1892, Νέο Μεξικό. Ο θρυλικός λοχαγός Τζόζεφ Τζ. Μπλόκερ αναλαμβάνει μια τελευταία αποστολή πριν αποσυρθεί από τη δράση: να συνοδεύσει το Κίτρινο Γεράκι, έναν ετοιμοθάνατο πολέμαρχο των Τσερόκι, και την οικογένεια του πίσω στους ιερούς τόπους της φυλής του. Μετά από είκοσι χρόνια βίαιης μάχης, η ειρηνική αυτή χειρονομία είναι τόσο αδιανόητη, όσο και βασανιστική. Μαζί παλεύουν ενάντια στο σκληρό τοπίο και τη βαναυσότητα αντρών, ενώ θα προσπαθήσουν να διασώσουν μια νεαρή χήρα που είδε την οικογένεια της να σφαγιάζεται. Δύο μεγάλοι πολεμιστές, κάποτε αντίπαλοι στο πεδίο της μάχης, που τώρα πρέπει να μάθουν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον και να βρουν ειρήνη μέσα σε μια γη που δεν συγχωράει τίποτα και κανέναν.

Σκηνοθεσία:

Scott Cooper

Κύριοι Ρόλοι:

Christian Bale … λοχαγός Joseph J. Blocker

Rosamund Pike … Rosalee Quaid

Wes Studi … αρχηγός Yellow Hawk

Jesse Plemons … υπολοχαγός Rudy Kidder

Adam Beach … Black Hawk

Rory Cochrane … ανθυπασπιστής Thomas Metz

Peter Mullan … αντισυνταγματάρχης Ross McCowan

Scott Wilson … Cyrus Lounde

Paul Anderson … δεκανέας Tommy Thomas

Timothee Chalamet … Philippe DeJardin

Ben Foster … λοχίας Philip Wills

Jonathan Majors … δεκανέας Henry Woodson

Q’orianka Kilcher … Elk Woman

Stephen Lang … συνταγματάρχης Abraham Biggs

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Scott Cooper

Παραγωγή: Scott Cooper, Ken Kao, John Lesher

Μουσική: Max Richter

Φωτογραφία: Masanobu Takayanagi

Μοντάζ: Tom Cross

Σκηνικά: Donald Graham Burt

Κοστούμια: Jenny Eagan

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Hostiles
  • Ελληνικός Τίτλος: Ταξιδεύοντας με τον Εχθρό μου

Σεναριακή Πηγή

  • Χειρόγραφο: Hostiles του Donald E. Stewart.

Παραλειπόμενα

  • Η χήρα του Donald E. Stewart, που έφυγε από τη ζωή το 1999, βρήκε το χειρόγραφο που μετατράπηκε εδώ σε σενάριο, κατά τη μετακόμιση της από το παλιό τους σπίτι. Η ίδια επέλεξε τον Scott Cooper ως τον κατάλληλο να το μεταφέρει στην οθόνη.
  • Τα γυρίσματα έγιναν με χρονολογική σειρά.
  • Η Q’orianka Kilcher είπε ότι υπέφερε από θερμοπληξία κατά τα γυρίσματα.
  • Η ταινία μπήκε σε στάδιο παραγωγής δίχως να έχει βρει διανομέα. Ένα μεγάλο οικονομικό ρίσκο που δεν απέδωσε, μια και η ταινία κόστισε 39 εκατομμύρια δολάρια, κι έβγαλε 35,5.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Ryan Bingham συνέθεσε κι ερμήνευσε το How Shall A Sparrow Fly για την ταινία.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 20/2/2018

Ο Scott Cooper, αν και απέχει ακόμη από το να παραδώσει την πραγματικά μεγάλη ταινία, έχει καταφέρει να «χτίσει» ένα προσωπικό ύφος με ένα μόλις μονοψήφιο αριθμό σκηνοθετικών δουλειών. Πέραν της προσέγγισης που είναι πάντοτε προσγειωμένη, χωρίς λούσα (κάτι που όμως ενίοτε απορροφά και τη ζωτικότητα της θεματολογίας, όπως έγινε στο συμπαθές αλλά «λίγο» “Black Mass”), δεν κρύβεται η έλξη του αμερικανού κινηματογραφιστή για τους οριακούς πρωταγωνιστές, είτε πρόκειται για έναν αλκοολικό, αυτοκαταστροφικό τραγουδιστή, είτε για έναν γκάνγκστερ, είτε για έναν εργάτη αποφασισμένο να φτάσει στα άκρα, όλοι τους ρόλοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μεγαλύτεροι από τη ζωή», όμως μέσα από τη ματιά του φαίνονται καθημερινοί, προσιτοί, σχεδόν συνηθισμένοι. Στην ουσία, όλα του τα φιλμ, το “Hostiles” συμπεριλαμβανομένου, αποτελούν σπουδές επάνω στις πολλές πτυχές της ανδρικής ταυτότητας και της προσπάθειας του ατόμου να ανταποκριθεί σε αυτήν ή να την επαναπροσδιορίσει, πάντοτε υπό εξωτερική πίεση. Για αυτό, με δεδομένο και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η δράση, δε θα ήταν άστοχο να μιλήσει κάποιος και για επιρροές από Peckinpah: υπάρχει εδώ μια παρομοίως βραδύκαυστη αφήγηση μαζί με το στοχασμό πάνω σε όσα συνθέτουν την προσωπικότητα ενός ενήλικου άντρα.

Πέραν τούτου, το γουέστερν αυτό είναι και μια σκοτεινή μελέτη επάνω στη βία και την ανακύκλωσή της από γενιά σε γενιά μέσω της καλλιέργειας της νοοτροπίας της εκδίκησης. Μετά από μια πραγματικά καθηλωτική εναρκτήρια σκηνή που δε χαρίζεται στο θεατή, που φέρνει ελαφρώς στο νου και το “The Outlaw Josey Wales”, ο Cooper επιλέγει μια πιο μεστή, μεθοδικά αργή αφήγηση που λειτουργεί ικανοποιητικά για να αναπτύξει τον αντιρατσιστικό προβληματισμό του καθώς και τους ήρωες. Παρόλο που η εικονογραφία, που λαμβάνει μεγάλη βοήθεια από την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του Masanobu Takayanagi, έχει δάνεια από τους μεγάλους δασκάλους του γουέστερν του παρελθόντος John Ford και Anthony Mann (αναμεμειγμένη βέβαια με την έφεση που έχει ο σκηνοθέτης σε χαρακτηριστικά κοντινά και μεσαία πλάνα που αναδεικνύουν τους ηθοποιούς), η ετεροαναφορικότητα του σεναρίου «ακουμπάει» πάρα πολύ και στις κλασικές δουλειές του Clint Eastwood (πέραν της σεκάνς που ανοίγει το φιλμ, υπάρχει κι ένα διάλογος-κλειδί μεταξύ Rory Cochrane και Jesse Plemons που είναι ξεκάθαρα φόρος τιμής στο αριστουργηματικό “Unforgiven”). Εκεί που ίσως χάνεται η ευκαιρία για μια σύγχρονη ταινία-σταθμό του είδους είναι στις λεπτομέρειες, και πιο συγκεκριμένα οι σχέσεις που χτίζονται μεταξύ των ετερόκλιτων ηρώων. Το σενάριο εκεί επισπεύδει πολλά, έχει αρκετές ανακολουθίες ως προς τις συμπεριφορές τους προκειμένου να οδηγηθούν οι εξελίξεις στην κατάληξη που έχει προδικαστεί ως δημιουργική επιλογή, η οποία καλώς καμωμένη είναι και αρκούντως ουμανιστική, αλλά σαν να παραμερίζει λίγο βολικά τις άβολες ερωτήσεις που αφορούν τον ηθικά αμφιλεγόμενο επί της ουσίας αντιήρωα του Christian Bale και γενικότερα την αδυσώπητη βία που ασκείται και αναπαράγεται τόσο από τους αυτόχθονες όσο και από τους εποίκους της αμερικανικής ηπείρου. Οι ισορροπίες που πρέπει να τηρούνται και χωρίζουν ένα απλά καλό φιλμ από ένα πραγματικά μεγαλειώδες είναι λεπτές και φανερώνονται κι εδώ. Ενώ σε γενικές γραμμές μέχρι ενός σημείου φαίνεται να υπάρχει μια διακριτικότητα στο πως αποπειράται να περαστεί το κεντρικό μήνυμα του σκηνοθέτη και σεναριογράφου, ξαφνικά εμφανίζονται δυο με τρεις σκηνές σχηματικές και κραυγαλέες που χαλάνε την εικόνα που επικρατούσε πιο πριν.

Παρά αυτά τα μειονεκτήματα, το σύνολο είναι λειτουργικό. Βοηθάει και το δίδυμο Christian Bale με Rosamund Pike, δίνοντας δυο διαμετρικά αντίθετες, για αυτό τόσο αλληλοσυμπληρωματικές, ερμηνείες, ο μεν έχοντας μια ιδιαίτερη προσέγγιση απέναντι στο ρόλο του θυμίζοντας ένα άγριο ζώο που είναι διαρκώς ένα στάδιο πριν ορμήσει να επιτεθεί στο εχθρό του, η δε εναλλάσσοντας με δεξιοτεχνία το βουβό πένθος με το τυφλό ξέσπασμα. Στιβαρό και καλογυρισμένο, το “Hostiles” αναμετράται στα ίσα με το “Out of the Furnace” για το ποιο αποτελεί την καλύτερη στιγμή του δημιουργού του και είναι ένα ευπρόσδεκτο νεοαφιχθέν μέλος στο μεγάλο κλαμπ του γουέστερν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *