
Μια παντρεμένη γυναίκα με δυο παιδιά και έγκυος στο τρίτο δέχεται με μισή καρδιά το καλοπροαίρετο δώρο του αδελφού της για «νυχτερινή νταντά», με την ελπίδα να ελαττώσει λίγο το στρες της καθημερινότητας της. Η «νυχτερινή νταντά» φτάνει με τη μορφή μιας όμορφης, ανεξάρτητης φοιτήτριας πανεπιστημίου, που θα τη βοηθήσει όχι μόνο να βρει περισσότερο χρόνο να ξεκουραστεί, αλλά αλλάζοντας εντελώς τη ζωή της με τον πιο απρόσμενο τρόπο.
Σκηνοθεσία:
Jason Reitman
Κύριοι Ρόλοι:
Charlize Theron … Marlo Moreau
Mackenzie Davis … Tully
Mark Duplass … Craig
Lia Frankland … Sarah
Asher Miles Fallica … Jonah
Ron Livingston … Drew Moreau
Elaine Tan … Elyse
Diane Lane … Corrine Burns
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Diablo Cody
Παραγωγή: Diablo Cody, A.J. Dix, Helen Estabrook, Aaron L. Gilbert, Beth Kono, Mason Novick, Jason Reitman, Charlize Theron
Μουσική: Rob Simonsen
Φωτογραφία: Eric Steelberg
Μοντάζ: Stefan Grube
Σκηνικά: Anastasia Masaro
Κοστούμια: Aieisha Li
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Tully
- Ελληνικός Τίτλος: Tully: Τα Παιδιά Είναι Ευτυχία;
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Charlize Theron) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
Παραλειπόμενα
- Κάποιες πρώιμες αναφορές ήθελαν η ταινία να είναι σίκουελ του Juno. Φυσικά, ο μόνος τους σύνδεσμος ήταν ότι ήταν του ίδιου σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Παρόλα αυτά, κάποιοι θεωρούν αυτές τις δύο ταινίες μαζί με το Περίπου Ώριμη ως μια “ακούσια” τριλογία.
- Η Diablo Cody έγραψε το σενάριο ως μέσο αντιμετώπισης με τη δική της και δύσκολη εγκυμοσύνη.
- Μέσα σε τρεισήμισι μήνες, η Charlize Theron πήρε περίπου 20 κιλά για τον ρόλο. Μετά τα γυρίσματα, χρειάστηκε ενάμιση χρόνο για να έρθει ξανά στα κιλά της.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στην ταινία ακούγονται και δύο τραγούδια του γκρουπ Beulahbelle. Η Kaitlyn Dever, μέλος τους, είχε παίξει στην προηγούμενη ταινία του Jason Reitman.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 10/12/2018
Πόσα και πόσα ερωτήματα εγείρει η ταινία του Jason Reitman, όχι μονάχα για τις νέες μητέρες, αλλά και για όσες σκέφτονται αν επιθυμούν να μπουν σε αυτή την «περιπέτεια» της μητρότητας. Μα δεν είναι τα ερωτήματα που κάνουν ξεχωριστό το φιλμ, μα η μία και τρανή απάντηση που δίνει σε αυτά: εάν δεν φροντίζεις πρώτα τον εαυτό σου, δεν έχεις να προσφέρεις τίποτα το ουσιαστικό στις νέες ζωές που φέρνεις στο φως. Μια απάντηση που ακούγεται ακόμα κι αφελής στα αυτιά γυναικών που περνούν ή έχουν περάσει αυτή τη διαδικασία, αλλά είναι η μοναδική αλήθεια…
Το έργο, για να περάσουμε και στα σινε-ενδότερα, είναι ταυτόχρονα ανεξάρτητου ύφους και mainstream. Ο Reitman κινεί την κάμερα του λιγάκι αγχωμένα, προσπαθώντας να μπει στην ψυχολογία της κεντρικής του ηρωίδας. Μια ψυχολογία ανάστατη, μια γυναίκα που έχει πνιγεί από τις υποχρεώσεις της, μια μητέρα που έχει ξεχάσει ότι κάποτε έστυβε την πέτρα με τα χέρια της. Μια ατυχία από εδώ, η ευαίσθητη κατάσταση του γιου της, μια αβλεψία από την άλλη, ο σύντροφος που κλείνει τα μάτια για να μην κάνει το παραπάνω, προσθέστε και τα οικονομικά προβλήματα κι έχετε μια γυναίκα στα όρια του γκρεμού. Όχι κάτι το μοναδικό, μιλάμε για μια λούμπεν κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι περισσότερες μητέρες ενός μέσου νοικοκυριού, αφού η απόφαση να «κατεβάσουν ρολά» αντί να το παλέψουν είναι κάτι που φαντάζει συχνά, αλλά κι εσφαλμένα, ως μοναδική επιλογή. Κι ενώ νομίζεις ότι η εύστοχη αυτή επισήμανση απλά θα οδηγήσει στα Όσκαρ τη Charlize Theron, το δίδυμο Reitman-Diablo Cody έχει έτοιμο το «διαβολικό» twist.
Δεν θα αναφερθούμε φυσικά σε αυτό, κυρίως επειδή είναι τόσο εύστοχο ως σύλληψη, που θα χάνονταν η ουσία του αν το αναλύσεις επί της πλοκής του. Ακόμα, δε, αν το εκλάβεις απλά ως ένα σεναριακό τρικ. Είναι αλήθεια πως έχει αποκτήσει μια «μοδάτη» έννοια όλο αυτό το θέμα των ανατροπών, αλλά στην προκειμένη δουλεύει επειδή προσαρμόζεται το νόημα του φιλμ απάνω του. Το κακό με αυτό βέβαια είναι πως κάνει ζημιά στη γενική διαχείριση του σκηνοθέτη, επειδή μπαίνουν σε επεξεργασία από τον θεατή όλες οι επιμέρους σκηνές. Τίθενται ηθικά διλήμματα που ίσως δεν χρειάζονταν να μπουν στο τραπέζι, ενώ τα δύο μεγαλύτερα παιδιά χάνονται από την γενική εικόνα, παρότι θα είχαν να συνεισφέρουν περισσότερα. Γενικά, σαν να επικεντρώνεται επικίνδυνα το έργο από ένα σημείο κι έπειτα στους δύο καίριους χαρακτήρες, αποπροσανατολίζοντας μέχρι λίγο πριν το φινάλε τον θεατή που είχε αφοσιωθεί στο ρεαλιστικό κομμάτι της ταυτότητας του έργου.
Παρόλα αυτά, έχουμε αμερικανικό σινεμά που μιλάει στον μεγαλύτερο του χρόνο παρόμοια με το ευρωπαϊκό. Χωρίς χάρες στους πρωταγωνιστές, χωρίς πλουμιστά λόγια που θα προκαλούσαν το έντονο συναίσθημα, αλλά με ειλικρίνεια και προσήλωση στον στόχο, κινηματογραφικό και νοηματικό. Απλά όταν η ταινία επικεντρώνεται μέσα στην ηρωίδα του, προστίθεται ένα «παραμύθι» για πονεμένες μητέρες που παίζει λιγάκι με πιο χολιγουντιανούς κανόνες. Επ’ ουδενί δεν θα θέλαμε να έλειπε, μα κάπου λείπουν λεπτά διάρκειας που θα το ανέπτυσσαν διαφορετικά επί των παραμέτρων του.
Βαθμολογία: