Η Εύα και ο Γιαν Ρόζενμπεργκ, δύο μουσικοί, δραπετεύουν από τον εμφύλιο πόλεμο και εγκαθίστανται σε ένα μακρινό νησί, όπου προσπαθούν να επιβιώσουν καλλιεργώντας λαχανικά. Έχουν παντρευτεί εδώ και επτά χρόνια, χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Στο χωριό συναντούν έναν ψαρά, τον Φίλιπ, και τον δήμαρχο, τον συνταγματάρχη Τζάκομπι. Ο Φίλιπ μαθαίνει ότι έχουν αποβιβαστεί ένοπλες δυνάμεις και ότι οργανώνεται αντίσταση στο νησί. Ο πόλεμος τούς έχει προφτάσει. Προσπαθώντας να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση αντιμετωπίζοντας διλήμματα που θα αλλάξουν για πάντα τον τρόπο που ο ένας βλέπει τον άλλο και την ίδια τους τη ζωή…

Σκηνοθεσία:

Ingmar Bergman

Κύριοι Ρόλοι:

Liv Ullmann … Eva Rosenberg

Max von Sydow … Jan Rosenberg

Sigge Furst … Filip

Gunnar Bjornstrand … συνταγματάρχης Jacobi

Birgitta Valberg … Κα Jacobi

Hans Alfredson … Fredrik Lobelius

Ingvar Kjellson … Oswald

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ingmar Bergman

Παραγωγή: Lars-Owe Carlberg

Φωτογραφία: Sven Nykvist

Μοντάζ: Ulla Ryghe

Σκηνικά: P.A. Lundgren

Κοστούμια: Mago

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Skammen
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Ντροπή
  • Διεθνής Τίτλος: Shame
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ντροπή [επανέκδοση]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Liv Ullmann) στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας.
  • Επίσημη πρόταση της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Στο αρχικό πλάνο, η ταινία ονομάζονταν Πόλεμος (Kriget). Όταν ο Ingmar Bergman διόρθωνε το σενάριο, τη μετονόμασε σε Όνειρα Ντροπής (Skammens drömmar), αλλά κατέληξε στο μονολεκτικό Ντροπή συνειδητοποιώντας ότι το αποτέλεσμα ήταν ελάχιστα ονειρικό σε σχέση με όσα σχεδίαζε. Μάλιστα, για τον ίδιο τον Bergman αυτή δεν ήταν μία από τις επιτυχημένες του ταινίες, γράφοντας στη βιογραφία του ότι το σενάριο ήταν άνισο, με αδύναμο πρώτο μέρος. Επίσης συμπλήρωνε ότι ήταν η έλλειψη υπομονής του κατά τη συγγραφή του κειμένου που δεν τον άφησε να εστιάσει καλύτερα στον “μικρό πόλεμο” που διεξάγονταν στο παρασκήνιο, αφήνοντας τον “μεγάλο” σε μια απόλυτη σύγχυση όπου κανείς δεν θα γνώριζε τι συνέβαινε.
  • Ο Bergman δήλωνε άκρως αντίθετος με τη δράση των Αμερικανών στον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά αρνήθηκε ότι αυτή του η ταινία ήταν μια αναφορά σε εκείνον.
  • Σχεδόν όλα τα γυρίσματα, με εξαίρεση κάποια τελευταία σε γειτονική περιοχή, πραγματοποιήθηκαν στο νησί Φάρο, όπου χτίστηκε ένα νέο σπίτι για να γίνει η οικία του κεντρικού ζευγαριού. Μετά το πέρας τους, υπήρχε η υποχρέωση από περιβαλλοντολογικούς κανόνες να καεί αυτή η οικία, αλλά ο Bergman αισθάνονταν έντονο σύνδεσμο με αυτό και το έσωσε προσποιούμενος ότι το χρειάζονταν και για άλλη ταινία. Κάπως έτσι προσαρμόστηκε στο ίδιο νησί το σενάριο που ήδη είχε ξεκινήσει να γράφει για το Πάθος. Οι δύο αυτές ταινίες μαζί με το Η Ώρα του Λύκου εκλαμβάνονται άτυπα ως μια κοινή τριλογία, αυτή του Φάρο.
  • Οι πολεμικές σκηνές επιτεύχθηκαν μέσω trompe-l’œil εφέ, ουσιαστικά αυτό που θα ονομάζαμε οπτικά τρικ ή πρακτικά εφέ. Ο Bergman με τον Sven Nykvist έκαψαν μινιατούρες εκκλησίες, και πρόβαλαν μικρά ρυάκια ως βίαιους ποταμούς. Ο Nykvist είχε συχνά την κάμερα στο χέρι, και έβαλε σε χρήση φακούς ζουμ.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 27/5/2025

Το να ξεκινήσει κανείς τη μελέτη του έργου του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν από την «Ντροπή» ίσως να μην είναι η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, καθώς πρόκειται για ένα αντιπολεμικό έργο που διαφέρει από τα γνωστά θεματικά μοτίβα του σουηδού δημιουργού. Ιδιοφυής ανατόμος απέναντι στο  άτομο, στην οικογένεια και στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον, συνήθως απέφευγε να αγγίξει πολιτικά ή ιδεολογικά ζητήματα. Ίσως όμως γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο ενδιαφέρον ότι επέλεξε να μιλήσει για την -τότε-τρέχουσα επικαιρότητα- και μάλιστα χωρίς περιστροφές.

Ο Γιαν και η Έβα είναι δύο πρώην μουσικοί συναυλιών που έχουν συνταξιοδοτηθεί σε ένα αραιοκατοικημένο νησί όπου ζουν μια ήρεμη, ανεκτή ζωή δουλεύοντας σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα. Ώσπου ο πόλεμος ξαφνικά εισβάλλει, ανατρέποντας τα πάντα. Παγιδεύονται, εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε αντιμαχόμενες φατρίες, καθώς η καταστροφή σαρώνει το νησί. Η επιβίωση μετατρέπεται σε μια οδυνηρή δοκιμασία που θα τους μεταμορφώσει ανεπιστρεπτί.

Ο Μαξ φον Σίντοφ και η Λιβ Ούλμαν, με την καθηλωτική τους παρουσία, ζωντανεύουν το ζευγάρι που αρχικά αρνείται να συνειδητοποιήσει την απειλή. Η αθώα πεποίθηση μιας αιώνιας γαλήνης διαλύεται σε χίλια κομμάτια, εκτοξεύοντάς τους σε μια ζωντανή κόλαση. Η μεταμόρφωση; Αργή, βασανιστική. Ο Γιαν, αρχικά δειλός, παιδικός στην άρνησή του, βιώνει τη βαθύτερη αλλαγή. Η Έβα, πιο ανθεκτική, φέρει το βάρος της αντοχής -μια γνώριμη ανατροπή στον Μπέργκμαν, όπου οι γυναικείοι χαρακτήρες συχνά αναδεικνύονται πυλώνες απέναντι στην ανδρική αδυναμία.

Καθώς η παράλογη καταστροφή, η υποβάθμιση, η βαρβαρότητα χαράσσονται ανεξίτηλα στις ψυχές και στα σώματά τους, ο Γιαν κι η Έβα σκληραίνουν, γίνονται κυνικοί. Το αναπόφευκτο: αρχίζουν να μισούν ο ένας τον άλλον. Μια σταδιακή διαδικασία απανθρωποποίησης, που πηγάζει από το πρωτογενές ένστικτο της επιβίωσης. Παραδόξως, είναι η αγάπη του Γιαν για την Έβα που  τον μετατρέπει σε ένα θλιβερό πλάσμα, ικανό μόνο για μίσος. Ενώ μια συμφιλίωση μοιάζει να διαφαίνεται, κάτι έχει χαθεί ανεπανόρθωτα. Ο πόλεμος δεν κατέστρεψε μόνο τον υλικό τους κόσμο, αλλά σφράγισε αμετάκλητα τα αισθήματά τους. Για αυτούς, ο πόλεμος λειτούργησε σαν μια δέσμη φωτός, αποκαλύπτοντας πτυχές του εαυτού τους που θα προτιμούσαν να κρατήσουν αόρατες. Η ντροπή αυτής της αποκάλυψης είναι η πιο πικρή κληρονομιά του πολέμου.

Η «Ντροπή», γυρισμένη το ταραγμένο 1968, τοποθετείται σε ένα κινηματογραφικό «μέλλον», μετατρέποντας το Βιετνάμ σε μια αόριστη αλληγορία για κάθε ύπαρξη μέσα σε ένα κλίμα βίας και κατοχής. Η ταινία του γεννήθηκε από το εφιαλτικό ερώτημα: πώς θα είχα συμπεριφερθεί αν η πατρίδα μου είχε καταληφθεί; Αυτό το ερώτημα παρέμεινε επίκαιρο καθώς έβλεπε τις εικόνες από το Βιετνάμ, αναγκάζοντάς τον να τοποθετήσει τις αμερικανικές ενέργειες στην ίδια κατηγορία με την καταπίεση της Ανατολικής Ευρώπης και την τυραννία του Χίτλερ.

Η «Ντροπή», αν και συνδέεται με ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, τελικά υπερβαίνει την εποχή της. Ο πόλεμος παρουσιάζεται ως ένα γενικευμένο φαινόμενο, χωρίς ημερομηνίες, αίτια ή συγκεκριμένους εμπλεκόμενους. Αυτή η αφαίρεση, παρά τις όποιες επικρίσεις για «αφηρημένο ουμανισμό», είναι ακριβώς αυτό που καθιστά το έργο διαχρονικό. Ο Μπέργκμαν καταδικάζει τη βία και τη σκληρότητα, καταγγέλλοντας τις τακτικές τρόμου και την πρωτόγονη προπαγάνδα και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.

Το παράδοξο έγκειται στο ότι σε αυτό το ξέσπασμα βίας κανείς δεν παραμένει αθώος. Η στάση «δεν ξέρω τίποτα, δεν με αφορά» αποδεικνύεται μια βολική, αλλά μοιραία ψευδαίσθηση. Οι απλοί πολίτες μένουν ανυπεράσπιστοι, και τελικά η μόνη τους επιλογή είναι να προσαρμοστούν, να απαρνηθούν τις ηθικές τους αμφιταλαντεύσεις, αποδεχόμενοι πως αργά ή γρήγορα θα λερώσουν τα χέρια τους με αίμα. Αυτή η σκληρή αλήθεια, δυστυχώς, επιβεβαιώνεται από τους πρόσφατους πολέμους του 21ου αιώνα, όπου η διεθνής κατάσταση παραμένει επικίνδυνα επισφαλής.

Ο πόλεμος, όπως τον παρουσιάζει ο Μπέργκμαν, δεν είναι υπόθεση στρατηγών ή ιδεολογιών. Είναι μια αργή σήψη της ανθρώπινης υπόστασης. Η ντροπή δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα · είναι η αποκάλυψη του ποιοι πραγματικά είμαστε όταν πέφτουν οι μάσκες, όταν η επιβίωση υπερτερεί της ενσυναίσθησης. Ο Γιαν, από πασιφιστής και ονειροπόλος, γίνεται σκληρός, κυνικός, απάνθρωπος. Η μεταμόρφωσή του δεν οφείλεται σε μια ιδεολογική μεταστροφή, αλλά σε έναν βαθύ, ενστικτώδη φόβο. Φόβο για την απώλεια, για την αδυναμία, για την αλήθεια του εαυτού του. Ο Μπέργκμαν δεν μας χαρίζεται. Δεν εξιδανικεύει την αγάπη ως αντίδοτο στον πόλεμο. Δεν επιτρέπει εύκολες εξιλεώσεις. Μας δείχνει πώς ακόμα και η αγάπη αλλοιώνεται, σαπίζει, όταν βυθίζεται στο τέλμα της βίας. Η μεταπολεμική συμφιλίωση του ζευγαριού είναι εύθραυστη, ίσως και ψευδής. Και οι πληγές της ψυχής -αυτές που προκαλεί η ηθική παρακμή- δεν κλείνουν απλώς με τον χρόνο.

Υπάρχουν ταινίες που δεν επιλέγουμε να τις δούμε · μάλλον εκείνες μας επιλέγουν, για να μας αναγκάσουν να κοιτάξουμε κατάματα εκείνο που προσπαθούμε διαρκώς να ξεχάσουμε: την ευθραυστότητα της ειρήνης, τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την κανονικότητα από τον όλεθρο. Η «Ντροπή» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είναι μία από αυτές. Δεν είναι μια συνηθισμένη αντιπολεμική ταινία. Δεν δείχνει πεδία μαχών γεμάτα ηρωισμό, ούτε νίκες ούτε ήττες. Αντιθέτως, εστιάζει στην ενδόμυχη αποδόμηση του ανθρώπου -στην αργή, σχεδόν αθόρυβη εισβολή του πολέμου στις συνειδήσεις.

Η πιο πικρή αλήθεια του έργου είναι πως, τελικά, από έναν πόλεμο όλοι μολύνονται. Η ουδετερότητα, η αποστασιοποίηση δεν προστατεύει, δεν εξαγνίζει κανέναν. Ο Μπέργκμαν το ήξερε καλά αυτό, ως παιδί μιας Σουηδίας που βίωσε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με ουδέτερη αμηχανία. Το αγωνιώδες ερώτημά του σουηδού auteur διαπερνά κάθε σκηνή της ταινίας: «Αν συνέβαινε σε μένα; Αν χτυπούσε η βία την πόρτα μου, τι θα έκανα;». Κι είναι ένα ερώτημα που, δυστυχώς, παραμένει παντοτινά επίκαιρο.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *