
Η Καλύτερη Στιγμή τους
- Their Finest
- Their Finest Hour
- 2016
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ουγγρικά, Πολωνικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Δραμεντί, Εποχής, Κομεντί, Πολεμικό Δράμα
- 06 Απριλίου 2017
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με το Λονδίνο άδειο από άντρες αφού πολεμούν στο μέτωπο, η Κατρίν Κόουλ βρίσκει εύκολα δουλειά εργαζόμενη ως συγγραφέας προπαγανδιστικών ταινιών που χρειάζονται ένα γυναικείο άγγιγμα. Το ταλέντο της γρήγορα γίνεται αντιληπτό από τον μεγαλοπαραγωγό Τομ Μπάρκλεϊ, των οποίων οι δρόμοι δεν θα διασταυρώνονταν ποτέ εν καιρώ ειρήνης. Με το ηθικό της χώρας σε δοκιμασία, οι δυο τους μαζί με ένα πολυποίκιλο συνεργείο εργάζονται πυρετωδώς για να φτιάξουν μια ταινία που θα ζεστάνει τις καρδιές του έθνους. Καθώς οι βόμβες πέφτουν τριγύρω, η Κατρίν ανακαλύπτει ότι υπάρχει πολύ δράμα, κωμωδία και πάθος πίσω από τις κάμερες, παρά εμπρός τους.
Σκηνοθεσία:
Lone Scherfig
Κύριοι Ρόλοι:
Gemma Arterton … Catrin Cole
Sam Claflin … Tom Buckley
Jack Huston … Ellis Cole
Helen McCrory … Sophie Smith
Bill Nighy … Ambrose Hilliard
Eddie Marsan … Sammy Smith
Jake Lacy … Carl Lundbeck
Rachael Stirling … Phyl Moore
Richard E. Grant … Roger Swain
Paul Ritter … Raymond Parfitt
Henry Goodman … Gabriel Baker
Jeremy Irons … Anthony Eden
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Gaby Chiappe
Παραγωγή: Finola Dwyer, Elizabeth Karlsen, Amanda Posey, Stephen Woolley
Μουσική: Rachel Portman
Φωτογραφία: Sebastian Blenkov
Μοντάζ: Lucia Zucchetti
Σκηνικά: Alice Normington
Κοστούμια: Charlotte Walter
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Their Finest
- Ελληνικός Τίτλος: Η Καλύτερη Στιγμή τους
- Εναλλακτικός Τίτλος: Their Finest Hour
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Their Finest Hour and a Half της Lissa Evans.
Παραλειπόμενα
- Η Lily James είχε πρώτη έρθει σε συζητήσεις για τον κεντρικό ρόλο.
- Πρώτη ταινία της Lone Scherfig δίχως τη Δανία στις χώρες παραγωγής. Δεν είναι όμως η πρώτη της αγγλόφωνη.
- Μέρος του φιλμ γυρίστηκε στα ιστορικά Pinewood Studios.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/4/2017
Στο Λονδίνο του 1940 που βομβαρδίζεται ανελέητα από τη Λουφτχάσε, το υπουργείο πολέμου του Ηνωμένου Βασιλείου επικεντρώνει σε μια προσπάθεια να γυριστούν ταινίες προπαγανδιστικού περιεχομένου που θα ανορθώσουν το σε άσχημη κατάσταση ηθικό του βρετανικού λαού. Σε αυτή την εθνική επιχείρηση επιστρατεύεται και η Catrin Kole, μια κοπέλα με καταγωγή από την Ουαλία, ως σεναριογράφος ειδικευμένη στο να γράφει τα κομμάτια των γυναικείων διαλόγων. Με τη βοήθεια του επίσης σεναριογράφου Tom Buckley, θα επιμεληθούν τη συγγραφή μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται κατά τη μάχη της Δουνκέρκης, βασισμένης σε ένα γεγονός μεν, παραλλαγμένο για να ταιριάξει στις απαιτήσεις και τις προθέσεις του υπουργείου δε.
Η Lone Scherfig, που έχει μια εμπειρία σε αυτού του τύπου τις δραματικές κομεντί με ισόποσες δόσεις ζεστού χιούμορ αλλά και μια πιο σοβαρή διάσταση («Μία Κάποια Εκπαίδευση»), μεταφέρει στην οθόνη μια νουβέλα της Lissa Evans και το αποτέλεσμα είναι αυτό που λίγο πολύ αναμένει κάποιος από μια παραγωγή που πιο βρετανική δεν γίνεται. Ένας παλιομοδίτικος αέρας, σχεδόν νοσταλγικός, ακόμη κι αν αναφέρεται σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για την ύπαρξη του Ηνωμένου Βασιλείου και ολόκληρης της Ευρώπης, χαρακτήρες με ξεχωριστές ιδιοσυγκρασίες που δίνει ο καθένας τους τη δική του ιδιαίτερη πινελιά σε μια μεγάλη πινακοθήκη πολλών ηρώων, το τυπικό βρετανικό χιούμορ που αποσπά αρκετά δυνατά γέλια, όχι μόνο χαμόγελα, και λίγη δόση τραγωδίας προς το τέλος ώστε η αίσθηση που αφήνεται να είναι γλυκόπικρη.
Γενικά, το φιλμ αποδίδει τα αναμενόμενα που περιμένει κάποιος από ένα φιλμ με τέτοια θεματολογία και αυτό φαίνεται να είναι και η μεγάλη του αδυναμία: είναι τόσο προβλέψιμο στην εκτέλεση της συνταγής του που καταλήγει να χάνει και το ενδιαφέρον του από ένα σημείο κι έπειτα. Η συμβατική κινηματογράφηση επίσης εμποδίζει το σενάριο να επικοινωνήσει κάποια από τα μηνύματα που επιθυμεί να περάσει, όπως τη δύναμη της γοητείας και της συγκίνησης που κουβαλάει το μέσο του κινηματογράφου, που θα επιθυμούσε να μεταφέρει ως ουσία η σκηνή στο σινεμά προς το τέλος του φιλμ, χωρίς όμως να καταφέρνει να πείσει. Η Gemma Arterton είναι μια παρουσία που εκπέμπει θετική ενέργεια κι ένα συγκρατημένο ερωτισμό, όμως δυστυχώς δεν μπορεί να πει κάποιος το ίδιο για την επίπεδη ερμηνεία της που είναι και ο λόγος για τον οποίο ο θεατής αδυνατεί να επενδύσει συναισθηματικά στον χαρακτήρα της, παρόλο που είναι το επίκεντρο του σεναρίου. Αντιθέτως, περισσότερη σπιρτάδα φαίνεται να χαρακτηρίζει τους ανδρικούς ρόλους, με τον συμπρωταγωνιστή Sam Claflin να αποδεικνύεται ένα αποτελεσματικό αντίβαρο στον οπτιμισμό της πρωταγωνίστριας, με μια πιο προσγειωμένη και κυνική οπτική που υπαγορεύεται από το σενάριο κι εξυπηρετείται ικανοποιητικά από την ερμηνεία του, αν και αυτός που κλέβει σαφώς την παράσταση και τις εντυπώσεις είναι ο απολαυστικός Bill Nighy ως ο ματαιόδοξος και νάρκισσος αλλά καλόκαρδος ηθοποιός Ambrose Hillard. Έχει τις καλύτερες ατάκες, τις πιο αστείες στιγμές και κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη κάνει την ταινία της Scherfig να ζωντανεύει και να γίνεται απείρως πιο διασκεδαστική.
Το παλιομοδίτικο πνεύμα που χαρακτηρίζει το «Η Καλύτερη Στιγμή τους» γίνεται εμφανές κι από το πώς αντιμετωπίζει την ηρωίδα του, που παρόλο που παίρνει δημιουργικές πρωτοβουλίες σχετικά με το πρότζεκτ που της ανατίθεται, η ίδια κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ταινίας βασίζεται ιδιαίτερα στις απόψεις άλλων αντρών για τη δουλειά της, κι εξαρτάται πολύ από τις απόψεις κι ενέργειες του άντρα της, μην καθιστώντας την και ως πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης. Όταν ο τόνος αλλάζει και προς ένα πιο ρομαντικό κλίμα, επιφυλάσσεται και μια απρόσμενη εξέλιξη της πλοκής, η οποία όμως κυριολεκτικά έρχεται ουρανοκατέβατη και δεν προκύπτει ομαλά από την εξέλιξη της ιστορίας, με αποτέλεσμα να φαντάζει βεβιασμένη και κάπως εκβιαστική ως προς το να εκμαιεύσει διάφορα συναισθήματα. Αν κι ευπρόσωπη κι ευχάριστη, η δραματική αυτή κομεντί τελικά μένει σε μάλλον χλιαρά επίπεδα λόγω δημιουργικής ατολμίας.
Βαθμολογία: