Ο Έρικ είναι ταχυδρόμος και δεν είναι καλά. Η χαοτική οικογένειά του, οι εκτός ελέγχου πρόγονοί του και η μπετονιέρα στον κήπο του σπιτιού δεν βοηθάνε, αλλά αυτό που τον εξωθεί στα όριά του είναι το ίδιο του το μυστικό. Πώς θα αντικρίσει τη Λίλι, τη γυναίκα που αγαπούσε τριάντα χρόνια πριν; Παρά τις τιτάνιες προσπάθειες της ποδοσφαιρόφιλης παρέας του, ο Έρικ αισθάνεται όλο και πιο χαμένος. Σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση, μόνο ένα τσιγαριλίκι κι ένας ιδιαίτερος φίλος από τα ξένα θα τον βοηθήσουν να ταξιδέψει στην πιο επικίνδυνη περιοχή απ’ όλες: το παρελθόν.

Σκηνοθεσία:

Ken Loach

Κύριοι Ρόλοι:

Steve Evets … Eric Bishop

Eric Cantona … Eric Cantona

Stephanie Bishop … Lily

Gerard Kearns … Ryan

Stefan Gumbs … Jess

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paul Laverty

Παραγωγή: Rebecca O’Brien

Μουσική: George Fenton

Φωτογραφία: Barry Ackroyd

Μοντάζ: Jonathan Morris

Σκηνικά: Fergus Clegg

Κοστούμια: Sarah Ryan

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Looking for Eric
  • Ελληνικός Τίτλος: Αναζητώντας τον Έρικ

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο οικουμενικής επιτροπής.
  • Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Steve Evets) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Γυρίστηκε στο Μάντσεστερ, εκεί όπου ο Eric Cantona κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια (με τη Γιουνάιτεντ).
  • Η Route Publishing ανέλαβε την έκδοση του σεναρίου σε βιβλίο, στο οποίο υπάρχει και εξτρά υλικό.

Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης

Έκδοση Κειμένου: 29/10/2009

Τα προσωπικά αδιέξοδα ενός συνηθισμένου μεσήλικα επιχειρεί να αποτυπώσει στην κινηματογραφική οθόνη ο ρεαλιστής Ken Loach, για να αποδείξει και πάλι την ανεξάντλητη αγάπη που τρέφει για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ενός άντρα που προσπαθεί να βάλει τάξη τη χαοτική ζωή του, να αντιμετωπίσει την προσωπική του κρίση και να ξανακερδίσει την αγάπη των ανθρώπων που τον περιβάλουν. Ο φιλήσυχος, ποδοσφαιρόφιλος ταχυδρόμος από το Μάντσεστερ, μοιάζει να έρχεται αντιμέτωπος με τη φωνή της συνειδήσεώς του, προσωποποιημένη από ένα μεγάλο αθλητικό ίνδαλμα. Ο Eric Cantona, προσωπικό είδωλο του βασανισμένου ηρώα, μετατρέπεται τελικά στο alter ego αυτού και λειτουργεί ως την αυτολογοκριμένη, καταπιεσμένη φωνή ενός άντρα που προσπαθεί να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος για να βρει τις δυνάμεις να αλλάξει τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω του. Δια της φιλοσοφικής οδού, ως άλλος από μηχανής θεός, ψυχαναλυτής και «πνευματικός», ο Cantona θα επαναφέρει τον συνονόματό του Eric (καθόλου τυχαία άλλωστε η ομοιότητα του ονόματος) στο σωστό δρόμο, διδάσκοντάς του τον τρόπο να αντιμετωπίζει τη ζωή σαν να είναι αθλητικό τερέν, να λειτουργεί αλληλέγγυα, να αμύνεται, να επιτίθεται και τελικά να σκοράρει.

Ο Ken Loach με αρκετή δόση τεστοστερόνης, θέτει και πάλι τον άνθρωπο της λαϊκής τάξης στο επίκεντρο, δίνοντας αυτή τη φορά περισσότερο βαρύτητα στην στενή έννοια της λέξης «ανθρώπινο ον», υποτάσσει τον πολιτικό λόγο για χάρη μιας δραματουργικής αγιοποίησης του κεντρικού προσώπου και μεταπηδάει ομαλά από την υπαρξιακή κωμωδία στο δράμα, από το ρεαλισμό στη φαντασία, από την ποδοσφαιρική ορολογία στην ελαφρά φιλοσοφία. Όλα αυτά τελικά θα οδηγήσουν ομαλά στην αποτύπωση μίας διαφορετικής κινηματογραφικής ερμηνείας του κοινωνικού δράματος και θα μετατρέψουν το Looking for Eric σε μία συμπαθέστατη, αντρική feel good ταινία.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 30/7/2018

Το να υπηρετεί κανείς ένα ξεκάθαρα στρατευμένο, κοινωνικά συνειδητοποιημένο και πολιτικοποιημένο σινεμά επί έξι συναπτές δεκαετίες (τις τρεις τελευταίες πυκνότερα) όπως κάνει σταθερά ο Ken Loach αποτελεί σίγουρα μια πρόκληση, ειδικά από τη στιγμή που στη διάρκεια αυτού του τεράστιου για τα ανθρώπινα δεδομένα χρονικού διαστήματος παρουσιάζονται κοσμογονικές μεταβολές ως προς τη μέση λαϊκή αντίληψη για τη συμμετοχή στα κοινά. Αυτή η σταθερότητα του συγκεκριμένου άγγλου δημιουργού είναι το είδος της «ξεροκεφαλιάς» που είναι ιδιαιτέρως αναγκαία στο πεδίο της κινηματογραφικής τέχνης, πολύ περισσότερο σήμερα που το ευρύ κοινό έχει παιδαγωγηθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο από το εμπορικό σινεμά, απαξιώνοντας την ύπαρξη νοήματος σε αυτό που παρακολουθεί ως κάτι ελιτίστικο και απόμακρο.

Ακόμη και σε μια ελάσσονα στιγμή του, όπως αποτελεί τέτοια το “Looking for Eric”, που δεν έχει τη δραματουργική δυναμική των πραγματικά σπουδαίων ταινιών του, ο Loach επιτελεί έργο απείρως σημαντικότερο και ουσιαστικότερο από τη συντριπτική πλειοψηφία των χολιγουντιανών συναδέλφων του που αναλώνονται σε μια ανώδυνη αποδραστικότητα, επειδή ο ίδιος κρατά τη σπίθα μιας διαφορετικής μορφής του μέσου ζωντανή. Εδώ, παρόλο που το κλίμα είναι ανάλαφρο, δε λείπει ο συνηθισμένος προβληματισμός του σκηνοθέτη, ούτε το ταξικό πρόσημο γύρω από τη ματιά του. Ενώ μέσα από το φορμάτ μιας κομεντί η ουσία αυτού που εκπροσωπεί το σινεμά του πολύπειρου κινηματογραφιστή εκλαϊκεύεται, δεν στρογγυλεύεται: είναι πιο προσβάσιμη μεν, αλλά χωρίς να χάνει την αιχμηρότητά της.

Τα δύο βασικά προβλήματα που εγκλωβίζουν το “Looking for Eric” στο χαρακτηρισμό μιας απλώς αξιοπρεπούς προσθήκης στη φιλμογραφία των Loach και Laverty βρίσκονται στην ανομοιογένεια του ύφους και στην κορύφωση, η οποία είναι αταίριαστα φαντεζίστικη ειδικά για τις βάσεις που έχουν θέσει σε άλλες συνεργασίες τους τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο σεναριογράφος. Όσον αφορά το πρώτο, παρόλο που και το χιούμορ είναι αποτελεσματικό και καλόκαρδο και η κριτική στα κακώς κείμενα της βρετανικής κοινωνίας που εντάσσεται στο «σοβαρό» κομμάτι του φιλμ, αυτά τα δύο στοιχεία δε συνδυάζονται ποτέ με έναν τρόπο που να φαίνεται ομαλή η μετάβαση από το ένα στο άλλο, και η επίπτωση είναι πως συχνά κανείς έχει την εντύπωση πως παρακολουθεί δυο διαφορετικές ταινίες. Σχετικά με το δεύτερο, ο τρόπος με τον οποίο επιλύεται η κεντρική σύγκρουση της πλοκής υπονομεύει σοβαρά την κατά τα άλλα εντελώς προσγειωμένη και ρεαλιστική προσέγγιση που ακολουθείται κατά τη διάρκεια του φιλμ, μόνο και μόνο για να υπάρξει μια ανώδυνα αισιόδοξη κατακλείδα δίχως την παράθεση μιας ουσιαστικής και πραγματιστικής πρότασης αντίδρασης όπως γίνεται για παράδειγμα στο ύστερο χρονικά κι εξαιρετικό από όλες τις απόψεις “I, Daniel Blake”.

Ακόμη και με αυτές τις αδυναμίες που πληγώνουν την καλλιτεχνική αξία του φιλμ, το τελικό αποτέλεσμα παρακολουθείται με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ λειτουργεί και ως μια καλή εισαγωγή στους μη μυημένους στο έργο του σκηνοθέτη του. Αν και σε επίπεδο χιούμορ και διεισδυτικής περιγραφής της εγχώριας εργατικής του τάξης ο Loach έφτασε σε υψηλότερο επίπεδο με το ανώτερο “The Angels’ Share” τρία χρόνια μετά, η ύπαρξη του “Looking for Eric” στον όγκο της δουλειάς του δεν είναι αμελητέα, καθώς εξυπηρετεί και αυτή τη συνέπεια που έχει επιδείξει στη διάρκεια της καριέρας του έχοντας μια ευαισθησία απέναντι στις κοινωνικές ομάδες που απεικονίζει, μη φοβούμενος να μιλήσει έξω από τα δόντια και με συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο, μη μένοντας σε μια απολιτική αοριστία εκ του ασφαλούς μιας γενικόλογης καταγγελίας στην οποία αρέσκονται άλλες κινηματογραφικές σχολές. Κι ενώ ο απολογισμός εδώ φέρνει το συγκεκριμένο πόνημα στην ετυμηγορία του ημιεπιτυχούς, υπάρχουν στοιχεία που μένουν ως μια ευχάριστη γεύση μετά το πέρας της θέασης, με ίσως περισσότερο εξέχον τη φοβερή χημεία μεταξύ Steve Evets κι Eric Cantona στις μετρημένες σκηνές που εμφανίζονται μαζί που θα ζήλευαν και οι πιο διασκεδαστικές αμερικάνικες buddy movies.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *