
Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι
- The Magnificent Seven
- Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι
- 2016
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ινδιάνικα, Ισπανικά
- Γουέστερν, Δράσης, Εποχής, Περιπέτεια
- 22 Σεπτεμβρίου 2016
Με την πόλη του Ρόουζ Κρικ κάτω από τον σκοτεινό έλεγχο του Μπαρθόλομιου Μπογκ, οι απελπισμένοι κάτοικοι ζητούν βοήθεια από επτά κακοποιούς, κυνηγούς κεφαλών, απατεώνες και οπλισμένους άνδρες: ο Σαμ Τσίσολμ, ο Τζον Φαραντέι, ο Γκουντνάιτ Ρομπισό, ο Τζακ Χορν, ο Μπίλι Ροκς, ο Βάσκεζ και ο Ρεντ Χάρβεστ. Όσο η πόλη προετοιμάζεται για την τελική αναμέτρηση που έρχεται, η ομάδα των 7 μοιάζει να πολεμάει για κάτι περισσότερο από τα χρήματα.
Σκηνοθεσία:
Antoine Fuqua
Κύριοι Ρόλοι:
Denzel Washington … Sam Chisolm
Chris Pratt … Josh Faraday
Ethan Hawke … Goodnight Robicheaux
Vincent D’Onofrio … Jack Horne
Byung-Hun Lee … Billy Rocks
Manuel Garcia-Rulfo … Vasquez
Martin Sensmeier … Red Harvest
Peter Sarsgaard … Bartholomew Bogue
Haley Bennett … Emma Cullen
Luke Grimes … Teddy Q
Matt Bomer … Matthew Cullen
Cam Gigandet … McCann
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Nic Pizzolatto, Richard Wenk
Παραγωγή: Roger Birnbaum, Todd Black
Μουσική: Simon Franglen, James Horner
Φωτογραφία: Mauro Fiore
Μοντάζ: John Refoua
Σκηνικά: Derek R. Hill
Κοστούμια: Sharen Davis
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Magnificent Seven
- Ελληνικός Τίτλος: Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Οι Επτά Σαμουράι (1954)
- Και οι 7 Ήταν Υπέροχοι (1960)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Οι Επτά Σαμουράι των Akira Kurosawa, Shinobu Hashimoto, Hideo Oguni.
Παραλειπόμενα
- Νέα ανάγνωση του κλασικού ομώνυμου φιλμ του 1960, το οποίο με τη σειρά του ήταν ριμέικ του Οι Επτά Σαμουράι του 1954.
- Ανακοινώθηκε για πρώτη φορά το 2012, με τον Tom Cruise πρωταγωνιστή. Άμεσα, αναφέρθηκαν τα ονόματα των Kevin Costner, Morgan Freeman και Matt Damon. Ανά καιρούς ακούστηκαν και τα ονόματα των: Jason Momoa, Christian Bale, Benedict Cumberbatch και Liam Hemsworth.
- Ο John Lee Hancock ήταν αυτός που έγραψε το αρχικό σενάριο, αλλά η ένωση σεναριογράφων τού αρνήθηκε το κρέντιτ στους τίτλους.
- Ο Fuqua δήλωνε θαυμαστής των κλασικών γουέστερν από μικρή ηλικία, αλλά προσπάθησε να διατηρήσει και την ψυχή του ιαπωνικού φιλμ, πάντα σύμφωνα με δηλώσεις του.
- Μετά από πολλά χρόνια καριέρας, αυτό ήταν το πρώτο γουέστερν για τον Denzel Washington.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο James Horner προσλήφθηκε να γράψει τη μουσική, αλλά τον Ιούνη του 2015 πέθανε. Ευτυχώς για την παραγωγή, ο σκηνοθέτης έμαθε ότι ο γηραιός συνθέτης είχε ήδη ξεκινήσει τη μουσική, απλά του το φιλούσε ως έκπληξη. Έτσι, πρόκειται για την τρίτη κι έσχατη μεταθανάτια δουλειά του Horner.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/6/2018
Βασικά, έχουμε από τις περιπτώσεις ταινιών που με μία γεμάτη παράγραφο την έχεις κάνει «φύλλο και φτερό». Μα, από την άλλη, είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για μερικές επισυνάψεις πάνω στη θεωρία του ζητήματος που γεννιέται. Κι αυτό επειδή έχουμε ριμέικ του ριμέικ…
Όταν έχουμε διασκευές του ίδιου μυθιστορήματος, επιβάλλεται να τις κοιτάμε αυτόνομα. Κι αυτό επειδή δεν είναι λογική η άμεση σύγκριση της μίας τέχνης με την άλλη, του γραπτού με το σινεμά στην προκειμένη. Αλλά εδώ επιβάλλεται, μια και το πρώτο υλικό είναι κινηματογραφικό σενάριο. Πόσο μάλλον που έχουμε στα χέρια μας και δεύτερη εκδοχή του πριν την παρούσα. Φυσικά, η ταινία του Antoine Fuqua είναι μονάχα κατά τους τύπους ριμέικ της ταινίας του Kurosawa, αφού είναι επικεντρωμένη στη διαχείριση που είχε γίνει επί του υλικού στο γουέστερν του 1960. Το ίδιο στόρι, δηλαδή, αλλά τρεις διαφορετικοί δημιουργοί (η απλούστατη απάντηση περί του ποια είναι η αληθινή δυναμική του σεναρίου στο σινεμά, σε σχέση με τη σκηνοθεσία…). Το κλασικό γουέστερν δεν είχε το μεγαλείο της ιαπωνικής εκδοχής (από τις λίγες καθαρές περιπέτειες στην έβδομη τέχνη που εύκολα αποκαλείς αριστούργημα), αλλά διατήρησε την ψυχραιμία του στην ισορροπία δράματος και δράσης, καταφέρνοντας έτσι ένα φινάλε έντονα συναισθηματικά φορτισμένο κι αξέχαστο για τον θεατή. Και το δράμα ήταν απαραίτητο, επειδή το στόρι έχει μια φοβερή διαχρονικότητα στη δυναμική του, ένας έντεχνα κατασκευασμένος κινηματογραφικός μύθος.
Κι ερχόμαστε στο 2016. Ο Fuqua, κατεξοχήν σκηνοθέτης έντονης δράσης, ήταν εξαρχής δύσκολο να αντιληφθεί πως αυτό το στόρι έχει μικρή αξία δίχως ισχυρή ανάπτυξη επί του δραματουργικού του υπόβαθρου. Για να τον δικαιολογήσω, αυτό ίσως ήταν και η απαίτηση των παραγωγών, εν είδη να μη μοιάζει στα γενικά του στοιχεία με τη φιλοσοφική κατευθυντήριο της ταινίας του Sturges. Θα μπορούσε κανείς μάλιστα να υποθέσει πως θεώρησαν ότι ο μύθος έχει επιβιώσει ως το σημερινό κοινό, και η επανάληψη της ανάπτυξης του ίσως κούραζε τον θεατή (προσωπικά, φυσικά, αυτό το θεωρώ καταλυτικό λάθος). Έτσι, όλα κι όλα τα ηθικά διλλήματα και παιχνίδια διαρκούν εντός της ταινίας παραπάνω κι από ελάχιστο, σε σημείο να κοροϊδεύουν τη νοημοσύνη ενός απαιτητικότερου κοινού. Οι δε εκπλήξεις που κρύβει ο σκηνοθέτης για να κάνει τη διαφορά με τις προηγούμενες εκδοχές, αφορούν μονάχα πτυχές της δράσης, στοιβαγμένες μάλιστα οι τρεις σημαντικότερες στην τελική μάχη. Κρίνοντας τις κι αυτές, βέβαια, δυστυχώς δεν είναι εκπλήξεις που παρέχουν μια μοναδικότητα, αλλά σεναριακές ευκολίες που γρήγορα προσπερνάς. Πουθενά, λοιπόν, δεν έχει επιβιώσει το τόσο ισχυρό φάντασμα του Kurosawa, ενώ ακόμα κι αυτό του Sturges απλά αχνοφαίνεται.
Δηλαδή η ταινία είναι σκουπίδι; Κι όμως, όχι. Ο Fuqua κατέχει καλά την κουλτούρα της πολύ μοντέρνας δράσης, και ενώ ποτέ δεν δίνει την οποιαδήποτε ποιότητα στο υλικό του, σου προσφέρει ψυχαγωγία με τα όλα της. Έχει πολύ καλό για το είδος καστ, έχει αρκετές αρετές του σοβαρού σύγχρονου γουέστερν, είναι προσηλωμένος στο να περάσεις ευχάριστα. Ούτε άστοχο χιούμορ, ούτε ήρωες που περνούν οι σφαίρες από μέσα τους και δεν παθαίνουν τίποτα. Και δεν θα μου δίνονταν να ονομάσω το φιλμ ως μια χαμένη ευκαιρία, παρότι προϋπήρχε τόσο δυνατό πίσω υλικό που πετάχτηκε στον κάδο, αφού όποιος θέλει αυτό να το χαρεί και μάλιστα στο μεγαλείο του, απλά πετάγεται στο βίντεο-κλαμπ της γειτονιάς του…
Βαθμολογία: