
Λίγο πριν νυχτώσει, τρεις σκιέρ αποφασίζουν να κάνουν μια τελευταία βόλτα στη νυχτερινή πίστα ενός χιονοδρομικού κέντρου. Στην μέση της διαδρομής, το τελεφερίκ σταματά, το φώτα σβήνουν και το χιονοδρομικό κέντρο κλείνει για μία εβδομάδα. Είναι αποκλεισμένοι, αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να τους συμβεί. Μια χιονοθύελλα βρίσκεται προ των πυλών και οι πληγές από το υπερβολικό ψύχος αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους. Με τους χειρότερους εφιάλτες τους να ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια τους, οι τρεις φίλοι σύντομα θα αρχίσουν να αναρωτιούνται αν το ένστικτο τους είναι αρκετά δυνατό για να τους κρατήσει ζωντανούς.
Σκηνοθεσία:
Adam Green
Κύριοι Ρόλοι:
Emma Bell … Parker O’Neil
Shawn Ashmore … Joe Lynch
Kevin Zegers … Dan Walker
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Adam Green
Παραγωγή: Peter Block, Cory Neal
Μουσική: Andy Garfield
Φωτογραφία: Will Barratt
Μοντάζ: Ed Marx
Σκηνικά: Bryan McBrien
Κοστούμια: Barbara Nelson
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Home Cinema.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Frozen
Ελληνικός Τίτλος: Frozen
Παραλειπόμενα
- Κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας στο Sundance, υπήρχαν λιποθυμίες στην αίθουσα από θεατές που δεν άντεξαν την ένταση του φιλμ.
- Δεν χρησιμοποιήθηκαν πουθενά ψηφιακά εφέ, και όλα γυρίστηκαν με χειρωνακτικό τρόπο.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/9/2010
Άτυπη συνέχεια των ταινιών Open Water και Open Water 2, με τον τρόμο να μετακομίζει από τους άγριους ωκεανούς, στα χιονισμένα όροι και δη, πάνω σε ένα σταματημένο τελεφερίκ. Εκεί εγκλωβίζονται οι ήρωες όταν από ανθρώπινο λάθος, οι υπεύθυνοι ενός χιονοδρομικού κέντρου αγνοούν ότι βρίσκονται τρεις νεαροί πάνω σε αυτό και τους ξεχνούν στο τέλος της βάρδιάς τους, που όλως τυχαίως τυγχάνει να συμπίπτει με το φινάλε του σαββατοκύριακου.
Φτιαγμένη, δίχως συναισθηματική ένταση, προσπαθεί να αποφύγει τα κλισέ του τρόμου που ερμηνεύονται σε πετσοκομμένα κορμιά, τραυματισμένα σώματα και ακραίες απάνθρωπες πράξεις. Η ταινία καταφεύγει στην ψυχική διερεύνηση ατόμων που βρίσκονται υπό το κράτος έντονης ψυχοσωματικής πίεσης, κατανοώντας ότι μπορεί να αφήσουν τα εγκόσμια από λεπτό σε λεπτό. Όμως, ο Adam Green παρότι προσπερνάει τα αναρίθμητα αιματοβαμμένα πλάνα, δυστυχώς δε μπορεί να στηρίξει το δράμα πίσω από το θρίλερ. Με επιδερμική κάλυψη στο κομμάτι της ψυχικής διερεύνησης, που μπορεί να εξαντλείται σε συζητήσεις για γκομενοδουλειές του παρελθόντος, χαζόαναπολήσεις του τύπου «ήταν ο κολλητός μου από το δημοτικό» και σε αναφορές σε καθημερινές συνήθειες, όπως ο σκύλος, η γάτα μου ή το φαγητό που τρώω (!), ο Green δε μπορεί να παράγει τρόμο στο πλάνο, αλλά κυρίως στα πρόσωπα των ηρώων του και εγκλωβίζεται σε συμβατικές και κοινότοπες σεναριακές ή σκηνοθετικές λύσεις, φανερώνοντας μία έντονη αμηχανία να πάει την ιστορία ένα βήμα πιο κάτω. Ενώ προσπαθεί να αποφύγει τη σκληρή οπτική γλώσσα που επιλέγουν άλλοι δημιουργοί, ανακυκλώνει ιδέες μέσα στο βασικό θέμα και καταναλώνεται σε έναν αέναο κύκλο συγκεκριμένων σεναριακών συμπερασμάτων (σε δράση και συναίσθημα), που δίνουν την εικόνα μίας αυτιστικής ταινίας, η οποία δε βρίσκει τρόπο να πρωτοτυπήσει ή να επιβάλει το ρυθμό της στο θεατή και τελικά χάνεται στο κινηματογραφικό αδιέξοδο.
Δημιουργικά, η φωτογραφία επιβαρύνει το ήδη προβληματικό προϊόν του Green, το οποίο δε σώζει ούτε η κάκιστη ηθοποιία, η οποία γίνεται περισσότερο εμφανής στα close up των τριών νεαρών ηρώων. Δυστυχώς, το μόνο καλό που διαθέτει αυτό το φιλμ είναι η πρωτότυπη βασική ιδέα, η αξιοπρεπής στάση ενός αποδεδειγμένα κακού σκηνοθέτη και σεναριογράφου (συγκριτικά με το υπόλοιπο βιογραφικό του) αλλά και ένα δικαιολογημένα παραπλανητικό τρέιλερ.
Βαθμολογία: