Απρίλιος, 1945. Καθώς οι σύμμαχοι κάνουν την τελική τους κίνηση στην Ευρώπη, ο ζυμωμένος στη μάχη αμερικανός λοχίας Γουόρνταντι διοικεί ένα τανκ M4 Σέρμαν και τους πέντε του άντρες σε μια επικίνδυνη αποστολή πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Λιγότεροι σε αριθμό και πυρομαχικά, οι έξι αυτοί άντρες πρέπει να ξεγελάσουν τις αντίθετες πιθανότητες και να χτυπήσουν στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας.
Σκηνοθεσία:
David Ayer
Κύριοι Ρόλοι:
Brad Pitt … αρχιλοχίας Don ‘Wardaddy’ Collier
Shia LaBeouf … Boyd ‘Bible’ Swan
Logan Lerman … Norman ‘Machine’ Ellison
Michael Pena … δεκανέας Trini ‘Gordo’ Garcia
Jon Bernthal … Grady ‘Coon-Ass’ Travis
Jason Isaacs … λοχαγός Amos ‘Old Man’ Waggoner
Scott Eastwood … λοχίας Russell Miles
Xavier Samuel … ανθυπολοχαγός Jack Parker
Brad William Henke … αρχιλοχίας Roy Davis
Jim Parrack … αρχιλοχίας Simon Binkowski
Anamaria Marinca … Irma
Alicia von Rittberg … Emma
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: David Ayer
Παραγωγή: David Ayer, Bill Block, John Lesher, Ethan Smith
Μουσική: Steven Price
Φωτογραφία: Roman Vasyanov
Μοντάζ: Jay Cassidy, Dody Dorn
Σκηνικά: Andrew Menzies
Κοστούμια: Maja Meschede, Anna B. Sheppard, Owen Thornton
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Fury
- Ελληνικός Τίτλος: Fury
Παραλειπόμενα
- Ο Ayer επηρεάστηκε από εμπειρίες βετεράνων εντός της οικογένειας του, αλλά και από βιβλία όπως το Death Traps του Belton Y. Cooper, που μιλούν για τις βαριές απώλειες που υπέστησαν τα πληρώματα αρμάτων στην Ευρώπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο.
- Ο σκηνοθέτης υποχρέωσε τους ηθοποιούς του να περάσουν τέσσερις μήνες εκπαίδευσης, από τους οποίους τη μία βδομάδα βρέθηκαν σε στρατόπεδο πεζοναυτών.
- Αναφέρθηκε ότι κατά τα γυρίσματα ο Shia LaBeouf έχασε ένα δόντι, αλλά και δεν έκανε μπάνιο καθόλου.
- Ένας κασκαντέρ μαχαιρώθηκε από λάθος με ξιφολόγχη, με την αστυνομία να καταγράφει το γεγονός ως απλό ατύχημα.
- Όταν φωτογράφοι αποθανάτισαν γυρίσματα κατά την Ημέρα Μνήμης όπου κομπάρσοι ήταν ντυμένοι ως ναζί, θεωρήθηκε ύβρις κατά των θυμάτων του πολέμου. Τόσο η Sony όσο και ο σκηνοθέτης απολογήθηκαν δημόσια για το γεγονός.
- Η σειρά βίντεο-γκέιμ World of Tanks ενσωμάτωσε το κεντρικό τανκ της ταινίας στο παιχνίδι.
- Η ταινία ήταν ανάμεσα στη λίστα αυτών που χακαρίστηκαν από τη Sony Pictures. Μέσα σε τρεις ημέρες παράνομης κυκλοφορίας στο ίντερνετ, αναφέρθηκε ότι κατεβάστηκε 1,2 εκατομμύρια φορές.
- Με μπάτζετ 80 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έβγαλε 211,8.
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 19/11/2014
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος David Ayer, υπεύθυνος για την «Περιπολία» του 2012, επιστρέφει στα κινηματογραφικά δρώμενα με μια ισχυρή και υπαρξιακή πολεμική ταινία τοποθετημένη κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Πρωταγωνιστής ο Brad Pitt ως ο αμερικανός επιλοχίας Don `Wardaddy` Collier που, στη δύση του πολέμου, οδηγεί το πλήρωμα του τανκ του, τον αφοσιωμένο Boyd (Shia LaBeouf), τον Trini (Michael Pena), τον Grady (Jon Bernthal) και τον πρωτάρη Norman (Logan Lerman), σε μια ολοένα και πιο επικίνδυνη αποστολή.
Με την πλοκή να ακούγεται συνηθισμένη, αυτό που κάνει το «Fury» να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων ταινιών πολέμου, είναι η αφοσίωση του στον γκροτέσκο απόηχο των εχθροπραξιών. Το κορυφαία φροντισμένο πολεμικό δράμα του Ayer, ειδικά στο πρώτο μισό, μας αποκαλύπτει με ποικίλους τρόπους την αποτρόπαια εκκαθάριση του πεδίου της μάχης. Πτώματα και διαμελισμένα μέλη θάβονται και καίγονται, τα σωθικά ενός στρατιώτη καθαρίζονται από το τανκ και σε μια τρομακτική, αξέχαστη σκηνή, ένας ισοπεδωμένος άνθρωπος κείτεται σε έναν λασπωμένο δρόμο. Αυτές οι σοκαριστικές λεπτομέρειες, που σπανίως τις βλέπουμε σε σοβαρές χολιγουντιανές ταινίες, καθιερώνουν το «Fury» ως ένα γενναίο κι έντονα γειωμένο έργο και προσωποποιούν το ίδιο του το θέμα: αυτό δεν είναι πόλεμος, είναι οργανωμένη δολοφονία.
Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά του έργου. Αν και η σύνθεση του είναι μεγάλης κλίμακας, ο Ayer, σαν να γυρίζει θρίλερ, κρατά τα πράγματα κλειστοφοβικά αναγκάζοντας μας να αντιλαμβανόμαστε το τι γίνεται σαν να ήμασταν κυριολεκτικά μέσα στο τανκ. Γνωρίζουμε μόνο όσα γνωρίζουν οι πρωταγωνιστές και η επίδραση αυτού είναι τρομακτική και ισχυρή. Το «Fury» είναι, αναμενόμενα, και μια συναρπαστική ταινία δράσης με φοβερές σκηνές πολέμου, εκρήξεις και πυροβολισμούς, που στον πυρήνα του κρύβει ένα μη συναισθηματικό και μη πατριωτικό (είναι σχεδόν άνευ ιδεολογίας, εκτός από το ότι οι πρωταγωνιστές μας είναι Αμερικανοί που θέλουν να σκοτώσουν τους ναζί ή να σκοτωθούν) πορτρέτο του ανδρικού δεσίματος κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπάρχει και μια περίεργη σκηνή στην οποία η δράση σταματά και αυτό που παρακολουθούμε μετατρέπεται σε δράμα, υπογραμμίζοντας τη φευγαλέα φύση των σχέσεων στις τραγικές συνθήκες του πολέμου.
Η ταινία, φυσικά, δεν είναι χωρίς τις ατέλειες της. Η μεγαλύτερη κριτική που μπορείς να της κάνεις επικεντρώνεται αναμφισβήτητα στο αφηγηματικό κομμάτι. Σαφέστατα και δεν υπάρχει συνοχή στην εξέλιξη της, υπάρχουν αδιαμφισβήτητα κάποια κλισέ στη διάρκεια της, ενώ το τέλος της, εγκαταλείποντας την έννοια του ρεαλισμού και αναλωμένο σε υπερβολικούς ηρωισμούς, φαντάζει περιττό. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της συναισθηματικά είναι τεράστιος. Ο Ayer δεν θέλει να προσφέρει εύκολες απαντήσεις ή μια βολική ιστορία. Θέλει απλά να βιώσουμε τις θυσίες που κάνουν τα γενναία παλικάρια του και να κατανοήσουμε το σωματικό και ψυχικό τίμημα που τους προκάλεσε ο πόλεμος. Αυτή η αναζωογονητικά μοναδική και χωρίς συμβιβασμούς οπτική, σε συνδυασμό με το άψογο καστ και την παθιασμένη σκηνοθεσία, μετατρέπει το «Fury» σε μια από τις πιο δυνατές ταινίες της χρονιάς.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/8/2015
Ο Ντέιβιντ Άγιερ, γνωστός για τις δυναμικές του επιδόσεις («Sabotage», «End of Watch»), βλέπει το είδος της πολεμικής περιπέτειας ως μια ευκαιρία για να αναδείξει το στυλ του. Πράγματι, όταν έχουμε βία, είναι εξαιρετικά γραφική, αλλά και μακριά από τους παραδοσιακούς πατριωτικούς τόνους. Εκεί βέβαια κάπου χάνει το φιλμ, αφού ενώ είναι στα πλαίσια της λογικής ένας φαντάρος να μη σκέφτεται πολλά πέρα του αίματος κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Άγιερ δεν τολμά να το αντικαταστήσει αυτό όπως θα έκανε, π.χ., ένας Ταραντίνο (με πρόσθεση ζουμερότερων διαλόγων) ή ένας Σαμ Πέκινπα (με πιο καθοριστικά γουέστερν ύφος). Έτσι, το φιλμ είναι σπουδαίο από πλευράς μιας άγριας ψυχαγωγίας, αλλά άτολμο μπροστά στο τι έχει να μας διδάξει σήμερα μια αιματηρή σύρραξη. Καλό και δεμένο το επιτελείο ηθοποιών, ο Μπραντ Πιτ είναι κυριολεκτικά στο πετσί του ρόλου, αλλά θα θέλαμε καλύτερη δουλειά από πλευράς σεναρίου και σκηνοθετικής ροής. Πρώτης τάξης ρεαλιστική και δυναμική θέαση, πάντως, όπως και να έχει. Το ότι μπορούσε να είναι και αρκετά περισσότερα, αυτό είναι που μας κάνει επικριτικούς.
Βαθμολογία: