
Δύο πετυχημένοι χειρουργοί, η Μιλά κι ο Ξαβιέ, ζουν πολύ αγαπημένοι εδώ και δέκα χρόνια. Αλλά το κοινό τους πάθος για τη δουλειά τίθεται σε δοκιμασία λόγω της τάσης του Ξαβιέ προς το αλκοόλ. Η Μιλά δεν μπορεί πλέον να τον βοηθήσει να το κρύψει, και η απρόσμενη εγκυμοσύνη της ωθεί τη σχέση τους στα όρια της. Για να είναι ξανά μαζί, θα πρέπει να νικήσουν τους φόβους τους και τις εξαρτήσεις τους.
Σκηνοθεσία:
Marion Laine
Κύριοι Ρόλοι:
Juliette Binoche … Mila
Edgar Ramirez … Javier
Hippolyte Girardot … Marc
Romain Rondeau … David
Aurelia Petit … Sylvie
Amandine Dewasmes … Christelle
Bernard Verley … Masson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Marion Laine
Παραγωγή: Catherine Bozorgan, Christine Gozlan
Μουσική: Bruno Coulais
Φωτογραφία: Antoine Heberle
Μοντάζ: Mathilde Van de Moortel
Σκηνικά: Serge Borgel
Κοστούμια: Olivier Beriot
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: A Coeur Ouvert
Ελληνικός Τίτλος: Ανοιχτή Καρδιά
Διεθνής Τίτλος: An Open Heart
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: A Monkey on My Shoulder
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Remonter l’Orenoque του Mathias Enard.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 1/8/2013
Σεβαστή η πρόθεση και η όλη δημιουργική προσπάθεια της Marion Laine, αλλά το φιλμ δεν της βγήκε σε κανένα σημείο. Βασικά, πασχίζει να μην υπάρχει κάτι στο κενό, δηλαδή το κάθε σημείο αναφοράς εντός της ταινίας να παραπέμπει σε κάτι συμβολικό, σε κάτι που να τραβήξει τη σκέψη. Κι ενώ αυτό είναι ολοφάνερο, επί του πρακτέου, είναι και μετέωρο. Και το λάθος γίνεται από τη στιγμή που οι ολοφάνεροι συμβολισμοί δεν παίζουν αναλυτικό ρόλο επί του σεναρίου. Η σινεφίλ εικόνα καταρρέει εμπρός μιας γραφής που με τη σειρά της καταρρέει από τα μελοδραματικά στοιχεία. Ίσως η σκηνοθέτιδα να μην είχε εμπιστοσύνη ούτε στον εαυτό της, ούτε στο μυθιστόρημα που διασκεύασε, μια και φοβάται τη δύναμη του «υπέρ-διαλόγου» (λογικά, αυτός υπάρχει στην αρχική πηγή), ξεπέφτοντας σε εντάσεις όμοιες με αντίστοιχες παλιού ελληνικού σινεμά.
Καλός ο Edgar Ramirez, αλλά από άλλη ταινία. Όταν ξεσπάει μόνος του, θαυμάζεις ένα ταλέντο που άξιζε καλύτερους ως σήμερα ρόλους. Όταν όμως εμπλέκεται στο πλαίσιο της «γαλλικής ταινίας», είναι εκτός κλασικής λογικής κι έτσι χάνει και τον σύνδεσμο του με την παρτενέρ, Juliette Binoche. Οι χαρακτήρες που καλούνται να οικοδομήσουν είναι μεν εκμεταλλεύσιμοι ερμηνευτικά, αλλά τόσο απόμακροι κι αδόκιμοι ουσιαστικά, που αφήνουν τον θεατή απ’ έξω. Αυτό το «απ’ έξω» το πετυχαίνει και το φιλμ ως σύνολο. Ξεχνάει λεπτομέρειες της ύπαρξης του κεντρικού προβλήματος που αναλύει, ξεχνάει να δώσει ουσία στα πολλά λόγια που ακούγονται. Φτάνει σε σημεία το σενάριο να είναι μετέωρο ανάμεσα στο άτοπο και το κουραστικό. Έτσι, ενώ θα έπρεπε να μπαίνει σύγκριση με σινεφίλ έργα μεγάλου μεγέθους, μας περνούν από το μυαλό στιγμές του σινεμά που ίσως θέλαμε να ξεχάσουμε. Γενικά, οι προθέσεις για κάτι καλό δεν κρύβονται, αλλά αυτές (υποφαινόμενες σε μία-δύο κυρίως σκηνές) απλά διατηρούν ένα συνοπτικό επίπεδο λίγο πάνω του μετρίου.
Βαθμολογία: