Καθώς βρίσκεται για διακοπές στο Βερολίνο, η αυστραλή φωτορεπόρτερ Κλερ συναντά τον Άντι, έναν χαρισματικό ντόπιο, και μεταξύ τους αναπτύσσεται άμεσα μια φλόγα. Αυτό που ακολουθεί είναι μια νύχτα πάθους. Αλλά αυτό που φαίνεται να είναι το ξεκίνημα ενός ρομάντζου, ξαφνικά παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, όταν το επόμενο πρωί η Κλερ ανακαλύπτει ότι ο Άντι έχει φύγει για τη δουλειά και την έχει κλειδώσει στο διαμέρισμα. Θα μπορούσε να είναι ένα απλό λάθος, όμως ο Άντι δεν έχει σκοπό να την αφήσει να βγει ποτέ.

Σκηνοθεσία:

Cate Shortland

Κύριοι Ρόλοι:

Teresa Palmer … Clare Havel

Max Riemelt … Andi Werner

Matthias Habich … Erich Werner

Emma Bading … Franka Hummels

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Shaun Grant

Παραγωγή: Polly Staniford

Μουσική: Bryony Marks

Φωτογραφία: Germain McMicking

Μοντάζ: Jack Hutchings

Σκηνικά: Melinda Doring

Κοστούμια: Maria Pattison

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Berlin Syndrome
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Σύνδρομο του Βερολίνου

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Berlin Syndrome της Melanie Joosten.

Παραλειπόμενα

  • Επί δύο βδομάδες πριν τα γυρίσματα και για να προετοιμαστούν για τον ρόλο τους, η Teresa Palmer κι ο Max Riemelt έμειναν μαζί σε ένα μικρό διαμέρισμα όμοιο με της ταινίας.
  • Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στο Βερολίνο, αλλά σε κάποιο σημείο μεταφέρθηκαν σε στούντιο στη Μελβούρνη. Εκεί, στην Αυστραλία, δημιουργήθηκε πλατό παρόμοιο με το διαμέρισμα της γερμανικής πρωτεύουσας.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 11/11/2019

Βρισκόμαστε στη σφαίρα ενός θέματος που έχει εμφανιστεί στο σινεμά σε πολλές ήδη παραλλαγές. Συνήθως όμως αποτελεί βορά για σπλάτερ ή γενικά εξεζητημένες μορφές, με εξαίρεση φυσικά το Δωμάτιο του Lenny Abrahamson, που πήγε το ζήτημα ακόμα παραπέρα. Τι λοιπόν έχει να προσφέρει μία ακόμα αναφορά;

Στην περίπτωση της Cate Shortland, λίγα βρίσκουν απάντηση ως προς αυτό. Αν η ταινία της έχει να αφήσει κάποιο μήνυμα, αυτό θα ήταν να φοβάσαι και τη σκιά σου, αλλά ασπαζόμενοι κάτι τέτοιο, μονάχα κακό θα κάναμε στη ζωή μας ζώντας μονίμως μέσα στον φόβο. Η περίπτωση κιόλας που εδώ παρουσιάζεται, είναι μία που δεν ξέρεις πώς θα μπορούσες να προφυλαχθείς. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει την ηρωίδα του φιλμ για εγκληματική απερισκεψία, ούτε θα πάμε πίσω το ρολόι της νεανικής επανάστασης για χάρη κάποιων που την εκμεταλλεύονται υπέρ του άρρωστου οφέλους τους.

Έτσι, για να θέσουμε ορθά τις βάσεις αυτού που βλέπουμε επί του φιλμ, επιβάλλεται να μιλάμε για θρίλερ. Κι ως προς αυτό, η Shortland κάνει μία ακόμα σεβαστή δουλειά, κοιτώντας το θέμα της με απόλυτη σοβαρότητα, δίχως παρεκτροπές που θα το πετούσαν εκτός ρεαλισμού, και δίχως ακρότητες που θα το υποβίβαζαν σε τρομο-σόου. Ως ένα αμάλγαμα λοιπόν θρίλερ και δράματος, παρακολουθούμε τον εφιάλτη μιας νεαρής κοπέλας που βρίσκεται δέσμια ενός επιφανειακά καθωσπρέπει νεαρού. Η εξέλιξη θέλει εκείνη να αντιδρά ψυχασθενικά υπό τον γνωστό όρο του συνδρόμου της Στοκχόλμης, κι εκείνον να λειτουργεί με άνεση υπό τον διττό ρόλο καθηγητή και ψυχοπαθή δολοφόνου-βασανιστή. Υπό το πρίσμα του ρεαλισμού, το τρομακτικό εδώ είναι ότι το στόρι παίρνει άριστα, μια κι έχει επιβεβαιωθεί ήδη τόσες μα τόσες φορές από πραγματικά γεγονότα.

Παρότι όμως έχουμε ένα σενάριο που προσέχει το πού πατάει και το πού βρίσκεται, η σκηνοθετική ρότα από τη μία σε καταβάλλει, αλλά από την άλλη σε κουράζει. Είναι πολλά τα σημεία όπου ο ρυθμός είναι τόσο αργός ως προς τις εξελίξεις, που ενώ το φυσιολογικό θα ήταν να έχεις γεμίσει μαυρίλα από όλα όσα παρακολουθείς, πολεμάς με την αίσθηση του «άντε, πάμε παρακάτω». Και δεν είναι στην ουσία τόσο το αργό των εξελίξεων, άλλωστε η ταινία δεν έχει τους κλασικά σινεφιλικούς αργούς ρυθμούς αλλά μια κοινωνικού τύπου αφήγηση, όσο η μη προσπάθεια της σκηνοθέτιδας να επενδύσει πάνω στην εναλλαγή της ψυχολογίας των δύο χαρακτήρων. Ειδικά όσον αφορά της κοπέλας, που σχετικά γρήγορα βλέπουμε να έχει μετεξελιχθεί εντός της αιχμαλωσίας της, στερώντας από εμάς αυτά τα κρίσιμα στάδια της εξέλιξης. Θα έπρεπε, μια και δεν έχουμε το βαρβάτο του θεάματος, να επενδυθούν πολλά περισσότερα στις μοναχικές στιγμές της βασανισμένης ηρωίδας, ενώ αντί αυτού μοιάζει να προτιμάται η επισήμανση τού πόσο εύκολα μπορεί να λειτουργεί ένας ακραία ψυχοπαθής χαρακτήρας εντός μιας κοινωνίας χωρίς να υπάρχει περίπτωση να τον υποψιαστεί.

Η σχετική έκρηξη του φινάλε δεν προϋποθέτει εκπλήξεις, ούτε φυσικά θα σας αποκαλύψουμε αν θριάμβευσε το καλό έναντι του κακού. Το ουσιώδες όμως είναι ότι ούτε εδώ αλλάζει πρόσημο το φιλμ, εμμένοντας πιστό στο να σε πείσει περί της αληθινής διάστασης του θέματος. Μια ταινία που δεν θα λέγαμε ότι πετυχαίνει σκοπούς, όσο κι αν δεν ρισκάρει να την αμφισβητήσεις. Αυτό εντέλει που μένει είναι ένα ενδιαφέρον κομμάτι κοινωνικής επισήμανσης, αλλά κι ένα θρίλερ που δεν μπόρεσε να γίνει ένα με τον θεατή του. Κι αν ανάμεσα στο νεανικό -κυρίως θηλυκό- κοινό που έτυχε να το παρακολουθήσει το κατάφερε, ίσως έκανε περισσότερη ζημιά παρά καλό…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *