
Τελωνειακοί υπάλληλοι ενός αεροδρομίου βρίσκουν ένα νεαρό αγόρι με μελανιασμένο πρόσωπο. Εκείνο ισχυρίζεται πως είναι ο Αντριάν Λεγκράν, ένα παιδί που εξαφανίστηκε πριν από μία δεκαετία. Ο εφιάλτης μοιάζει να τελειώνει για τον πατέρα, ο οποίος επανασυνδέεται με τον αγνοούμενο γιο του, παράλληλα όμως μια σειρά από φριχτές δολοφονίες αναστατώνουν ξαφνικά την περιοχή.
Σκηνοθεσία:
Julia Ducournau
Κύριοι Ρόλοι:
Agathe Rousselle … Alexia/Adrien
Vincent Lindon … Vincent
Garance Marillier … Justine
Lais Salameh … Rayane
Myriem Akheddiou … η μητέρα της Adrien
Bertrand Bonello … ο πατέρας της Alexia
Dominique Frot … ‘Macarena’
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Julia Ducournau
Παραγωγή: Jean-Christophe Reymond
Μουσική: Jim Williams
Φωτογραφία: Ruben Impens
Μοντάζ: Jean-Christophe Bouzy
Σκηνικά: Laurie Colson
Κοστούμια: Anne-Sophie Gledhill
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Titane
- Ελληνικός Τίτλος: Titane
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta σκηνοθεσίας.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.
- Βραβείο μακιγιάζ/κομμώσεων στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, αντρική ερμηνεία (Vincent Lindon) και γυναικεία ερμηνεία (Agathe Rousselle).
- Υποψήφιο για σκηνοθεσία, υποσχόμενη ηθοποιό (Agathe Rousselle), φωτογραφία και ειδικά εφέ στα Cesar.
- Επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η Julia Ducournau έγινε η δεύτερη μόλις γυναίκα, μετά την Jane Campion, που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών. Στην πρεμιέρα της ταινίας εκεί, ακολούθησε 9λεπτο όρθιο χειροκρότημα. Παρόλα αυτά, για αρκετούς κριτικούς θεωρήθηκε ακραία επιλογή για το πρώτο βραβείο.
- Κατά την πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Τορόντο, αναφέρθηκε ότι ένας θεατής λιποθύμησε.
- Πρωτόλεια κινηματογραφική εμφάνιση για την πρωταγωνίστρια Agathe Rousselle.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 28/10/2021
Ξεκινώντας με τη διαπίστωση ότι το Titane είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες ταινίες στην ιστορία της 7ης τέχνης, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στη δημιουργό του την τόλμη που οφείλει να συνοδεύει την τέχνη ως αδιαπραγμάτευτο κι αναντικατάστατο χαρακτηριστικό της. Η Julia Ducournau λοιπόν τραβάει εδώ στα άκρα τα σκηνοθετικά και σεναριακά της μέσα, για να μας χαρίσει ένα απολύτως weird κι ακατάταχτο έργο τέχνης.
Κι αν λοιπόν το καλλιτεχνικό αυτό θράσος είναι αναγκαίο, η Ducournau το χρησιμοποιεί στο Titane ως εφηβικό καπρίτσιο για κάποιους είδους αιτιολογημένη -πλην υπέρ του δέοντος δραματική- αντίδραση στο κλασικό σινεμά-«πατέρα». Πιστεύοντας λοιπόν ακράδαντα πως οι κινηματογραφικές γλώσσες είναι για να δημιουργούνται και οι τέχνες για να αναπλάθονται, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ενήλικου δημιουργού είναι και η αφαίρεση. H Ducournau εδώ μοιάζει να βασίστηκε σημειολογικά σε μια ιστορία για δύο κατεστραμμένες και απόλυτα χαμένες ψυχές, οι οποίες παλεύουν να σταθούν στα πόδια και στα μέλλοντα τους ως άλλο πανίσχυρο «τιτάνιο». Παγιδευμένη ίσως στο όποιο κλισέ του μελοδράματος των απέλπιδων σχέσεων, αποφάσισε να «φορτώσει» την ταινία, αισθητικά και σεναριακά, με ένα τόσο μεγάλο πλήθος ευρημάτων, που καθιστά τελικά αδύνατη τη βουτιά στον σημειολογικό πυρήνα της ταινίας.
Μια νεαρή γυναίκα-θύμα κάποιου δυστυχήματος ως παιδί μένει έγκυος από ένα αυτοκίνητο και επιδίδεται σε μια σειρά από -ίσως- αναιτιολόγητες δολοφονίες. Προσπαθώντας να αποφύγει τον ποινικό κολασμό πλασάρει τον εγκυμονών της εαυτό ως τον χαμένο από δεκαπενταετίας γιο ενός άντρα. Η σεναριακή λογική χάνεται πάραυτα, με τα σύμβολα όμως να παραμένουν ισχυρά και να γοητεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Και με τη λογική να μην αποτελεί, τελικά, παρά ένα πρόσχημα για ένα σενάριο που εσκεμμένα και αποτελεσματικά αναπτύσσει μια χαλαρή σχέση μαζί της. Μια σχέση που όμως αναλώνεται γρήγορα σε ένα κρεσέντο -σχεδόν- μελοδραματικού εντυπωσιασμού.
Η σκηνοθεσία καταφέρνει έναν μοναδικό συγκερασμό απόλυτα ανατριχιαστικών και μαγικών στιγμών μέσα σε 1 ώρα και 50 λεπτά, με το λεπτό που σε καθηλώνει να διαδέχεται με την ταχύτητα του κινηματογραφικού φωτός αυτό που θα σε κάνει να κρύβεσαι κάτω από χέρια και ζακέτες. Η Ducournau μοιάζει να σκηνοθέτησε έχοντας στον νου το απόλυτο κινηματογραφικό και συναισθηματικό σοκ. Ένα σοκ που τελικά με την ένταση του καταλήγει να μοιάζει με εύκολο τρικ πρόκλησης αηδίας και όχι οπτικής ηδονής.
Με τις ερμηνείες να υπηρετούν σχεδόν μαγικά τον σκοπό της δημιουργού και τις στιγμές κινηματογραφικών οργασμών να υπάρχουν, λίγες και διάσπαρτες, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις αγαθές προθέσεις. Προθέσεις που μπλέχτηκαν σε μια δίνη εντυπωσιασμού, που κατέληξε δυστυχώς να μοιάζει πιο πολύ με ευκολία παρά με καλλιτεχνική καινοτομία.
Προσθέτοντας ένα υστερόγραφο, η Ducournau, προσπαθώντας να περάσει ένα κάποιο μήνυμα περί της αυτοδιάθεσης κι αναμφισβήτητης δύναμης του γυναικείου σώματος, μοιάζει να του φέρεται αναίτια σκληρά, με κάποιες σκηνές- κορώνες σκληρότητας. Για ένα λοιπόν σώμα που πασχίζει ακόμα να κατοχυρώσει τη δύναμη και τη θέση του στην κοινωνία, η οπτική του κακομεταχείριση μοιάζει μάλλον με ένδειξη ασέβειας παρά με ένδειξη κάποιας συμβολικής εκτίμησης στις δυνατότητες του.
Βαθμολογία:
Σε μια εποχή που όλα τα έργα είναι ίδια, σίγουρα ξεχωρίζει. Μπορει να μην είναι αριστούργημα, αλλά περνάς ευχάριστα δύο ώρες.