
Φύγαμε
- Onward
- 2020
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Κινούμενα Σχέδια, Κωμωδία, Οικογενειακή, Περιπέτεια, Φαντασίας
- 05 Μαρτίου 2020
Βρισκόμαστε στα προάστια ενός κόσμου αποτελούμενου από όλα τα πλάσματα της φαντασίας. Από ξωτικά και γοργόνες, μέχρι κενταύρους και νανάκια κήπου. Παρότι όμως το παραμύθι εκεί ήταν κάποτε η πραγματικότητα τους, έχουν φτάσει να χάνουν τη μαγεία τους. Αντί αυτής, χρησιμοποιούν κινητά και αυτοκίνητα, και όλα όσα παρέχει η απτή τεχνολογία. Δύο νεαρά ξωτικά αδέλφια, ο Ίαν και ο Μπάρλεϊ, είναι αυτοί που αποφασίζουν και ξεκινούν την αναζήτηση ανά τον κόσμο, ώστε να δουν αν έχει απομείνει καθόλου μαγεία. Απώτερος σκοπός τους είναι μέσω αυτής να περάσουν μία ημέρα με τον πατέρα τους, όπου τους άφησε για πάντα από τότε που ήταν ακόμα πολύ μικροί για να τον θυμόνται.
Σκηνοθεσία:
Dan Scanlon
Κύριοι Ρόλοι:
Tom Holland … Ian Lightfoot (φωνή)
Chris Pratt … Barley Lightfoot (φωνή)
Julia Louis-Dreyfus … Laurel Lightfoot (φωνή)
Octavia Spencer … Manticore (φωνή)
Ali Wong … αστυνομικίνα Gore (φωνή)
Lena Waithe … αστυνομικίνα Spector (φωνή)
Mel Rodriguez … αστυνομικός Colt Bronco (φωνή)
Tracey Ullman … Grecklin (φωνή)
Wilmer Valderrama … Gaxton (φωνή)
Grey Griffin … Dewdrop (φωνή)
John Ratzenberger … Felix (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Dan Scanlon, Jason Headley, Keith Bunin
Παραγωγή: Kori Rae
Μουσική: Jeff Danna, Mychael Danna
Μοντάζ: Catherine Apple
Σκηνικά: Noah Klocek
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Onward
- Ελληνικός Τίτλος: Φύγαμε
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας κινουμένων σχεδίων.
Παραλειπόμενα
- Τεχνική: Computer-animated (ψηφιακό)
- Η ταινία είναι τρισδιάστατη.
- Πρώτη ταινία για τα Pixar Animation Studios μέσα στη δεκαετία του ’20.
- Ο Scanlon εμπνεύστηκε το στόρι όταν άκουσε μια ηχογράφηση του πατέρα του, που είχε φύγει από τη ζωή όταν εκείνος ήταν μόλις ενός έτους.
- Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Pixar δίχως καμία συμμετοχή από τον John Lasseter, και μετά την απομάκρυνση του από διευθυντή επί των κινουμένων σχεδίων της Disney.
- Πρώτη ταινία της Pixar που κάνει πρεμιέρα Μάρτιο, αλλά και πρώτη μετά το 2009 που βγαίνει Άνοιξη.
- Το 2018, η Pixar μίσθωσε ένα φορτηγάκι που άνηκε στην καλλιτέχνιδα τατουάζ Sweet Cecily Daniher, και το διακόσμησε για χρήση μίας μέρας σε φεστιβάλ. Όταν τον επόμενο χρόνο η Daniher είδε το φορτηγό της να ανήκει στα σχέδια της ταινίας, θεώρησε ότι παραβιάζονταν συγκεκριμένος νόμος της Καλιφόρνιας. Έτσι, τον Ιανουάριο του 2020 έκανε μήνυση στην Disney, την Pixar και την παραγωγό της ταινίας Kori Rae.
- Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Ανδρέας Καρτσάτος (Ίαν Λάιτφουτ), Δημήτρης Σάρλος (Μπάρλεϊ Λάιτφουτ), Σοφία Τσάκα (Λόρελ Λάιτφουτ), Χρήστος Θάνος (Γουίλντεν Λάιτφουτ), Ζωή Ρηγοπούλου (Μαντιχώρη), Ανδρέας Ευαγγελάτος (Κολτ Μπρόνκο), Βίνα Παπαδοπούλου (αστυνομικίνα Σπέκτερ), Σοφία Καψαμπέλη (αστυνομικίνα Γκόουρ), Κατερίνα Γκίγκις (Γκρέκλιν/Ντιούντροπ), Θανάσης Κουρλαμπάς (Γκάξτον), Βασίλης Μήλιος (αστυνόμος Άβελ), Πηνελόπη Σκαλκώτου, Γιώργος Σκουφής, Πέτρος Σπυρόπουλος. Σκηνοθετική επιμέλεια: Χρήστος Θάνος. Μετάφραση: Ελένη Κουβοπούλου.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το τραγούδι της ταινίας είναι το Carried Me With You, ερμηνευμένο από την Brandi Carlile, νικήτρια 5 βραβείων Grammy.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/3/2020
Κι όμως, η Pixar αυτήν τη φορά αστόχησε! Κι ενώ το «Φύγαμε» σίγουρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συνολικά ως καραμπινάτη αποτυχία, δυστυχώς ασθμαίνει επικίνδυνα στη σύγκριση με τις πραγματικά φορμαρισμένες στιγμές του στούντιο. Οι λόγοι; Διάφοροι, αλλά ίσως ο κυριότερος να είναι ότι το σύμπαν που χτίζεται εδώ δεν έχει επιμεληθεί με τη συνήθη προσοχή της συγκεκριμένης εταιρείας, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αρκετές ανακολουθίες που αποπροσανατολίζουν τον θεατή και που αποδυναμώνουν τα διακυβεύματα της ιστορίας, κυρίως όμως πρόκειται για έναν κόσμο που δεν έχει τη λιτή και αποτελεσματική μαγεία παραδειγμάτων όπως αυτά της «Ιστορίας των Παιχνιδιών», του «Ψάχνοντας τον Νέμο» ή του «Coco».
Όσοι βέβαια δίνουν πρωτίστως βάση στο συναίσθημα, μάλλον δεν θα απογοητευθούν εδώ, κι έχοντας γνώση του συγκεκριμένου παράγοντα, ο Dan Scanlon επενδύει κυρίως σε αυτό, με τη γνωστή προβληματική της Pixar περί οικογένειας να κλιμακώνεται ομολογουμένως συγκινητικά, αλλά όχι με τρόπο που να μην έχει ξαναγίνει καλύτερα από την ίδια. Τα μηνύματα και το πώς αυτά επικοινωνούνται μέσα από το ταξίδι των χαρακτήρων προς μια εσωτερική αλλαγή, διαθέτουν μια ωριμότητα που δεν συναντάται τόσο συχνά σε ένα οικογενειακό animation, ωστόσο και πάλι το επίπεδό της είναι συγκριτικά μικρότερο με αυτό άλλων, σαφέστατα πιο σύνθετων νοηματικά ταινιών του στούντιο.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα του μικρόκοσμου που έχει δημιουργηθεί εδώ, ο συνδυασμός μαγικών και φανταστικών στοιχείων με αυτών ενός τυπικού επαρχιακού αμερικάνικου περιβάλλοντος δεν λειτουργεί, το ένα στοιχείο καταλήγει να ακυρώνει εν μέρει το άλλο. Αν λειτουργεί ο συναισθηματικός πυρήνας του φιλμ, είναι γιατί η σχέση μεταξύ των δύο αδερφιών έχει κάτι το ζεστό και τρυφερό, ενώ αν απομονώσει κανείς τους δυο ήρωες θα βρεθεί αντιμέτωπος με δυο χιλιοειδωμένα στερεότυπα, ένα του εσωστρεφή κι ένα του «μαγκάκου». Το σενάριο των Dan Scanlon, Jason Headley και Keith Bunin (εκ των οποίων μόνο ο πρώτος έχει δουλέψει στον συγκεκριμένο τομέα για την Pixar στο παρελθόν) έχει εμφανείς ατέλειες, από τις μπόλικες σεναριακές ευκολίες μέχρι τους ήρωες που έχουν καθαρά διακοσμητική λειτουργία (ποια η χρησιμότητα της -διασκεδαστικής κατά τα άλλα- Manticore, η οποία παρεμπιπτόντως υποστηρίζεται φωνητικά με έξοχο τρόπο από την Octavia Spencer, για την ουσία της ιστορίας;). Κι ενώ τις περισσότερες φορές το συγκινησιακό κομμάτι είναι πηγαίο και ειλικρινές, υπάρχουν στιγμές που μοιάζει σαν να εκβιάζεται, και ταυτόχρονα σαν να επιστρατεύονται κλισέ χαρτιά για να επιτευχθεί αυτό.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο λόγος της μερικής αποτυχίας του όλου εγχειρήματος δεν έγκειται στο ότι αυτήν τη φορά η Pixar επιλέγει να μην αναμετρηθεί με ένα ενήλικο θέμα, κλεισμένη σε μια φούσκα. Το αντίθετο, καταπιάνεται με την απώλεια, με την οποία μεν έχει ξανασχοληθεί στο παρελθόν, αλλά εδώ αποκτά έναν πιο κεντρικό ρόλο. Η αιτία για την αστοχία βρίσκεται στο πώς επιλέγει να αναμετρηθεί με αυτήν, καταλήγοντας σε συμπεράσματα που, όπως προαναφέρθηκε, κουβαλούν μια κάποια σοφία, όχι όμως σε επίπεδο παρόμοιο με παρελθοντικές δουλειές της. Η δε εμμονή στη γρήγορη εναλλαγή της δράσης μάλλον θα τραβήξει την προσοχή των ανήλικων θεατών από τα ηθικά διδάγματα του φιλμ.
Κακά τα ψέματα, το σύνολο έχει μεν αδυναμίες, αλλά φροντίζει να σεβαστεί τόσο τον ανήλικο όσο και τον ενήλικα. Απλά αν ο δεύτερος έχει εκτεθεί και σε περιπτώσεις όπως το «Τα Μυαλά που Κουβαλάς», θα αντιληφθεί γρήγορα ότι έχει να κάνει με μια από τις ελάσσονες στιγμές του στούντιο. Κοινώς, δεν φαίνεται εδώ να προκύπτει μια περίπτωση μιας δυνητικά κλασικής δουλειάς για την εταιρεία. Παρότι υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ψυχαγωγική και σε μικρότερο βαθμό μια συγκινησιακή αξία, τα λάθη που γίνονται εδώ όσο και η έλλειψη ρίσκων εκ μέρους του Scanlon θυμίζουν μια περισσότερο συμβατική προσέγγιση που φέρνει στο μυαλό Dreamworks ή ακόμη και Illumination και όχι τη ναυαρχίδα των τελευταίων δεκαετιών στο κινούμενο σχέδιο. Ακόμη κι έτσι, πάντως, πρόκειται για μια αξιοπρεπής οικογενειακή πρόταση.
Βαθμολογία: