogville- υψηλών απαιτήσεων ερμηνεία της Kidman) απόλυτα εναρμονισμένες της σοβαρής διεύθυνσης και «σκλάβοι» αποστασιοποιημένοι (αθάνατε Μπρεχτ) για να φανεί το εσωτερικό «είναι» των χαρακτήρων. Το σενάριο εμπνευσμένο στην απλότητά του ή μάλλον καλύτερα δραματουργικά ορθό. Ακόμα καλά κάνετε να νομίζεται πως είμαι τρελός που δεν το βαθμολογώ ως αριστούργημα…
Το «φάντασμα» αυτής της «μηχανής» είναι οι ανεκπλήρωτες προθέσεις στη ρότα που επέλεξε το αντίστοιχο «φάντασμα» της γαλλικής κουλτούρας και του σουηδικού ιψενισμού. Τίθενται τόσα και ισχυρά θέματα προς ανάλυση ή περαιτέρω εξέλιξη, μα μάταια ελπίζουμε, γιατί όταν το σασπένς λύνεται και ο δημιουργός οφείλει να στηρίξει το στοίχημά του, τότε η αμερικανική του συνείδηση τον καλεί προς συνοπτική επεξεργασία των εξελίξεων (ίσως για να μην προλάβουν να φύγουν από την αίθουσα οι «ταχυτητο-λάγνοι» μοντέρνοι θεατές). Η ευκολία που η κεντρική ηρωίδα πείστηκε και ωθήθηκε ακόμα και σε σεξουαλική υποταγή από ένα δεκάχρονο κορμί, η εικόνα του μακιαβελικού επιχειρηματία που δέχεται ασπασμό στο χέρι για να αποδώσει συγχώρεση σε ανθρώπινο λάθος, η παραίτηση ενός ευκατάστατου ανθρώπου στη μίζερη αριστικρατίζουσα ζωή, η αγάπη από ψευδαίσθηση παρά από ανταπόδοση, οι συγγενείς (ωσάν ιδιοκτήτες) στα χωράφια της καρδιάς ενός ενήλικου ανθρώπου, η τρέλα που ελλοχεύει σε κάθε μας δύσκολη στιγμή σαν εύκολη λύση (αντί της συγκεντρωμένης νόησης)… Όλα αυτά ο Glazer δεν τα έφτασε στα άκρα της ποθητής ανάλυσης, αλλά τα απέδωσε σε μία εικόνα και ο νοών νοείτω. Για την υποψία που προανέφερα σε παρένθεση, ανακάλεσε τη δυομισάωρη διάρκεια που χρειαζόταν υπό τις συνθήκες, και υποχρέωσε ένα έργο ζωής στην κατηγορία της ανεκπλήρωτης υπόσχεσης. Μπορεί να «τιμωρώ» την κατάληξη και να εξυψώνω την πρόθεση, αλλά τίποτα δεν μου στερήσει την ελπίδα που θα με οδηγήσει με αγωνία στην αίθουσα που θα προβάλει την επόμενη ταινία του Jonathan Glazer!
Βαθμολογία: