
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Μπίλι Μπιν, πρώην επαγγελματίας παίχτης του μπέιζμπολ, αναλαμβάνει το πόστο του μάνατζερ της ομάδας Όκλαντ Αθλέτικς, σε μια περίοδο που οι ιδιοκτήτες της αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Η απόφασή τους να προβούν σε σημαντικότατες περικοπές στο μπάτζετ, τον ωθεί σε μια απόφαση, η οποία έμελλε να αλλάξει δια παντός τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο Μπιν προσλαμβάνει τον Πίτερ Μπραντ, έναν ιδιοφυή οικονομικό αναλυτή, με τη βοήθεια του οποίου θέτουν σε εφαρμογή ένα επαναστατικό πρόγραμμα μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, που τους βοηθά να στελεχώσουν την ομάδα με τους καταλληλότερους παίχτες, φροντίζοντας παράλληλα να παραμείνουν εντός μπάτζετ. Άραγε θα φέρει αποτελέσματα, αυτό το παράτολμο σχέδιο;
Σκηνοθεσία:
Bennett Miller
Κύριοι Ρόλοι:
Brad Pitt … Billy Beane
Jonah Hill … Peter Brand
Philip Seymour Hoffman … Art Howe
Robin Wright … Sharon
Chris Pratt … Scott Hatteberg
Stephen Bishop … David Justice
Tammy Blanchard … Elizabeth Hatteberg
Reed Diamond … Mark Shapiro
Brent Jennings … Ron Washington
Jack McGee … John Poloni
Vyto Ruginis … Chris Pittaro
Nick Searcy … Matt Keough
Glenn Morshower … Ron Hopkins
Kerris Dorsey … Casey Beane
Arliss Howard … John Henry
Spike Jonze … Alan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steven Zaillian, Aaron Sorkin
Στόρι: Stan Chervin
Παραγωγή: Michael De Luca, Rachael Horovitz, Brad Pitt
Μουσική: Mychael Danna
Φωτογραφία: Wally Pfister
Μοντάζ: Christopher Tellefsen
Σκηνικά: Jess Gonchor
Κοστούμια: Kasia Walicka-Maimone
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Moneyball
- Ελληνικός Τίτλος: Moneyball
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Moneyball: The Art of Winning an Unfair Game του Michael Lewis.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Brad Pitt), δεύτερου αντρικού ρόλου (Jonah Hill), διασκευασμένου σεναρίου, μοντάζ και ήχου.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), πρώτου αντρικού ρόλου (Brad Pitt) σε δράμα, δεύτερου αντρικού ρόλου (Jonah Hill) και σεναρίου.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Brad Pitt), δεύτερου αντρικού ρόλου (Jonah Hill) και σεναρίου.
Παραλειπόμενα
- Ο επίσημος σχεδιασμός της ταινίας ξεκίνησε με σκηνοθέτη τον Steven Soderbergh (ως αντικαταστάτης της αρχικής επιλογής, του David Frankel). Πρόθεση του ήταν όλοι οι παίκτες και οι προπονητές να είναι οι πραγματικοί και όχι ηθοποιοί, εν είδει ντουκιουντράμα. Ο λόγος που απομακρύνθηκε ο Soderbergh, ήταν η αντίθεση της αντιπροέδρου της Columbia Pictures, Amy Pascal, στις αλλαγές που έκανε στο σενάριο, αλλά και σε ένα μπάτζετ 58 εκατομμυρίων δολαρίων για μια τόσο σινεφίλ ταινία.
- Ο Demetri Martin ήταν ο Paul DePodesta του Soderbergh, με τον Bennett Miller να τον αλλάζει άμεσα με το που προσλήφθηκε, και να του αλλάζει το όνομα σε Peter Brand (έγιναν σημαντικές αλλαγές πάνω στην απεικόνιση του).
- Ο Chris Pratt αρχικά απορρίφθηκε από τον Miller, μια και τον βρήκε “πολύ παχύ”, κι εκείνος έκανε εξαντλητική δίαιτα επί τρίμηνο, χάνοντας 13μιση κιλά που του χάρισαν εντέλει τον ρόλο.
- Ο διευθυντής φωτογραφίας Adam Kimmel αντικαταστάθηκε από τον Wally Pfister, αφού προέκυψαν κατηγορίες σεξουαλικής φύσης εναντίον του.
- Η Kathryn Morris ερμήνευσε τη σύζυγο του Μπίλι Μπιν, αλλά οι σκηνές της κόπηκαν στο μοντάζ.
- Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με μειωμένο μπάτζετ 47 εκατομμυρίων δολαρίων (έγιναν όμως 50 στη συνέχεια), με τον Brad Pitt να βοηθάει δεχόμενος περικοπή του μισθού του.
- Παρούσα στα σημαντικά βραβεία αλλά και επικερδής στα ταμεία, η ταινία απέσπασε κέρδη των 110,2 εκατομμυρίων δολαρίων.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Mychael Danna επέλεξε το τραγούδι The Mighty Rio Grande των This Will Destroy You για να το χρησιμοποιεί ανά διάφορα σημεία της ταινίας.
- Ο διάσημος ροκ κιθαρίστας Joe Satriani είναι ο ερμηνευτής του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ στα στιγμιότυπα που αφορούν το 2002.
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 1/12/2011
Το Moneyball είναι μια αληθινή ιστορία. Βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα με το ίδιο όνομα από τον Michael Lewis, που καταγράφει το χρονικό της ζωής του Billy Beane, γενικού διευθυντή των Oakland Athletics. Σε αυτό το σημείο της ζωή του που παρακολουθούμε, η ομάδα του είναι στα χειρότερα της και ψάχνει να βρει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στις άλλες ομάδες και να κερδίσει. Έτσι, αντί της φυσικής κατάστασης και της φήμης, ο Beane (Brad Pitt), μαζί με τον νέο βοηθό του, Peter Brand (Jonah Hill), θα χρησιμοποιήσουν στατιστικά στοιχεία για τη μελέτη της αξίας των παικτών και θα αλλάξουν το παιχνίδι για πάντα.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, δεν έχω καμία γνώση πάνω στο μπέιζμπολ, ούτε είχα ακουστά ποτέ τον Billy Beane. Βλέποντας το Moneyball, όμως, μπορώ να διαβεβαιώσω πως, παρόλο που διαθέτει φυσικά κάποια ορολογία και ονόματα, δεν προορίζεται μόνο για τους οπαδούς του μπέιζμπολ που στο κάτω-κάτω δεν είναι και τόσοι πολλοί στην Ελλάδα. Ο Bennett Miller καταφέρνει να φτιάξει ένα φιλμ εμπνευσμένο από το άθλημα, το οποίο είναι προσιτό σε όλους και είναι εξαιρετικά κινηματογραφημένο από τον Wally Pfister που καταφέρνει να σε εισάγει στον κόσμο του μπέιζμπολ.
Μια ταινία σαν αυτή, όμως, με ένα πάνω-κάτω κοινότυπο θέμα, είναι σημαντικό να κρατήσει το ακροατήριό της. Και εδώ σημαντικό ρόλο παίζει το εξαιρετικό μα άνισο σενάριο των Steven Zaillian και Aaron Sorkin, οι οποίοι ενώνουν τη ρομαντική πλευρά του μπέιζμπολ (φανταστείτε το μπέιζμπολ του Ο Ξυπόλητος Τζο) μαζί με την τεχνολογική και πολιτισμική επανάσταση του 21ου αιώνα και δημιουργούν μια διασκεδαστική ταινία με εξαιρετικά γρήγορο ρυθμό.
Βασικό της θέμα: ο αθλητισμός είναι μια επιχείρηση. Με την πρώτη σκηνή της ταινίας να δείχνει τον αγώνα των Oakland Athletics εναντίον των Yankees όπου αντί για το σκορ εμφανίζονται οι προϋπολογισμοί της κάθε ομάδας (100 εκατομμύρια vs. των 39 εκατ.), γίνεται σαφές ότι μπορεί οι οπαδοί να έχουν μια αίσθηση ότι η ομάδα με την όποια παθιάζονται εκπροσωπεί την πόλη τους στο άθλημα που αγαπούν, αλλά ο αθλητισμός αποτελεί πρώτα και κύρια, μια επιχείρηση. Και το Moneyball επικεντρώνεται σε αυτή την πτυχή των επιχειρήσεων του μπέιζμπολ, και το κάνει με έναν τρόπο συναρπαστικό, εύκολο να ακολουθηθεί και να κατανοηθεί πώς λειτούργει η διοίκηση μιας ομάδας.
Εκεί που υστερεί είναι στην ανάπτυξη και στις σχέσεις των χαρακτήρων. Με τον Beane και τον Brand να αποτελούν τους μόνους πλήρως συνειδητοποιημένους χαρακτήρες η ταινία ρίχνει όλο το βάρος της εκεί. Ο πρώτος, πρώην παίκτης, γνωρίζει από πρώτο χέρι το μπέιζμπολ κι έχει κατανοήσει το πρόβλημα που υπάρχει, είναι αδιάλλακτος στις αποφάσεις του δείχνοντας όμως και μια κάποια ευαισθησία, δεδομένου ότι λαχταρά να περνά περισσότερο χρόνο με την 12 χρονών κόρη του (Kerris Dorsey). Και ο δεύτερος είναι αυτός που έχει βρει τη λύση στο πρόβλημα αλλά δεν σκαμπάζει και πολύ από μπέιζμπολ και δεν ξέρει από δουλειές και χειρισμό των ανθρώπων. Αποτελούν ουσιαστικά ένα σύνολο αντιθέσεων που συμπληρώνουν κατά κάποιον τρόπο ο ένας το άλλον. Οι στιγμές μαζί τους είναι μερικές από τις κυριότερες στιγμές της ταινίας, όπως όταν σε μια παρατεταμένη σκηνή οι δυο τους προσπαθούν να ανταλλάξουν παίκτες από το τηλέφωνο με διάφορες άλλες ομάδες. Η σκηνή είναι ξεκαρδιστική και διαφωτιστική και δίνει πραγματικά την εντύπωση ότι αυτοί οι δύο τύποι έχουν γίνει και φίλοι παρά τις τεράστιες διαφορές τους. Δυστυχώς, όμως, πέρα από τους δύο, όλοι οι υπόλοιποι είναι μονοδιάστατοι χαρακτήρες. Με πιο σημαντικό τον Phillip Seymour Hoffman, ο οποίος είναι θλιβερά χρησιμοποιημένος στον ρόλο του Art Howe που έχει υποβιβαστεί στο να δείχνει μπερδεμένος με τη συμπεριφορά του Beane. Η Robin Wright εμφανίζεται για περίπου πέντε λεπτά ενώ οι παίκτες, όπως ο Scott Hatteberg (Chris Pratt), ο David Justice (Stephen Bishop) και ο Chad Bradford (Casey Bond), δεν βλέπουμε ποτέ πόσο συνέβαλαν στην επιτυχία της ομάδας αφού το σενάριο απλά δεν ασχολείται με αυτούς.
Ο Sorkin έχει γράψει και το The Social Network που αποτελούσε μια λαμπρή αληθινή ιστορία για την απληστία και την αφοσίωση. Το Moneyball, δυστυχώς, δεν διαθέτει μια αντίστοιχα τόσο δυνατή θεματική ραχοκοκαλιά, ενώ αυτή η περιοδικά έξυπνη ιστορία για ανθρώπους που τολμούν να σκεφτούν διαφορετικά, που διαθέτει, δεν εκτελείται σωστά. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του (Capote), ο Bennett Miller σκηνοθετεί με μια σίγουρη, άμεση προσέγγιση, γεμάτος αυτοπεποίθηση και συνέπεια. Το ύφος του είναι φιλόδοξο κι εστιασμένο, προχωρώντας την ιστορία με καλό ρυθμό. Παραδόξως, όμως, το Moneyball δεν είναι ποτέ τόσο συναρπαστικό, όσο θα μπορούσε να είναι αφού είναι όλα εδώ. Όλα εκείνα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε τέτοιες ταινίες: η ομάδα που χάνει αλλά μετά αρχίζει να κερδίζει. Οι επικριτές που αποδεικνύονται λανθασμένοι. Το τελικό μεγάλο παιχνίδι και ούτω καθεξής. Συνολικά, διαθέτει προτερήματα, αλλά επειδή θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, βγήκα από την αίθουσα απογοητευμένος.
Βαθμολογία: