Έχοντας ζήσει παραπάνω και καπνίσει παραπάνω από οποιονδήποτε άλλον σύγχρονο του που γνώριζε στην απόμερη ερημική πόλη που διαμένει, ο άφοβος, ανεξάρτητος και άθεος 90χρονος Λάκι βρίσκεται στα πρόθυρα του γκρεμού. Έτσι, ξεχύνεται σε ένα ταξίδι αναζήτησης του εαυτού του, που θα οδηγήσει σε κάτι που είναι συχνά ανέφικτο: τη διαφώτιση.

Σκηνοθεσία:

John Carroll Lynch

Κύριοι Ρόλοι:

Harry Dean Stanton … Lucky

David Lynch … Howard

Ron Livingston … Bobby Lawrence

Ed Begley Jr. … Δρ Christian Kneedler

Tom Skerritt … Fred

Barry Shabaka Henley … Joe

James Darren … Paulie

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Logan Sparks, Drago Sumonja

Παραγωγή: Ira Steven Behr, Danielle Renfrew Behrens, Greg Gilreath, Adam Hendricks, Richard Kahan, John H. Lang, Logan Sparks, Drago Sumonja

Μουσική: Elvis Kuehn

Φωτογραφία: Tim Suhrstedt

Μοντάζ: Robert Gajic

Σκηνικά: Almitra Corey

Κοστούμια: Lisa Norcia

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Lucky
  • Ελληνικός Τίτλος: Lucky
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Λάκι [τηλεόραση]

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο οικουμενικής επιτροπής στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Παραλειπόμενα

  • Έσχατη κινηματογραφική εμφάνιση για τον Harry Dean Stanton, που έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2017. Για εννιά μέρες δεν πρόλαβε να δει την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας. Σύμφωνα με τον σεναριογράφο Logan Sparks, ο γηραιός ηθοποιός γνώριζε ότι γύριζε την τελευταία του ταινία.
  • Πρώτη σκηνοθετική δουλειά για τον βετεράνο ηθοποιό John Carroll Lynch.
  • Γυρίστηκε μέσα σε 18 ημέρες.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 23/11/2017

Ο Λάκι είναι ένας ενενηντάχρονος Αμερικανός που κατοικεί στο Νότο και περνάει τον καιρό του καπνίζοντας και βλέποντας τηλεόραση. Έχει μια σταθερή καθημερινότητα που περιλαμβάνει πρωινή γυμναστική, καφέ στο ίδιο πάντα μέρος, σταυρόλεξα και ένα μπλάντι μέρι κάθε βράδυ. Είναι μία από τις φιγούρες της μικρής του πόλης, καθώς όλοι γνωρίζουν την ύπαρξή του και τις παραξενιές του. Σε όλα αυτά τα χρόνια που έχει περάσει στο μέρος, όλο και κάποια κουβέντα θα έχουν ανοίξει μαζί του, έξω από ένα μπαρ ή περπατώντας προς τις δουλειές τους.

Ο Τζον Κάρολ Λιντς δεν προσεγγίζει τον χαρακτήρα με τον συνηθισμένο τρόπο των ταινιών με υπέργηρους ήρωες. Ο Λάκι δεν βιώνει δεύτερη νιότη και δεν πάσχει από κάποια νόσο που τον οδηγεί προς το τέλος του δρόμου. Δεν είναι ο γραφικός παππούς που ξεμωράθηκε αλλά είναι συμπαθής στους νεώτερους, ούτε εκπρόσωπος μιας παρελθούσης γενιάς που αποχαιρετά τα εγκόσμια. Είναι ένας υγιής ψυχικά και σωματικά άνθρωπος που προσπαθεί να αποδεχθεί την ιδέα του θανάτου.

Όντας άθεος και πραγματιστής σε όλη του τη ζωή, ο Λάκι δε μπορεί να βρει καταφύγιο σε μεταφυσικές ή θρησκευτικές σκέψεις. Η τύχη όμως, στην οποία απέδιδε την εξαιρετική του φυσική κατάσταση, αποδεικνύεται πολύ ρηχή για χωρέσει τους προβληματισμούς του. Τη στιγμή που η σαρωτική σκέψη της θνητότητας τού χτυπάει την πόρτα, έστω και μετά από εννέα δεκαετίες ζωής, διαταράσσονται όλες του οι ισορροπίες. Αυτή η τόσο καλά δομημένη καθημερινότητα αρχίζει να καταρρέει μόνο και μόνο επειδή δε μπορεί να είναι αιώνια.

Ο έμπειρος ως ηθοποιός Τζον Κάρολ Λιντς, με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, συλλαμβάνει μια πάρα πολύ απλή όσο και σπουδαία ανθρώπινη αλήθεια: ποτέ δεν είναι αργά και ταυτόχρονα, είναι πάντα βασανιστικά νωρίς να συμβιβαστεί κανείς με την ιδέα του θανάτου. Δεν στερεί από τον χαρακτήρα του το δικαίωμα να σαστίζει αντικρίζοντας το τέλος απλώς και μόνο επειδή έχει ζήσει περισσότερα χρόνια από τους περισσότερους. Ο θάνατος είναι η μοναδική αληθινή μοίρα του ανθρώπου, ακόμα και αν αυτός το αρνείται. Ο Λάκι καπνίζει καθημερινά ένα πακέτο τσιγάρα, σκεπτόμενος ότι αν ήταν να τον «σκοτώσει», θα το είχε ήδη κάνει. Και έχει δίκιο, απέφυγε άνετα αυτόν τον κίνδυνο, ο οργανισμός του αποδείχθηκε δυνατότερος. Το πεπερασμένο της ύπαρξης όμως είναι κάτι που κανένας οργανισμός δεν μπορεί να υπερβεί.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον Χάρι Ντιν Στάντον, ο οποίος δε λείπει από καμία σκηνή, και αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια –ακόμα– δύσκολη αποστολή⋅ να μην επιτρέψει στην ελλοχεύουσα γραφικότητα να αλλοιώσει την ουσία του χαρακτήρα. Ο βετεράνος ηθοποιός λοιπόν το καταφέρνει με ζηλευτή φυσικότητα, κλείνει την πόρτα στο γκροτέσκο και πλάθει έναν χαρακτήρα που συγκινεί με άνεση, απαλλαγμένο από κάθε επιτήδευση. Σ’ έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του και με έναν σκηνοθέτη που του δίνει όλο το χώρο να διαμορφώσει το χαρακτήρα του όπως επιθυμεί, ο Στάντον θριαμβεύει και κουβαλά όλο το εγχείρημα με απόλυτη επιτυχία.

Το «Lucky» αποτελεί πόνημα ενός συμπαθέστατου καρατερίστα ο οποίος σκηνοθετεί τον μεγαλύτερο καρατερίστα στη σύγχρονη αμερικανική φιλμογραφία και του αποτίνει έναν φόρο τιμής. Μία ταινία που δεν ομοιάζει σε κανένα σημείο με ψυχρή απονομή βραβείου συνολικής προσφοράς, αλλά τιμά και σέβεται ειλικρινά τον πρωταγωνιστή της. Τα πάντα θυμίζουν τους προηγούμενους εμβληματικούς ρόλους του, από τα τοπία μέχρι το συμπληρωματικό καστ της ταινίας, με πρώτο και καλύτερο τον Ντέιβιντ Λιντς. Το ομορφότερο στοιχείο της ταινίας είναι η απουσία του ελεγειακού τόνου και συνακόλουθα η πλήρης απουσία οποιουδήποτε μελό στοιχείου. Ο Τζον Κάρολ Λιντς δεν θέλησε να φτιάξει ένα ρέκβιεμ, αλλά μια ταινία ειλικρινούς πνευματικής αναζήτησης με υπαρξιακές προεκτάσεις. Αν μη τι άλλο όμως, η πραγματικότητα έμελλε να προσδώσει στην ταινία έναν αποχαιρετιστήριο προς τον Χάρι Ντιν Στάντον χαρακτήρα, ο οποίος απεβίωσε λίγο πριν αυτή κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτό το ύστατο «χαίρε» του αρμόζει εκπληκτικά πολύ. Καμιά φορά η ζωή και η τέχνη αλληλοφωτίζονται με πολύ παράξενους τρόπους.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 17/11/2018

Ανέλπιστα καλό πρωτόλειο στη σκηνοθεσία για τον βετεράνο ηθοποιό Τζον Κάρολ Λιντς, και μια εκπληκτική ερμηνεία από τον Χάρι Ντιν Στάντον, η οποία αποδείχθηκε το κύκνειο άσμα του. Η ταινία δεν κρύβει ότι γυρίστηκε μονάχα μέσα σε 18 ημέρες, αλλά αυτές φαντάζουν σαν μια ολόκληρη ζωή συνοψισμένη. Ούτε απόλυτα στο γνωστό κλίμα μιας ανεξάρτητης του Σάντανς, ούτε καν μιας αμερικανικής, η ταινία δανείζεται κάτι από παλιό Βέντερς κι όλα τα υπόλοιπα από τη φυσικότητα των κινήσεων. Τόσο των κινήσεων των ηθοποιών, όσο και της ίδιας της κάμερας που με αργούς ρυθμούς προσηλώνεται στο φιλοσοφικά ορθολογικό προκείμενο, αδιαφορώντας αν ο μέσος θεατής μπορεί να την ακολουθήσει. Κι όμως όλα αυτά συνοδεύονται από ζεστό χιούμορ και συνοψίζουν την Αμερική, όπως αυτή λογικά μοιάζει στο κατώφλι μιας ζωής. Μικρό μεν, αλλά εντέλει μεγάλο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *