Η Νύχτα των Βρικολάκων
- Dance of the Vampires
- The Fearless Vampire Killers
- 1967
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Εποχής, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Παρωδία, Τέρατα, Τρόμου
Ο καθηγητής Αμβρόσιος και ο βοηθός του, Άλφρεντ, πηγαίνουν στην Τρανσυλβανία με σκοπό να βρουν και να εξοντώσουν βρικόλακες. Βρισκόμενοι σε ένα μικρό χωριό, δεν αργούν να εντοπίσουν τον δρόμο σε ένα κοντινό κάστρο όπου ζει ο κόμης Κρόλοκ με τον γκέι γιο του. Αυτοί τους προσκαλούν για τον χορό που θα ακολουθήσει και… το γεύμα.
Σκηνοθεσία:
Roman Polanski
Κύριοι Ρόλοι:
Jack MacGowran … καθηγητής Abronsius
Roman Polanski … Alfred
Sharon Tate … Sarah Shagal
Ferdy Mayne … κόμης von Krolock
Iain Quarrier … Herbert von Krolock
Alfie Bass … Yoyneh Shagal
Terry Downes … Koukol
Fiona Lewis … Magda
Ronald Lacey … ο χαζός του χωριού
Ανδρέας Μαλανδρινός … ξυλοκόπος
Vladek Sheybal … Herbert von Krolock (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Roman Polanski, Gerard Brach
Παραγωγή: Gene Gutowski
Μουσική: Krzysztof Komeda
Φωτογραφία: Douglas Slocombe
Μοντάζ: Alastair McIntyre
Σκηνικά: Wilfred Shingleton
Κοστούμια: Sophie Devine
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Dance of the Vampires
- Ελληνικός Τίτλος: Η Νύχτα των Βρικολάκων
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Fearless Vampire Killers
- Εναλλακτικός Τίτλος: The Fearless Vampire Killers or: Pardon Me, But Your Teeth Are in My Neck
Παραλειπόμενα
- Εδώ γνώρισε ο Polanski τη μέλλουσα σύζυγο του, Sharon Tate, αγνοώντας βέβαια την τραγική της κατάληξη μόλις δύο χρόνια αργότερα. Την άσημη ως τότε ηθοποιό την είχε ανακαλύψει ο παραγωγός Martin Ransohoff κατά τα γυρίσματα μιας σειράς. Παρόλα αυτά, ο πολωνός δημιουργός είχε ήδη επιλέξει την Jill St. John. Όταν εκείνη αποχώρησε την τελευταία στιγμή, έμεινε μόνο η επιλογή της Tate.
- Ο Polanski είχε αναφέρει για τις δύσκολες συνθήκες της παραγωγής, όταν άλλαξε ο τόπος γυρισμάτων από την Αυστρία σε ένα θέρετρο για σκι στην Ιταλία. Αυτό επέσπευσε τις προετοιμασίες, αλλά κυρίως ανάγκασε τον παραγωγό να προσλάβει αρκετούς Ιταλούς στο συνεργείο. Σύμφωνα με τον Gene Gutowski, η υποψία ήταν ότι κάποιοι από αυτούς ήταν κλέφτες.
- Το φιλμ κυκλοφόρησε πρώτα στις ΗΠΑ, όπου η MGM ήθελε να το προωθήσει ως καθαρή φάρσα. Σε αυτή την εκδοχή αλλάχτηκε ο τίτλος σε The Fearless Vampire Killers, κόπηκαν 12 λεπτά διάρκειας, προστέθηκε ένα καρτούν στους τίτλους, ενώ ο χαρακτήρας του Αμβρόσιου ντουμπλαρίστηκε για να ακούγεται πιο αστείος. Ο Polanski όμως δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος από όλα αυτά, κυρίως επειδή πίστευε ότι είχε χαθεί η συνοχή της πλοκής. Βέβαια, η Ευρώπη το είδε απευθείας στην αυθεντική του εκδοχή και με τον αρχικό του τίτλο.
- Πρώτη ταινία του Polanski γυρισμένη σε κάδρο widescreen 2.35:1.
- Το σενάριο μετατράπηκε και σε θεατρικό, αρχικά στην Αυστρία, ως Tanz der Vampire. Σε αυτό έχει προστεθεί ο χαρακτήρας του Ριχάρδου του 3ου. Η πρώτη παράσταση το 1997 είχε σκηνοθετηθεί και πάλι από τον Roman Polanski, ενώ τη μουσική είχε αναλάβει ο ροκ μουσικός Jim Steinman.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 22/7/2021
Η ταινία του Roman Polanski σού βγάζει μια ιδιαίτερη συμπάθεια, αλλά δεν παύει να είναι η πλέον αδύναμη των δύο πρώτων δεκαετιών ενός δημιουργού, που σε αυτή του τη φάση άφησε στίγμα στην έβδομη τέχνη. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι απλά κάνει την πλάκα του στη συγκεκριμένη του ταινία, αλλά οι σεναριακές αδυναμίες είναι τέτοιες που δεν δικαιολογούνται σε σκηνοθετικά βεληνεκή σαν το δικό του.
Το κλίμα του φιλμ άψογο, ισοδύναμο με αυτό που θα παρουσιάσει λίγα χρόνια αργότερα ο Mel Brooks με το Φρανκενστάιν Τζούνιορ, ίσως και «ευρωπαϊκά» ανώτερο. Η μουσική του Krzysztof Komeda γράφει πάνω σε μια παραμυθένια ατμόσφαιρα, που πάει την εικόνα των ταινιών της Hammer εκεί που θα έπρεπε να είναι εξαρχής. Οι χαρακτήρες όλοι ταιριαστοί, με το καστ επιλεγμένο στην εντέλεια, και το στήσιμο των δύο σκηνικών γοτθικό και γοητευτικό όπως επιβάλλονταν.
Αντί όμως να προλάβει ο κόμης Κρόλοκ να μας δείξει τα δόντια του (παρεμπιπτόντως, άψογος βρικόλακας ο Ferdy Mayne), έχει φροντίσει το σενάριο να μας κρατήσει από νωρίς τα χαλινάρια των προσδοκιών μας πολύ χαμηλά. Παρότι ο Polanski δεν αφήνει σκηνή που να παραπέμπει σε κάποια παρερμηνεία περί των προθέσεων του για καθαρή κωμωδία, όλα τα αστεία του είναι ντεμοντέ ακόμα και για το 1967. Δεν ενεργοποιούν ποτέ το ένστικτο του αυθόρμητου γέλιου, παρά μόνο ίσως στη στιγμιαία φάση που ο χαρακτήρας του Polanski κάνει έναν κύκλο τρέχοντας για να καταλήξει στο ίδιο σημείο. Πολλές οι ευκαιρίες που δίνονται στο χιούμορ, αλλά έχουν μια αθώα λογική ακόμα κι αν το θέαμα είναι γκροτέσκο. Έτσι μένει για τους άντρες να προσηλωθούν στα κάλλη της Sharon Tate (κάτι που μάλλον έκανε κι ο ίδιος ο πολωνός σκηνοθέτης…), και στις κυρίες μάλλον λιγότερα, μια και το όλο θέαμα είναι λίγο σεξιστικό -όχι όμως σε σημείο να χαρακτηρίζεται κατακριτέο- για τα γούστα τους.
Τόσες και τόσες λεπτομέρειες (το ζευγάρι του πανδοχείου, ο γκέι βρικόλακας, ο παλαβιάρης καθηγητής, ο καμπούρης υπηρέτης) έτοιμες να ξεσηκώσουν το κοινό, και καμία δεν επικυρώνει τις προσδοκίες μας. Παραδόξως, στη δεύτερη του απόπειρα για παρωδία, το 1986 με τους Πειρατές, ο Πολωνός διόρθωσε το ζήτημα του χαβαλέ, απλά πήγε πίσω βήματα επί όσων εδώ είχε με χάρη πετύχει. Κρατάμε λοιπόν τα θετικά στοιχεία που θέλγουν την οπτική μας αίσθηση, αναγνωρίζουμε σε αυτά ότι είναι ένα έργο δημιουργού και όχι του πρώτου τυχόντα, αλλά όταν μια κωμωδία δεν βοηθάει να «πέσεις από την καρέκλα σου», υπάρχει πρωτογενές -συγγραφικό- θεματάκι…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 27/7/2021
Με την πεποίθηση ότι υπάρχουν βαμπίρ, ο καθηγητής Abronsius (Jack MacGowran) έχει αφιερωθεί στην εξόντωση αυτού του τρομακτικού είδους. Συνοδευόμενος από τον πιστό βοηθό του, τον νεαρό Alfred (Roman Polanski), ο εκκεντρικός επιστήμονας ταξιδεύει στην Τρανσυλβανία και καταλήγει σε ένα μικρό χωριό που φαίνεται να είναι μια φωλιά βαμπίρ. Στην ταβέρνα, σκελίδες σκόρδου κοσμούν τους τοίχους και οι θαμώνες δεν τολμούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του καθώς φαίνονται τρομοκρατημένοι από κάποια παραφυσική δύναμη. Σύντομα, η πανέμορφη κόρη του πανδοχέα, η Sarah (Sharon Tate), απάγεται από βαμπίρ. Ο Abronsius και ο Alfred αρχίζουν να την αναζητούν. Κατορθώνουν να εισδύσουν στον πύργο του κόμη Von Krolock (Ferdy Mayne). Προς έκπληξή τους, ο κόμης φαίνεται ένας εξαιρετικά γοητευτικός οικοδεσπότης, που εύκολα πείθει τον καθηγητή να του δείξει την πλούσια βιβλιοθήκη του. Όσο για τον ομοφυλόφιλο γιο του κόμη, Herbert (Iain Quarrier), προσπαθεί να αποπλανήσει τον Alfred που αντιστέκεται σθεναρά, εν μέρει επειδή δεν έχει τέτοια κλίση, αλλά κυρίως επειδή επιθυμεί απεγνωσμένα τη Sarah. Μετά από πολλές κωμικοτραγικές περιπέτειες, ο καθηγητής και ο μαθητευόμενος βοηθός του θα καταφέρουν να γλυτώσουν από τη στρατιά των βαμπίρ. Η μήπως όχι;
Ο πολωνός Roman Polanski έχτισε μία από τις πιο έξυπνες, ανησυχητικές και σκοτεινές φιλμογραφίες στην ιστορία του κινηματογράφου, σχεδόν πάντα με θεματικό πυρήνα το «Κακό»: συγκεκριμένο ή αφηρημένο, ανθρώπινο ή σατανικό, ρεαλιστικό ή ψυχολογικό. H «Νύχτα των Βρικολάκων» υπήρξε η δεύτερη ταινία σε μια χαλαρή τετραλογία τρόμου που έκανε ο Polanski κατά τη διάρκεια της πιο εμπνευσμένης φάσης της καριέρας του -από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ο κύκλος ξεκίνησε με το «Αποστροφή» (1965) και έκλεισε με τα ανατριχιαστικά ψυχολογικά θρίλερ «Το Μωρό της Ρόζμαρι» (1968) και «Ο Ένοικος» (1976). Ο Polanski περιέγραψε τη «Νύχτα των Βρικολάκων» ως «μια παραμυθένια κωμωδία για τα βαμπίρ» και ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις ταινίες, όχι μόνο επειδή είναι κωμωδία, αλλά επειδή διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό γοτθικό τοπίο και όχι στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον.
Η φωτογραφία του Douglas Slocombe είναι εκθαμβωτική, η μουσική του Krzysztof Komeda υπέροχη, οι εξωτερικές τοποθεσίες στις Δολομιτικές Άλπεις μαγευτικές, με αποτέλεσμα τα κάδρα να θυμίζουν ζωντανούς ζωγραφικούς πίνακες. Παρόλα αυτά κάτι δεν λειτουργεί: ο Polanski δεν έχει ισάξιο του στη δημιουργία σκοτεινής ή καταπιεστικής ατμόσφαιρας, αλλά δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του η καθαρόαιμη κωμωδία. Μοιάζει σαν να προσπαθεί να κρύψει μια αληθινά τρομακτική ταινία τρόμου κάτω από την επικάλυψη μιας χλιαρής παρωδίας. Έτσι ο θεατής συχνά μπερδεύεται από το συναίσθημα που προσπαθεί να του προκαλέσει η ταινία: θέλει να τον τρομάξει ή να τον κάνει να γελάσει; Τελικά το φιλμ προσφέρει λίγο γνήσιο ρίγος αλλά και λίγο γέλιο.
Η ταινία υπέστη σοβαρή αλλοίωση όταν έπεσε στα χέρια των αμερικανών διανομέων της, οι οποίοι επέμειναν σε εκτεταμένες περικοπές, την εισαγωγή ενός άσκοπου προλόγου με καρτούν και την αλλαγή του τίτλου με το επιεικώς ατυχές «The Fearless Vampire Killers or: Pardon Me, but Your Teeth in My Neck». Αποτέλεσμα, η ταινία τα πήγε άσχημα στο αμερικάνικο box-office, αλλά τα πήγε αρκετά καλά στην Ευρώπη, με την αρχική της μη τροποποιημένη μορφή.
Οι ταινίες του Polanski αφορούν σχεδόν πάντα τη ματαιότητα της αρετής. Οι ήρωές του είναι συχνά αθώα θύματα ή καλοπροαίρετοι απροσάρμοστοι που φαίνονται αδύναμοι απέναντι στις κακοήθεις δυνάμεις του Σκότους. με την τελική ήττα τους να είναι αναπόφευκτη. Αυτή η απαισιόδοξη αντίληψη για την απόλυτη υπεροχή του ”Κακού” είναι ένα θέμα που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Polanski, που ίσως πηγάζει από τις τραυματικές εμπειρίες του ως παιδί (επέζησε από τα γκέτο στη ναζιστική Πολωνία, αλλά η μητέρα του πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης), ενώ και στην ενήλικη ζωή του ενεπλάκη σε τραγικά γεγονότα όπου είχε ρόλο θύματος αλλά και θύτη. Αν το έργο ενός καλλιτέχνη είναι μια αντανάκλαση των βιωμάτων του, τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από τον δημιουργό των «Ο Ένοικος», «Ο Πιανίστας» και «Το Μωρό της Ρόζμαρι»; Και τελικά υπάρχει όριο μεταξύ τέχνης και ζωής;
Βαθμολογία: