1973. Το «ηλεκτροφόρο» ματς τένις ανάμεσα στη νούμερο ένα της παγκόσμιας κατάταξης Μπίλι Τζιν Κινγκ και του πρώην πρωταθλητή και κατά συρροή τζογαδόρου Μπόμπι Κινγκς καταγράφτηκε ως «η μάχη των φύλων» και έγινε πλέον δημοφιλές αθλητικό γεγονός στην τηλεόραση όλων των εποχών. Ο αγώνας πυροδότησε παγκόσμια συζήτηση πάνω στην ισότητα των φύλων, κεντρίζοντας το φεμινιστικό κίνημα. Παγιδευμένοι από τη λάμψη των μίντια, οι δύο αντίπαλοι βρέθηκαν στην αντίθετη πλευρά της δημόσιας διαφωνίας, αλλά εκτός των φώτων περισσότερο ο καθένας τους μάχονταν πιο προσωπικές μάχες.

Σκηνοθεσία:

Jonathan Dayton

Valerie Faris

Κύριοι Ρόλοι:

Emma Stone … Billie Jean King

Steve Carell … Bobby Riggs

Andrea Riseborough … Marilyn Barnett

Sarah Silverman … Gladys Heldman

Bill Pullman … Jack Kramer

Alan Cumming … Cuthbert ‘Ted’ Tinling

Elisabeth Shue … Priscilla Riggs

Austin Stowell … Larry King

Natalie Morales … Rosie Casals

Fred Armisen … Rheo Blair

Jessica McNamee … Margaret Court

Eric Christian Olsen … Lornie Kuhle

Wallace Langham … Henry

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Simon Beaufoy

Παραγωγή: Danny Boyle, Christian Colson, Robert Graf

Μουσική: Nicholas Britell

Φωτογραφία: Linus Sandgren

Μοντάζ: Pamela Martin

Σκηνικά: Judy Becker

Κοστούμια: Mary Zophres

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Battle of the Sexes
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Μάχη των Φύλων
  • Εναλλακτικός Τίτλος: The Battle of the Sexes [ανεπίσημος]

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Steve Carell) και πρώτου γυναικείου ρόλου (Emma Stone) στην κατηγορία κωμωδία/μιούζικαλ.

Παραλειπόμενα

  • Η Emma Stone ήταν η άμεση επιλογή για τον ρόλο της Μπίλι Τζιν. Αλλά το πρόγραμμα της δεν της το επέτρεπε, και αντικαταστάθηκε από την Brie Larson. Όταν μετά από λίγους μήνες δήλωσε ότι το πρόγραμμα της ομαλοποιήθηκε, άμεσα και πάλι έγινε αντικατάσταση. Βέβαια, παρότι παίζει το αστέρι του τένις, η ίδια παραδέχτηκε ότι δεν είναι ιδιαίτερα ικανή με τη ρακέτα.
  • 6 κιλά σε μύες χρειάστηκε να πάρει η Emma Stone για τον ρόλο της.
  • Η Kaitlyn Christian και ο Vince Spadea είναι αυτοί που ως σωσίες παίζουν στην πραγματικότητα στους αγώνες.
  • Οι καλές κριτικές δεν γλύτωσαν το φιλμ από την εμπορική αποτυχία. Με κόστος 25 εκατομμύρια δολάρια, οι εισπράξεις περιορίστηκαν στα 18,6.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 28/7/2018

Υπήρχαν πολλοί τρόποι, πάντα με το ίδιο σκηνοθετικό δίδυμο, η ταινία να αποτελούσε έναν ύμνο για την εποχή και το θέμα που επιδεικνύει. Έτσι κι αλλιώς, το γεγονός με το οποίο ασχολούνται, δεν ήταν επί της ουσίας κάτι το κοσμογονικό ιστορικά, αλλά ήταν σίγουρα κάτι που έχει να διδάξει διαχρονικά. Είμαστε στο 1973, τη χρονιά του Γουοτεργκέιτ, οπότε και είχαμε ήδη περάσει στη σεξουαλική επανάσταση (στις ΗΠΑ, πάντα), ακολουθώντας μια δεκαετία συγκλονιστικών αλλαγών σε σχέση με τα νέα ανθρωπιστικά ένστικτα που διαμόρφωνε ο πλανήτης. Μια χρονιά που έβρισκε ήδη τις γυναίκες σε τρομερά καλύτερη θέση επί των αρσενικών, κι αν έπρεπε κάτι ακόμα να καταπολεμηθεί επί αυτού, ήταν η νοοτροπία κάποιων ισχυρών συντηρητικών κεφαλιών του κατεστημένου, που αρνούνταν ακόμα να αποδεχτούν την απόλυτη ισότητα των φύλων. Η μάχη όμως γενικά ήταν ήδη κερδισμένη, και τίποτα δεν μπορούσε φανερά να πάει όπισθεν ως προς αυτό. Εύστοχα, δε, στο φινάλε της ταινίας παίρνει πάσα ένα άλλο πολύπαθο φύλο, που ακόμα απλά ονειρεύονταν περί ίσης μεταχείρισης (και ακόμα δεν την έχει πετύχει…). Με όλα αυτά κατά νου, Ντέιτον και Φάρις είχαν στα χέρια τους κάτι που ενώ τότε δεν είχε τη δυναμική να γίνει παγκόσμιο γεγονός, σήμερα, εν είδη συμβολισμού πάντα, θα μπορούσε να αναζητήσει νέα αξία. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Με λιγότερο συναισθηματισμό και πολύ παραπάνω σάτιρα…

Οι δύο δημιουργοί κοιτούν ως ιστοριοδίφες το γεγονός, ξεχνώντας να αναζητήσουν την αξία του πλατειάζοντας επί του χωροχρονικού ντεκόρ. Δεν είναι αδιάφορες οι προσωπικές ιστορίες των δύο τενιστών, αλλά όπως και να το κάνεις, είναι λίγες μπροστά σε ένα διαχρονικό νόημα που θα μπορούσε να βγει αν επέμεναν περισσότερο στα του αγώνα. Υπό αυτό το στυλ που εντέλει επέλεξαν, αληθινοί νικητές βγαίνουν οι ηθοποιοί, με την Έμα Στόουν, τον Στιβ Κάρελ, αλλά κι όλους όσους τους πλαισιώνουν να αποτελούν ένα ιδανικό καστ. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων θα μπορούσε να είναι και λιγάκι πιο ξεκάθαρη, απλά εκεί θα χρειάζονταν αρκετά περισσότερο χρόνο, ειδικά επειδή κάποιοι δεύτεροι αλλά πολύ σημαντικοί χαρακτήρες δεν παίρνουν τα περιθώρια χρόνου που θα ήταν αναγκαία για να αναδειχθούν (αναδεικνύοντας μαζί και τη δική τους πλευρά της ιστορίας). Πάντα υπό αυτό το ύφος, ιδανικός θα ήταν ο Πολ Τόμας Άντερσον του «Ξέφρενες Νύχτες», όπου εκεί δίδαξε πώς να αναπτύσσεις ένα πολυπρόσωπο καστ χωρίς να χάνεις ούτε την αξία του στόρι σου, ούτε την ανάδειξη της εποχής που βρίσκεσαι.

Πέρα από αυτά, Ντέιτον και Φάρις έχουν στο πλάι τους μια φοβερή τεχνική επιμέλεια, ειδικά σε όσα αφορούν την οπτικοποίηση των χαρακτήρων τους και των ντεκόρ τους. Εξαιρετική δε η αναπαράσταση του τελικού αγώνα, ένιωθες ότι παρακολουθούσες φάσεις από αληθινό ματς, και οι δύο τενίστες-κασκαντέρ βοηθιούνται απίθανα από την κάμερα, ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση.

Γενικά, είναι μια οσκαρικού τύπου δραμεντί, η οποία χάνει μεν τον στόχο στον οποίο επιβάλλονταν να επικεντρωθεί, αλλά κερδίζει πόντους για όσους βλέπουν σήμερα με τη χαλαρότητα των ηρώων του φιλμ το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *