Ο Πύργος του Downton
- Downton Abbey
- 2019
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Εποχής
- 12 Σεπτεμβρίου 2019
1927. Η οικογένεια Κρόλεϊ καλείται να ανταπεξέλθει άριστα σε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της αριστοκρατικής ζωής της: την επίσκεψη του βασιλιά και της βασίλισσας της Αγγλίας. Πρόκειται για ένα σπουδαίο γεγονός, που όπως είναι επόμενο θα πυροδοτήσει σκάνδαλα, ίντριγκες, αντιπαλότητες, και θα φέρει στην επιφάνεια μυστικά και πάθη.
Σκηνοθεσία:
Michael Engler
Κύριοι Ρόλοι:
Hugh Bonneville … κόμης Robert Crawley
Laura Carmichael … μαρκησία Edith Crawley
Michelle Dockery … λαίδη Mary Crawley
Joanne Froggatt … Anna Bates
Elizabeth McGovern … κόμισα Cora Crawley
Maggie Smith … κόμισα Violet Crawley
Penelope Wilton … βαρόνη Isobel Crawley
Jim Carter … Charles Carson
Raquel Cassidy … Phyllis Baxter
Brendan Coyle … John Bates
Geraldine James … βασίλισσα Mary
Imelda Staunton … λαίδη Maud Bagshaw
Tuppence Middleton … Lucy Smith
Simon Jones … βασιλιάς George V
Kate Phillips … πριγκίπισσα Mary
Kevin Doyle … Joseph Molesley
Allen Leech … Tom Branson
Robert James-Collier … μαρκήσιος Thomas Barrow
Sophie McShera … Daisy Parker
Phyllis Logan … Elsie Carson
Michael Fox … Andy Parker
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Julian Fellowes
Παραγωγή: Julian Fellowes, Gareth Neame, Liz Trubridge
Μουσική: John Lunn
Φωτογραφία: Ben Smithard
Μοντάζ: Mark Day
Σκηνικά: Donal Woods
Κοστούμια: Anna Robbins
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Downton Abbey
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Πύργος του Downton
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Τηλεοπτική σειρά (χαρακτήρες): Downton Abbey του Julian Fellowes.
Παραλειπόμενα
- Συνέχεια όσων είδαμε στην τηλεοπτική σειρά του ITV, η οποία έκλεισε 6 κύκλους (52 επεισόδια) από το 2010 ως το 2015.
- Ο παραγωγός Gareth Neame και ο Julian Fellowes επεξεργάζονταν την ύπαρξη αυτής της ταινίας ακριβώς μόλις ολοκληρώθηκε η τηλεοπτική σειρά, αλλά η τελεσίδικη ανακοίνωση έγινε τον Ιούλιο του 2018.
- Αρχικά αναμένονταν τη σκηνοθεσία να την αναλάβει ο Brian Percival, που δούλεψε στο αντίστοιχο πόστο στη σειρά κατά τη διετία 2010-12.
- Η βασιλική επίσκεψη βασίστηκε στην αντίστοιχη ιστορική του βασιλιά Γεωργίου στο Wentworth Woodhouse στο Γιορκσάιρ. Από το συγκεκριμένο κτήριο χρησιμοποιήθηκε για την ταινία η αίθουσα χορού.
- Οι δύο από τους βασικούς του καστ της σειράς που δεν επιστρέφουν μετά επιλογής τους, είναι οι Lily James και Ed Speleers.
- Η Geraldine James σχεδίασε το κοστούμι της βασίλισσας χρησιμοποιώντας υλικό από αυθεντικό ένδυμα της βασίλισσας Μαίρης.
- Η τιάρα που φοράει η Michelle Dockery κατασκευάστηκε με αληθινούς κρυστάλλους Swarovski, ενώ αυτή της Maggie Smith (με 16,5 καρατίων διαμάντια) ανήκε στην εταιρία Bentley & Skinner και χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
- Πριν κυκλοφορήσει η ταινία, εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία ένα βιβλίο και ένας οδηγός ξενάγησης στα παρασκήνια της ταινίας.
- Το μπάτζετ έμεινε χαμηλά στα 20 εκατομμύρια δολάρια, αλλά τα κέρδη έφτασαν στα 194,3.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 12/9/2019
Δεν είναι λίγες οι φορές που οι Βρετανοί μέσω της κινηματογραφικής μυθοπλασίας τους έχουν κάνει εξαγωγή και της υπερηφάνειας που αισθάνονται εντός του γηπέδου τους για τον θεσμό της βασιλείας. Το θέμα είναι ότι στις σπουδαίες φιλμικές στιγμές τους που αποφασίζουν να μιλήσουν με τέτοιους όρους για το συγκεκριμένο θέμα, είτε επιλέγουν να μην το κάνουν απροκάλυπτα, είτε θα ισορροπούν μεταξύ εξύμνησης και υπονόμευσης. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον εξαιρετικό και οσκαρικό «Λόγο του Βασιλιά», όπου ο Γεώργιος ΣΤ΄ (κατά κόσμον Albert Frederick Arthur George) ναι μεν αποτυπωνόταν με συμπάθεια, αλλά ταυτόχρονα ήταν ευάλωτος και γεμάτος αδυναμίες, κάτι που μόνο εγκωμιαστικό δεν μπορεί να θεωρηθεί για έναν μονάρχη που σύμφωνα με τους «πατριωτικούς» κώδικες πρέπει να απεικονίζεται ως στιβαρός και απροσπέλαστος. Για να μη γίνει αναφορά και στο πορτραίτο του πατέρα του στο ίδιο φιλμ.
Εδώ, ούτε τα προσχήματα δεν τηρούνται. Ο Julian Fellowes μπορεί να ακολούθησε μια άνιση πορεία με αμφίβολης ποιότητας υπογραφές (π.χ. «Ο Τουρίστας»), ποτέ όμως δεν υπήρξε αυλοκόλακας, τουλάχιστον επί της μεγάλης οθόνης. Ειδικά η σημειολογία που περιστρέφεται γύρω από έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα και την τοποθέτησή του γύρω από την παράδοση αυτή αποτελεί ύπουλη προπαγάνδα του χειρίστου είδους, στον βαθμό που καταλήγει να προσβάλλει και τη νοημοσύνη του θεατή με έστω στοιχειώδη πολιτική παιδεία. Η δε υποπλοκή που αφορά έναν δευτερεύοντα ήρωα και δίνει το βήμα στο σενάριο να προσθέσει για το ξεκάρφωμα και λίγη από ρητορεία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν είναι παρά μια γελοία απόπειρα κάλυψης του κακώς εννοούμενου συντηρητισμού που χαρακτηρίζει την όλη κατασκευή.
Αν ο μύθος που εξυφαινόταν είχε μέσα κάτι το αξιόλογο δραματουργικά, ίσως αυτό το γνώρισμα να ενοχλούσε κάπως λιγότερο. Δυστυχώς όμως πρόκειται για ένα σεναριακό υλικό στο οποίο συγκρούσεις, διακυβεύματα κι εσωτερικές διαμάχες διαθέτουν περίπου την ένταση και τον αντίκτυπο ενός κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού. Το σύνολο λαβώνεται και από την απόφαση για την τοποθέτηση της δράσης ως επί το πλείστον σε εσωτερικούς χώρους, όχι λόγω της σύλληψης καθαυτής (υπάρχει άλλωστε και το πρόσφατο παράδειγμα της «Ευνοούμενης» ως προς αυτό το στοιχείο μεμονωμένα), αλλά κυρίως εξαιτίας της νοοτροπίας με την οποία ακολουθείται η επιλογή αυτή, που θυμίζει περισσότερο κινηματογραφημένο θέατρο παρά σινεμά. Ο τηλεοπτικών καταβολών Michael Engler (εμπλεκόμενος και στη σειρά στην οποία βασίζεται το εν λόγω φιλμ) κινηματογραφεί ξεψυχισμένα και ρουτινιάρικα. Έτσι, καταλήγει να αδικεί και τη δουλειά που έχει γίνει σκηνογραφικά κι ενδυματολογικά, από την άποψη ότι η μη ουσιαστική αξιοποίησή της την καθιστά απλώς μια όμορφη λεπτομέρεια που σαν να βρίσκεται συγκυριακά στο σύνολο, μην αποτελώντας οργανικό κομμάτι του όπως θα έπρεπε.
Συμβαίνει δε και το άλλο παράδοξο: σε μια ταινία με μεγάλο καστ στο επίκεντρο, δεν υπάρχει ούτε μία ερμηνεία που να είναι πραγματικά σπουδαία! Μέχρι και η συνήθως ικανότατη Maggie Smith μπαίνει στον αυτόματο πιλότο του στερεότυπου της ηλικιωμένης που εκσφενδονίζει ευφυολογήματα, ωστόσο τουλάχιστον αφήνει ένα στίγμα, κάτι που δύσκολα μπορεί να ειπωθεί για την πλειοψηφία των υπόλοιπων ηθοποιών. Τρεις είναι οι παρουσίες που μένουν περισσότερο, κυρίως επειδή με ό,τι τους δίνεται κατορθώνουν να χτίσουν κάτι που μοιάζει με ολοκληρωμένα πρόσωπα: ο David Haig με την αυστηρότητά του, η Sophie McShera με τη σεμνότητά της και η Imelda Staunton με την πηγαία ευγένειά της. Κάπου μέσα σε όλα αυτά κρύβεται και μια αλληγορία για το Brexit, όμως από τη στιγμή που αυτή αναπτύσσεται με βάση το ποιος θα βγάλει τα σερβίτσια στο βασιλικό ζεύγος, κάτι πάει λάθος…
Κατά τα άλλα, όσοι είναι εξοικειωμένοι με το σίριαλ μπορεί να ικανοποιηθούν με κάποια στοιχεία εδώ, καθώς το ύφος είναι στη θέση του, και φαίνεται να εξελίσσονται κάπως οι χαρακτήρες του συγκεκριμένου σύμπαντος προς μια κατεύθυνση. Οι υπόλοιποι ελάχιστα θα βρουν για να νιώσουν κάποια έλξη από το όλο προϊόν, τόση ώστε είτε να εντρυφήσουν στη σειρά είτε να εκτιμήσουν το φιλμ αυτόνομα.
Βαθμολογία: