
Παράσιτα
- Gisaengchung
- Parasite
- 2019
- Νότια Κορέα
- Κορεατικά
- Δραματικό Θρίλερ, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Σινεφίλ
- 17 Οκτωβρίου 2019
Ο Κι-Τάεκ είναι φτωχός και άνεργος. Ζει με τη γυναίκα του, τη Σουνγκ-Σουκ, και τα δύο τους παιδιά σε ένα βρώμικο και γεμάτο παράσιτα ημιυπόγειο διαμέρισμα σε υποβαθμισμένη συνοικία της Σεούλ. Όταν ο γιος του, ο Κι-Γου, πηγαίνει με φίλο του σε παρακείμενο μάρκετ για ποτά, μαθαίνει ότι ο φίλος του που φεύγει για το εξωτερικό, αφήνει πίσω του μια καλοπληρωμένη δουλειά διδασκαλίας. Αυτός επιθυμεί από τον Κι-Γου να την αναλάβει, για όσο θα λείπει. Και κάπως έτσι, ο Κι-Γου εισβάλει στην πάμπλουτη ζωή της οικογένειας Παρκ, με τη δική του οικογένεια να καιροφυλακτεί κάπου εκεί τριγύρω…
Σκηνοθεσία:
Bong Joon Ho
Κύριοι Ρόλοι:
Song Kang-ho … Ki Taek
Lee Sun-kyun … Dong Ik
Cho Yeo-jeong … Yeon Kyo
Choi Woo-sik … Ki Woo
Park So-dam … Ki Jung
Lee Jeong-eun … Moon Gwang
Jang Hye-jin … Chung Sook
Park Myeong-hoon … Geun Se
Jung Ji-so … Da Hye
Jung Hyun-jun … Da Song
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bong Joon Ho, Han Jin-won
Στόρι: Bong Joon Ho
Παραγωγή: Bong Joon Ho, Kwak Sin-ae, Moon Yang Kwon
Μουσική: Jung Jae-il
Φωτογραφία: Hong Kyung-pyo
Μοντάζ: Jinmo Yang
Σκηνικά: Lee Ha-jun
Κοστούμια: Se-yeon Choi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Gisaengchung
- Ελληνικός Τίτλος: Παράσιτα
- Διεθνής Τίτλος: Parasite
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, αυθεντικού σεναρίου και ξενόγλωσσης ταινίας (Νότια Κορέα). Υποψήφιο για μοντάζ και σκηνικά.
- Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και σενάριο.
- Βραβείο Bafta ξενόγλωσσης ταινίας και σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο ξένης ταινίας στα Cesar.
- Βραβείο ξένης ταινίας στα David di Donatello.
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Σίδνεϊ.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ξενόγλωσση ταινία που κερδίζει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, μια νίκη σταθμός για τον θεσμό. Υπήρχε και η περίπτωση του γαλλικού The Artist, αλλά ήταν βωβό. Προηγούμενα καμία κορεατική ταινία δεν είχε κερδίσει οποιοδήποτε Όσκαρ.
- Πρώτη κορεατική ταινία που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες. Η επικράτηση ήρθε με ομόφωνη απόφαση της επιτροπής, κάτι που είχε να συμβεί από το 2013.
- Πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια -και τρίτη στο σύνολο- που μια ταινία κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα μαζί με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
- Η ιδέα για να γίνει η ταινία υπήρχε από το 2013 και τα γυρίσματα του Snowpiercer, με τον Bong Joon Ho να ενθαρρύνεται να γράψει ένα θεατρικό. Με το πέρας των γυρισμάτων, ο δημιουργός αποφάσισε και έγραψε ένα 15σέλιδο στόρι, με τον Jin Won Han να το μετατρέπει σε 3 σεναριακές εκδοχές. Μόλις ολοκλήρωσε το Okja, ο Bong επέτρεψε σε αυτό, και το τελικό σενάριο γράφτηκε από τον ίδιο μέσα σε 3μιση μήνες.
- Ο Bong δήλωσε πως οι κύριες επιρροές του ήταν το κορεατικό The Housemaid του 1960, αλλά και ένα φονικό περιστατικό της δεκαετίας του 1930, με πρωταγωνίστριες τις γαλλίδες αδελφές Christine και Lea Papin.
- Το σπίτι των Παρκ κατασκευάστηκε εξολοκλήρου σε στούντιο. Τα πάντα από όσα βλέπουμε πέρα του κήπου είναι VFX.
- Γυρίστηκε σε κάδρο 2.35, το οποίο ο σκηνοθέτης επέλεξε επειδή ήθελε να “συλλαμβάνει” μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων (οικογένειας) μέσα στο ίδιο πλάνο.
- Το μοντάζ έγινε με το Final Cut Pro 7, ένα λογισμικό πρόγραμμα που δεν είχε αναβαθμιστεί από το 2011.
- Παρότι επίσημα η ταινία είναι έγχρωμη, ήταν μια ασπρόμαυρη εκδοχή της που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ, και ήταν έτοιμη πριν την παγκόσμια πρεμιέρα στις Κάνες.
- Με κόστος που υπολογίστηκε στα 15,5 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έφτασε να εισπράξει διεθνώς 262,7.
- Μετά την οσκαρική επικράτηση, τα έσοδα της ταινίας αυξήθηκαν κατά 230%, κάτι που είχε να συμβεί από το 2001 και τον Μονομάχο.
- Το HBO είχε ανακοινώσει το 2020 ένα ριμέικ εν είδει μίνι σειράς, αλλά φαίνεται ότι το σχέδιο πάγωσε.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στους τίτλους τέλους ακούγεται το τραγούδι Soju One Glass, το οποίο γράφτηκε από τον ίδιο τον σκηνοθέτη και τον Jaeil Jung. Στην ερμηνεία είναι ο ηθοποιός της ταινίας, Choi Woo-sik.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 25/8/2019
Είναι παρατηρημένο πλέον, και αποτελεί έναν χρυσό κανόνα του σύγχρονου κινηματογράφου. Όταν οι Κορεάτες βγάζουν ταινιάρα, σημαδεύουν τη χρονιά! Σειρά τώρα είχε ο Joon Ho Bong, που μας είχε παρουσιάσει μια καλή μεν φιλμογραφία, αλλά τίποτα δεν προετοίμαζε για αυτό το χτύπημα. Μπορεί ήδη να μας είχε μιλήσει ορθά περί της «πάλης των τάξεων», αλλά για πρώτη φορά αυτό το συνοδεύει με τόσο υψηλό σενάριο. Πάμε αυτά να τα δούμε πιο αναλυτικά…
Τα Παράσιτα είναι μια ρεαλιστικότατη καταγραφή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ως έχει στον σύγχρονο κόσμο. Από τη μία έχουμε τους ανθρώπους που ζουν στα καταγώγια και μαστίζονται από τη φτώχια, ενώ ελάχιστα χιλιόμετρα παραπέρα ορθώνονται μοντέρνα παλάτια-σπίτια με όλες τις ανέσεις. Δεν υπάρχουν τα αρχέτυπα σύνορα μεταξύ αυτών των δύο πραγματικοτήτων, στη σημερινή κοινωνία άρχοντες και δούλοι βρίσκονται σε άμεση κι έμμεση επαφή, δίχως να χρειάζεται ενδιάμεσα ένας στρατός φρουρών. Μοιραία, η επαφή ανάμεσα στις δύο αυτές «τόσο κοντά και τόσα μακριά» τάξεις μπορεί να είναι ηλεκτροφόρα με την παραμικρή σπίθα που θα ανάψει. Αυτή είναι και η λειτουργία του νέου καπιταλισμού. Ελευθερία για όλους, ισότητα αναλόγως το πορτοφόλι…
Οι Κιμ είναι τα «παράσιτα», ενώ οι Παρκ είναι οι αριστοκράτες. Ο Bong ως προς την ταυτότητα τους επισημαίνει κάτι εξαιρετικά εύστοχο. Οι Κιμ είναι ζυμωμένοι μέσα στις δυσκολίες, κι αυτό τους έχει κάνει εξαιρετικά εύστροφους («η πενία τέχνας κατεργάζεται»). Αντίθετα, οι Παρκ είναι αφελείς, μια και όλα τους έρχονται εύκολα στη ζωή τους. Περί του χαρακτήρα τους, όλα συνοψίζονται σε μία φράση της μαμάς Κιμ: «αυτοί είναι ευγενικοί, επειδή είναι πλούσιοι». Μόνο με αυτή τη φράση αποδομείται κάθε έννοια ανωτερότητας, όπως αυτή φαιδρά εμφανίζεται μέσω της κουλτούρας που επιδεικνύει ένας πλούσιος άνθρωπος, και ταυτόχρονα υποδεικνύεται σαφέστατα ότι η φτώχια σε κάνει παρακατιανό ακόμα και στους τρόπους σου… και στη μυρωδιά σου. Δεν έχουν περάσει δα τόσα χρόνια που η ανθρωπότητα πίστευε ότι ένας αριστοκράτης ήταν ανώτερος «ελέω θεού», ενώ ακόμα και σήμερα η αποκαθήλωση αυτής της πεποίθησης δεν έχει γίνει αληθινή συνείδηση.
Προτείνει κάτι ο Bong όπως την πάλη των τάξεων; Ως προς αυτό δεν γίνεται ιδιαίτερος λόγος, αλλά μάλλον σοφά δεν αγγίζεται με σαφήνεια. Σε αυτό το σημείο ακόμα και ο Μαρξ θα έπρεπε να σηκώσει τα χέρια, μια και η ανθρώπινη φύση δεν είναι έτοιμη για απότομες αλλαγές, και είναι άγνωστο καν το πότε θα έρθει αυτή η ώρα. Εδώ ο δημιουργός απαντάει με αυτό που η ταινία του αληθινά είναι: μια απίθανη μαύρη κωμωδία.
Είναι λογικό μετά από όλη αυτή την ανάλυση να πιστέψατε ότι θα δείτε μια σινεφίλ μελέτη, που θα παρέπεμπε στους ιταλούς «εξτρεμιστές» της δεκαετίας του 1960. Μα όχι, ο Joon προτιμάει τους παλαβούς Ιταλούς της δεκαετίας του 1950. Η αδυσώπητη λοιπόν μάχη ανάμεσα σε προύχοντες και προλεταριάτο γίνεται με όρους λεπτά ξεκαρδιστικούς, και με ένα λεπτογραμμένο σενάριο που δεν πάει στιγμή χαμένη από αυτή τη «θεία κοινωνική κωμωδία». Και το κυριότερο είναι ότι το πετυχαίνει χωρίς ποτέ να καταφεύγει στον σουρεαλισμό, που έχει γίνει εδώ και χρόνια τροχοπέδη της αληθινής σάτιρας, μια και στον ρεαλισμό μπορείς να συναντήσεις ό,τι πιο «υπερρεαλιστικό» μπορεί να βάλει ο νους σου. Περιπτώσεις που βλέπουμε με σοβαρό μάτι, κρύβουν απίστευτη φάρσα μέσα τους, μια και η ίδια η δομή της κοινωνίας, ακόμα και μετά από τόσους αιώνες πολιτισμού, δεν έχει έρθει σε μια σοβαρή ευθεία…
Γελάστε, σκεφτείτε, μα κυρίως απολαύστε μία ακόμα ολοκληρωμένη σύνθεση με καταγωγή μία από τις Μητροπόλεις της σύγχρονης έβδομης τέχνης.
Βαθμολογία: